Η  Τρίπολη  ή  Τριπολιτσά  δεν  υπήρχε  κατά  την  περίοδο  της  Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι  κυριότερες  τότε  αρκαδικές  πόλεις  ήσαν  το  Νίκλι, που  βρισκόταν  στη  θέση  του  σημερινού  Τζίβα, και  το  Μουχλί, μεταξύ  του  Αχλαδόκαμπου  και  των  Αγιωργίτικων  περίπου, προστατευμένο  από  ισχυρό  κάστρο.

Ιστορικά  η  Τρίπολη  αναφέρεται  ότι  χτίστηκε  μεταξύ  1560 και 1580. Το  ότι  δεν  υπήρχε  κατά  την  άλωση  της  Κωνσταντινούπολης  φαίνεται  και  από  το  εξής  γεγονός:  όταν  ο  Μωάμεθ  ο  κατακτητής  κατέβηκε  στη  Πελοπόννησο  το  1458, δηλαδή  πέντε  χρόνια  μετά  την  άλωση  της  Κων/λης,  τη  θέση  που  είναι  σήμερα  η  Τρίπολη  υπήρχε  μόνο  ένας  στρατώνας  και  μερικά  χάνια, στα  οποία  διανυκτέρευαν  στρατοκόποι  και  πραματευτάδες  έμποροι, κυρίως  Εβραίοι  και  Βενετοί  που  κυριολεκτικά  αλώνιζαν  το  Μοριά.

Στα  χάνια  αυτά  δεν  υπήρχε  κατάλληλο  μέρος  για  να  φιλοξενηθεί  ο  Σουλτάνος, και  γι’ αυτό κατέλυσε  στου  Θάνα, γιατί  εκεί υπήρχαν  αρκετές  ανέσεις  γι’ αυτόν  και  την  ακολουθία  του. Στου  Θάνα  τότε  υπήρχε  και  τζαμί  και  μάλιστα  αρκετά  μεγάλο  όπως  μαρτυρούν  τα  ερείπια  που  σώζονται. Η  ύπαρξη  του  τζαμιού  αυτού  ίσως  να  αποτελεί  απόδειξη  ότι  από  την  εποχή     των  Φράγκων  και  του  Τουραχάν  είχαν  εγκατασταθεί  Τούρκοι  μισθοφόροι  που 

 εκμεταλλεύονταν  τα  πλούσια  κτήματα  της  Τεγέας, και  είχαν  αποκτήσει  πολύ  πλούτο  και  αρχοντική  ζωή.

Κατά  την  εγκατάσταση  των  Τούρκων  στου  Θάνα  και  την  καταστροφή  τη πόλης  του  Νίκλι  από  τον  Ασάνη  Παλαιολόγο, οι  Έλληνες  κάτοικοι  των  περιοχών  αυτών  κατέφυγαν  στα  απρόσιτα  του             Ταΰγετου  και  στο  εσωτερικό  της  Μάνης, όπου  δημιούργησαν  τη  τάξη  των  μετέπειτα  «Νικλιανών». Μετά  όμως  από  το  1478  οπότε  οι  Μελισσηνοί  επαναστάτησαν  στη  Μεσσηνία  μαζί  με  άλλους  επιζήσαντες  Πελοποννήσιους  στρατιωτικούς, που  υπηρετούσαν  στο  στρατό  της  Αυτοκρατορίας, επέστρεψαν  στη  Πελ/σο, και  δημιουργήθησαν  οικογένειες  επαναστατών. Τότε  εμφανίστηκαν  και  τα  πρώτα  ένοπλα  σώματα  στα  βουνά  της  Πελ/σου.


Την  εποχή  λοιπόν  αυτή  χτίστηκαν  στη  Τρίπολη  στρατώνες, Καζάρμες, και  Κονάκι  για  τον  τοποτηρητή, και  περισσότερα  χάνια, ενώ  σιγά  σιγά  άρχισαν  να  κατοικούν  και  πολίτες  από  διάφορα  μέρη  της            αυτοκρατορίας,    και  έτσι  δημιουργήθηκε  μια  αξιόλογη  πόλη  με  κίνηση  και  δράση. Η  σημερινή  επομένως  πόλη  καμία  σχέση  δεν  έχει  με  αυτήν  που  αναφέρει  ο 

Παυσανίας  στα   «Αρκαδικά», γιατί  και  αυτής  ακόμα  η  θέση  δεν  μας  είναι  γνωστή.  Έτσι  άρχισε  να  ακμάζει  όχι  μόνο  ως  εμπορικό  αλλά  και  ως  στρατιωτικό  κέντρο  από  το  1680  οπότε     μεταφέρθηκε  από  το  Ναύπλιο  και  η  έδρα  του  Τούρκου  διοικητή, του  Μόρα  Βαλεσή.

