Τα παλιότερα χρόνια στο χωριό μας, ειδικά πριν το 1940, η αντιμετώπιση μιας αρρώστιας γινόταν «εκ των ενόντων», mμε διάφορα γιατροσόφια, μιας και δεν υπήρχε γιατρός εκεί και για να ερχόταν από τα Λαγκάδια ή τη Δημητσάνα ήταν ολόκληρη διαδικασία, αφού δεν υπήρχε δρόμος για να έρθει αυτοκίνητο και η επίσκεψη του γιατρού ήταν δύσκολη και «πανάκριβη».
Όταν αρρώσταινε, λοιπόν, κάποιος, φρόντιζαν οι δικοί του να τον γιατρέψουν με τα ποιο συνήθη μέσα της εποχής, που ήταν διάφορα βότανα, το ξεμάτιασμα (πλένοντας συνήθως το λιόκρινο), οι βεντούζες και κάποια ακόμη.
Οι βεντούζες ήσαν δυο ειδών: Οι «κούφιες» και οι «κοφτές». Τις κούφιες τις ρίχνανε (του έριξα βεντούζες, λέγανε) στην πλάτη, χρησιμοποιώντας συνήθως 2-3 κρασοπότηρα. Το τελετουργικό ήταν κάπως έτσι:
Ο άρρωστος ήταν ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι. Ο «θεραπευτής» (κατά κανόνα γυναίκα, συνήθως και με μια άλλη γυναίκα, ως βοηθό) στεκόταν δίπλα του, κρατώντας στο αριστερό χέρι το κρασοπότηρο και στο δεξί ένα πιρούνι με βαμβάκι στην άκρη, αναμμένο (ήταν εμποτισμένο με οινόπνευμα). Το έβαζε μέσα στο ποτήρι για λίγα δευτερόλεπτα και αμέσως μετά το ακουμπούσε πάνω στην πλάτη του αρρώστου για λίγα, επίσης, δευτερόλεπτα ή και λεπτά. Το ποτήρι «γαντζονόταν» στην πλάτη, αφού με το κενό αέρος (την αρνητική πίεση) που δημιουργείτο, «ρουφούσε» τρόπον τινά το δέρμα, που φούσκωνε σε αυτό το σημείο και κοκκίνιζε κάπως. Αυτό επαναλαμβανόταν με εναλλαγή των ποτηριών για κάποια ώρα, συνήθως 5-10 λεπτά.
Τις βεντούζες, ως θεραπευτική αγωγή, τις έριχναν σε αρρώστους με λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος (κρυολόγημα, συνάχι κλπ). Από ιατρικής πλευράς (ο ένας των αρθρογράφων είναι γιατρός) είχε δοθεί κάποια εξήγηση, χωρίς αυτό να είναι τεκμηριωμένο. Είχε υποστηριχθεί πως πέραν του γεγονότος ότι ο άρρωστος αισθάνεται κάποια ανακούφιση, μιας και οι βεντούζες είναι ένα είδος μασάζ, δημιουργείται υποτίθεται με κάποιο αντανακλαστικό μηχανισμό υπεραιμία, αποτοξίνωση στην περιοχή και στον πνεύμονα, πράγμα που διευκολύνει την αντιμετώπιση της λοίμωξης. Πάντως, με πρόσφατες επιστημονικές μελέτες, δεν τεκμηριώθηκε αυτή η άποψη.
Οι βεντούζες είναι ένα πολύ παλιό «γιατροσόφι» που οι αρχαίοι Αιγύπτιοι το χρησιμοποιούσαν και πριν από το 1000 π.χ. και ο Ιπποκράτης το αναφέρει ως θεραπευτικό μέσο σε πλειάδα παθήσεων. Όμως και στις μέρες μας γίνονται βεντούζες και μάλιστα υπάρχουν σετ με όλα τα αξεσουάρ.
Τις «κοφτές» βεντούζες στο χωριό τις έριχνε κάποια μαστόρισσα γριά, που να είχε εμπειρία, και σε περιπτώσεις που ο άρρωστος ήταν πιο βαριά. Ξυράφιζε (έκανε μια τομή με ξυράφι) σε ένα σημείο στην πλάτη, έβαζε πάνω στην πληγή μια καντηλήθρα, την άναβε και τη σκέπαζε με ένα μεγάλο ποτήρι και με την αρνητική πίεση που δημιουργείτο, μάζευε αίμα!
