Ήταν καλοκαίρι του 1957, αν δεν κάνω λάθος, και ο Γιώργος Τσαντίλης (13-14 ετών τότε) είχε αλωνίσει στου Ιθι. Συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια, μέχρι να ξεσηκωθεί το αλώνι (λιχνιστεί και χωρισθεί το σιτάρι από το άχυρο και μεταφερθεί στις αποθήκες του σπιτιού) να το φυλάνε τη νύχτα, για να μην το κλέψουν.

Ο Γιώργος επειδή "ψιλοσκιαζόταν" με παρακάλεσε να του κάνω παρέα και να φυλάξουμε μαζί το αλώνι, αν και εγώ δεν ήμουν περισσότερο θαρραλέος. 

 

 Πράγματι, με το ηλιοβασίλεμα πήγαμε στο αλώνι και στρώσαμε ένα σαϊσματάκι πάνω στα "ευωδιαστά πουπουλένια άχυρα", για να κοιμηθούμε. Επειδή στην άκρη του αλωνιού, προς τον Αραπαίικο δρόμο, ήταν γκρεμός, σκεφθήκαμε να δεθούμε με μια τριχιά από το στιχερό, για να μην κατρακυλήσουμε τη νύχτα. Έτσι και έγινε. Όταν ξαπλώσαμε ένα αίσθημα μυστηρίου άρχισε να μας κατέχει, βλέποντας τις κολοφωτιές στις μάνδρες και ακούγοντας τις ακρίδες, τους γρύλους και τα αγριοπούλια της νύκτας, όπως το γκιώνη και τις κουκουβάγιες. Ευτυχώς που λίγο πιό πέρα στο χωράφι του Παπανικολάου, ήταν δεμένο ένα μουλάρι και ο ήχος από το κουδούνι του μας μετρίαζε το φόβο. Ο ουρανός έλαμπε από τα αμέτρητα λαμπιόνια της Πούλιας, της Αλετροπόδας, της μεγάλης και μικρής Άρκτου και τόσων άλλων αστεριών.

Η ώρα περνούσε αλλά ο ύπνος δε μας έπαιρνε, γιατί φανταζόμαστε το "Στοιχειό" στο βάθος της ρεματιάς στου Καρακασάνι (ερχόταν στο μυαλό μας οι αφηγήσεις των παππούδων μας ... "Φεύγα Νάσιο Καπλάνη, το στοιχειό του Καρακασάνι") και τα "σμιριδάκια" από τον περίβολο του Αγιαντριά (φωσφορίζοντα οστά μικρών αβάπτιστων παιδιών, που θάβονταν στα ξωκλήσια).

Η Φραγκοινέτα άρχισε να παίρνει ένα άτονο μελαγχολικό υποκίτρινο χρώμα, από το φεγγάρι που ήταν μισογεμάτο και σιγά- σιγά, όσο προχωρούσαν οι ώρες και περνούσε η νύχτα, άρχισε να υποχωρεί και η σκιά του Παλαιόκαστρου και στη ράχη του Κουτσουμπού κάπως να γλυκοχαράζει. Εκεί που αρχίσαμε κάπως να ξεθαρρεύουμε, ακούμε βήματα αργά-αργά και βλέπουμε στο μισοσκόταδο, μέσα από τις καλαμιές, να προβάλλει μια ανθρώπινη σκιά, που ερχόταν προς το αλώνι. Εμείς συνεχίζοντας να είμαστε δεμένοι από το στιχερό λουφάξαμε και συνεννοηθήκαμε ψιθυριστά να κάνουμε τους κοιμισμένους και μέσα από τα μισάνοιχτα δάκτυλά της παλάμης μας, να παρακολουθούμε τον "υποψήφιο κλέφτη".

Ο επισκέπτης ήρθε στο αλώνι κρατώντας την γκλίτσα στην πλάτη του (με το δεξί χέρι την κρατούσε πάνω από τον δεξιό ώμο και με το αριστερό στο ύψος του αριστερού μηρού), έκανε αργά μερικές βόλτες επιθεώρησης και αποχώρησε.

Αναθαρρήσαμε και σηκώσαμε τα κεφάλια. Λύσαμε την τριχιά από τη μέση και αρχίσαμε να καυχιόμαστε μεταξύ μας "σαν παλικάρια της φακής", ότι δεν μας κλέψανε το γέννημα. Και να σκεφτεί κανείς πως από το "υπερβολικό θάρρος" δεν αναγνωρίσαμε καν τον επισκέπτη. Πιθανολογήσαμε πως ήταν ο Λιάς του Ζευκιλή και ας είναι καλά, όπου και να βρίσκεται.

Σηκωθήκαμε από το αλώνι και ο Γιώρης, σαν καλός νοικοκύρης, άρχισε να προγραμματίζει τις δουλειές της ημέρας... Εγώ πήρα το δρόμο για το σπίτι, για τις δικές μας δουλειές.

Μακάρι να έρθει και φέτος ο Γιώρης, να τα πούμε και να θυμηθούμε και πολλές άλλες ιστορίες.

 

Θ. Γ. Τρουπής (Γκράβαρης)

Αθήνα Αύγουστος 2008


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.