Όμως  η  κυρίως  ακμή  της  είναι  μετά  τις  σφαγές  του  1770  οπότε  εξαιτίας  της  ανταρσίας  των  Αλβανών  και  των  μεγάλων  καταπιέσεων  στην  ύπαιθρο, ο  μεγαλύτερος  πληθυσμός  συγκεντρώθηκε  στην  πόλη.  Μεγάλη  ώθηση  στη         βιοτεχνία  και  το  εμπόριο  την  έλαβε  τα  έτη  1807 -1808, όταν  διοικητής  ήταν  ο  Βελή  πασάς, γιος  του  Αλή  πασά  των  Ιωαννίνων. Με  την  άφιξή  του  στην  Τρίπολη  τον  ακολούθησαν, κατά  διαταγή  του  Αλή  πασά, πολλοί  τεχνίτες, χρυσοχόοι, σιδηρουργοί, σαγματοποιοί  κλπ. Ο  Βελής  προσέλαβε  για  οικονομικό  του  σύμβουλο  και  τον  άρχοντα  του  Μοριά  Σωτηράκη  Λόντο  από  τη  Βοστίτσα, ο  οποίος  ήταν  τότε  πραγματικός  Μοραγιάννης. Έτσι  οι  χριστιανοί  που  κατοικούσαν  στην  Τριπολιτσά, βρήκαν  κάποια  ασφάλεια  και  τάξη  και  δούλευαν  λίαν  αποδοτικά. Ο  Βελής, ακολουθώντας  συμβουλή  του  πατέρα  του, ο  οποίος  ήδη  προετοίμαζε  επανάσταση  κατά  του  Σουλτάνου, προστάτευε  και  κολάκευε  τους  εμπόρους  και  το  λαό, αλλά  και  όσους  από  τους  κλέφτες, τους  λεγόμενους  «Χαΐνιδες» δέχονταν  να  τον  υπηρετήσουν.

Όταν  αργότερα  ο  Χουρσίτ  έγινε  διοικητής  Πελ/σου  στη  Τρίπολη, βρήκε  μια  πόλη  πλούσια  και  ανθηρή, και  ουδέποτε  πίστευε  ότι  αυτή  η  πόλη  θα  επαναστατούσε. 

   Tα βυρσοδεψεία ή ταμπάκικα (debag hane) που ο Πουκεβίλ περιγράφει λεπτομερώς το 1800 ήταν η πιο ακμαία βιοτεχνία της πόλης ήδη πριν το 1685. O φόρος που απέδιδαν τα βυρσοδεψεία της πόλης ήταν πολύ μεγάλος αναλογικά με τον πληθυσμό της καθώς την περίοδο εκείνη (1700-1715) μόνον τα ταμπάκικα της Πάτρας, του Nαυπλίου και του Mυστρά  απέδιδαν μεγαλύτερη φορολογική πρόσοδο. Στην πόλη επίσης λειτουργεί από τότε και Σφαγείο (beccarie).

H παρουσία Eβραίων στην πόλη (μνεία 5 οικογενειών το 1699, είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι Eβραίοι ακολούθησαν τους Tούρκους στην έξοδό τους από το Mωριά το 1685-87) χωρίς να ασχολούνται  με   γεωργικές  εργασίες,  οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στην Tριπολιτσά υπάρχει μια κοινωνία εμπόρων, χρηματιστών και τεχνιτών (καταμερισμός εργασίας). Άλλωστε, ονομαστικοί κατάλογοι των κατοίκων της Tριπολιτσάς που σώζονται σε διάφορα κατάστιχα (από το 1688 και εξής) δείχνουν ότι πολλοί έφεραν διάφορα επαγγελματικά επώνυμα.

Την  Τρίπολη  ο  Κολοκοτρώνης  την  είχε  επισημάνει  πριν  την  επανάσταση,  γι’ αυτό  και  άρχισε  να  συγκεντρώνει  και  να  συγκροτεί  στρατόπεδα  πέριξ  της 

πόλεως,  ώστε  να  επιτεθεί  και  να  την  καταλάβει  με  οποιαδήποτε  θυσία.  Σκοπός  του       ήταν  να  γίνει  κύριος  όλου  του  πλούτου  των  Οθωμανών  και  όλων  των  όπλων  που  βρίσκονταν  μέσα  στην  πόλη. Εκτός  αυτών  πολύ  σωστά  ήλπιζε  ότι  η  άλωση  της  Τριπολιτσάς  θα  είχε  μεγάλη  απήχηση  και  θα  συνέβαλε  πολύ  στην  επιτυχία  του  αγώνα.

ΘΑΝΑΣΗΣ  Β. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ  ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ – ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

mygdalia.blogspot.gr

.

(ΧΙΜ)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.