Αν τα βότανα, το ξεμάτιασμα και οι βεντούζες δεν είχαν αποτέλεσμα, φώναζαν τον παππά να τον διαβάσει, να φύγουν τα δαιμόνια που, ενδεχομένως, είχε μέσα του. Αν και το διάβασμα δεν έκανε κάτι και ο άρρωστος φαινόταν να οδεύει προς στο τέλος της ζωής του, και δεν ήταν και πολύ μεγάλος, και επί πλέον υπήρχε και κάποια οικονομική δυνατότητα, πήγαινε κάποιος συγγενής στα Λαγκάδια ή στη Δημητσάνα και έφερνε το γιατρό, που πολλές φορές ήταν πλέον αργά, αφού ο άρρωστος μπορεί να είχε πεθάνει ή να βρισκόταν «στου παππά το κουτάλι» (τη θεία μετάληψη), ένα βήμα δηλαδή πριν το θάνατο…
Εκείνη, λοιπόν, την εποχή, κάποιος μεσήλικας άντρας του χωριού αρρώστησε κάπως σοβαρά. Αποφάσισαν οι δικοί του να φέρουν το γιατρό και ένας συγγενής ετοίμασε το μουλάρι και σε λίγες ώρες πήγε και τον έφερε στο σπίτι. Τον καλωσόρισαν οι νοικοκυραίοι, τον κέρασαν και του είπαν λίγες κουβέντες για το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν.
Ο γιατρός άκουσε με προσοχή το ιστορικό και στη συνέχεια πάει κοντά στον άρρωστο, που τον είχαν σε ένα κρεβάτι στη σάλα του σπιτιού.
-Καλημέρα Μήτρο (υποθετικό όνομα), του λέει, τι έπαθες, πως είσαι, πες μου τι έχεις;
-Καλώς το γιατρό, απαντάει αυτός βογκώντας, και συνεχίζει.
-Αχ γιατρέ μου, τι να έχω, που να ξέρω και εγώ ο δόλιος τι έχω… Εσύ θα μου το ειπείς αυτό…
-Ναι, εγώ θα σου το ειπώ, αλλά πες μου εσύ τι αισθάνεσαι, πονάς κάπου;
-Αν ήξερα που με πονάει και τι έχω δεν θα σε έφερνα γιατρέ… Θα γιατρευόμουνα μοναχός μου…
-Εντάξει, σε καταλαβαίνω και καλά τα λες, αλλά πες μου κάτι για να μπορέσω και εγώ να βγάλω μια άκρη και να σου πω τι να κάνεις να γίνεις καλά.
-Πονάω ούλος ρε γιατρέ… Βρες τώρα τι έχω…. Γι’ αυτό δε σ’ έφερα;
-Καλά, για πες μου τώρα, τρως, έχεις καθόλου όρεξη; Τι έφαγες χτες το βράδυ και σήμερα το πρωί;
-Δεν έχω καθόλου όρεξη ρε γιατρέ. Χτες το βράδυ είχε μαγειρέψει η κυρά φασόλια και τα έφαγα με το ζόρι. Σήμερα την αυγή μπονόρα, ήπια μια κούπα τσουκαλόκαυτο (κρασί πολύ καυτό με ζάχαρη) με μια φέτα ψωμί. Αλλά δεν έχω καθόλου όρεξη, τα έφαγα πως τα έφαγα, γιατί πείναγα…
-Καλά, το κατάλαβα, για πες μου τώρα, αερίζεσαι καθόλου;
-Δε βλέπεις γιατρέ, ανοιχτά έ(ι)ναι τα πορτοπαράθυρα να μπαίνει αέρας και λίγο φως στο σπίτι…
-Δεν εννοώ αυτό, εννοώ αν εσύ ο ίδιος αερίζεσαι (και του έδειξε τα οπίσθια).
- Αμ έτσι πες το γιατρέ. Ε(ι)ναι δυνατό να μην αερίζουμε, με τα φασόλια που έφαγα;
Καλά, εντάξει κατάλαβα, θα δώσω οδηγίες στους δικούς σου τι πρέπει να κάνεις και σε λίγες μέρες θα γίνεις …περδίκι.
-Σε ευχαριστώ γιατρέ και να πας στο καλό.
.
Οι νοικοκυραίοι πλήρωσαν το γιατρό και ο συγγενής τον πήγε ξανά με το μουλάρι στον προορισμό του.
Η φράση «γιατρός είσαι και βρέστο» λεγόταν στο χωριό εκείνα τα χρόνια και τα μετέπειτα, με κάποια ειρωνική και χιουμοριστική διάθεση, σε ορισμένες περιπτώσεις. Αν για παράδειγμα, ρωτούσε κάποιος ένα συγχωριανό: Που …τα χάλαγες (ήσουνα) σήμερα; και ο άλλος δε ήθελε να του απαντήσει ευθέως, του έλεγε χαριτολογώντας: Γιατρός είσαι και βρέστο… και στη συνέχεια του έλεγε που τα …χάλαγε.
Αυτά γίνονταν τότε στο χωριό μας, και δεν υπάρχει καμία σύγκριση με τη σημερινή εποχή, που από την πρώτη μέρα της ζωής μέχρι τα γηρατειά, λίγο-πολύ όλοι οι έλληνες έχουν κάποια ιατρική παρακολούθηση.
.
Χ. Ι. Μαραγκός, Γ. Δ. Βέργος.