Γράφει ο Αθ. Π. Στρίκος, ταξίαρχος ε.α., εκπαιδευτικός

                                     Η μοναδική λέξη θνητός

                                                          (Ένα έκτακτο μάθημα γλώσσας)

     Είπεν ο φίλος πάλι:

Θνητός.

Όμορφη λέξη, αντιπροσωπευτική. Για να μην ξεχνάμε κιόλας εμείς οι άνθρωποι ότι είμαστε θνητοί. Λέξη κι εκείνο που δηλώνει ένα. Αντίθετα οποιαδήποτε άλλη δεν θα απέδιδε. Όπως άλλωστε δεν αποδίδει τόσο καλά και η λέξη άνθρωπος. (Μ’ αυτή θα ασχοληθούμε άλλη φορά). Και ωραία η λέξη θνητός.

     Βέβαια όλα θνητά είναι πάνω στη γη. Όλα πεθαίνουν και μόνον ό,τι δεν γεννήθηκε δεν θα πεθάνει. Κι ο Ταΰγετος κάποτε δεν υπήρχε και κάποτε θα σβήσει. Κι ας λέει το δημοτικό τραγούδι

«καλότυχά ’ναι τα βουνά καλότυχοι κι κάμποι/ που χάρο δεν ακαρτερούν φονιά δεν περιμένουν».

Και η Γη ολόκληρη κάποια στιγμή θα εξαφανιστεί.

Όλα λοιπόν είναι θνητά.

Η διαφορά έγκειται στο ότι δεν το ξέρουν. Δεν έχουν συνείδηση του θανάτου τους. Ενώ ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που έχει συνείδηση πως είναι θνητός. Κι επειδή δεν το ξέρουν δεν ισχύει κιόλας να ειπείς και τα άλλα, πλην του ανθρώπου, θνητά κι ας πεθαίνουν. Για τον άνθρωπο λοιπόν το θνητός ταιριάζει απόλυτα. Ίσως για το μόνο που ταιριάζει. Ή καλύτερα χωρίς το ίσως. Ο άνθρωπος μόνον είναι ο μόνος θνητός με την έννοια ότι είναι και ό μόνος που το γνωρίζει αυτό, το εννοεί. Κι αν κάτι δεν το εννοείς δεν το χάνεις ποτέ. Ενώ ο άνθρωπος τελεί εν γνώσει αυτής την απώλειας. Την λέξη επομένως θνητός μπορούμε μόνον επί ανθρώπων ζώντων να χρησιμοποιήσουμε. Κι αυτό το επισημαίνουν τα πολύ καλά λεξικά.

     Και για τον άνθρωπο μόνον λέμε ότι πεθαίνει (αποθνήσκει), όχι τα ζώα. Τα ζώα ψοφάνε. Άλλο εάν εμείς σήμερα μέσα στην υποκρισία, την ανειλικρίνεια και τη σκοτούρα μας λέμε για το σκύλο π.χ. ότι πέθανε. Κι έχουμε και νεκροταφεία σκύλων και κάνουμε και μνημόσυνα. Όλα για να καλύψουμε τον τύφο μας και την ανεπάρκειά μας. Ο σκύλος πάντως δεν πεθαίνει, ψοφάει. Κι ας με συγχωρέσουν οι λεγόμενοι ζωόφιλοι.

     Ακόμα και ως λέξη ο θνητός δεν υπάρχει σε καμμία από τις συγγενεύουσες με την ελληνική γλώσσες. Όπως και ο θάνατος και το θανεῖν. Επομένως, για όλους αυτούς τους λόγους, τους οποίους θεωρώ πολύ σοβαρούς, αντί για άνθρωποι καλύτερα θα ήταν να λεγόμαστε θνητοί. Θα είχαμε συνείδηση αυτού που είμαστε. Μου ταιριάζει ο χαρακτηρισμός θνητός παρά να λέμε άνθρωπος, ως πολύ πιο καίριος και εύστοχος που αποδίδει νοηματικά. Με την έννοια ότι παίρνει νόημα και η ζωή, η ύπαρξη, αφού η ζωή η ίδια είναι θνητή. Δείχνει δηλαδή ότι κάτι τελειώνει και δεν είναι εσαεί. Υπάρχω = αρχή και τέλος. Και ζωή δίχως θάνατο δεν υπάρχει.

     Κι απορεί κανείς ποιος δημιούργησε αυτή τη γλώσσα, πότε και πώς.

Ποιός δημιούργησε τον κόσμο εν τέλει.

Μα ο Θεός θα ειπεί κάποιος.

Και θυμήθηκα ένα αστείο που το φυτεύω εδώ για ν’ αλαφρώσουμε λίγο το λόγο από τα κάπως βαριά που έπεσαν ήδη.

     Ένας άνθρωπος γιγαντόσωμος και αγριωπός έβριζε και βλαστημούσε το Θεό. Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά του ένας μικρόσωμος και ταλαίπωρος κι άρχισε να τον παρατηρεί επειδή βλαστημούσε. Κι ο γίγαντας του λέει: εσύ ποιος είσαι; τί σε κόφτει αν εγώ βρίζω το Θεό και γιατί μου κάνεις παρατηρήσεις; Εγώ, απαντά ο άλλος, είμαι ο Θεός. Και ο γίγαντας: να σου ειπώ. Για Θεός δε μοιάζεις, δεν μου φαίνεσαι ότι είσαι Θεός. Για ημίθεος όμως καλός είσαι. (Άλλο αχώριστο πρώτο συνθετικό λέξεων το ημί.)

     Και μετά το ανέκδοτο –κάνει κάτι τέτοια ο φίλος για να ανανεώνει το ενδιαφέρον και την προσοχή εν όψει των όσων θα ακολουθήσουν σαν το Σωκράτη- συνέχισε: Όμως ενώ είμαστε θνητοί και το ξέρουμε εν τούτοις το ξεχνάμε. Για να μην πούμε ότι νομίζουμε πως είμαστε αθάνατοι. Ενώ αθάνατοι για τους αρχαίους Έλληνες ήσαν μόνον οι θεοί. Σπουδαία λοιπόν η λέξη θνητός. Μεγάλη και μοναδική. Και σκέφτομαι ότι μια ωραία ασχολία θα ήταν να καθίσει κάποιος να βρει και να καταγράψει αυτές τις βαρύνουσες και αντιπροσωπευτικές στη ζωή λέξεις. Όπως, άλλη μεγάλη λέξη, η θάλασσα, ο ουρανός. Καμμία γλώσσα δεν έχει τη μεγαλοπρέπεια που έχει η ελληνική. Και τούτο δεν λέγεται από σωβινισμό και ας μην σπεύσει κανείς να ειρωνευτεί, να παρεξηγήσει.

Θα.λα.σσα. Θα.λα.ττα.

     ΘΑΛΑΣΣΑΝα: Στις άλλες γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά…) η λέξη που αποδίδουν τη θάλασσα δεν λέει τίποτα απολύτως. Η ελληνική όμως; Θα.λα.σσα. Θα.λα.ττα. τρία άλφα. Και πόσο απλά! Με τα τρία άλφα νοιώθεις τη λέξη, την αισθάνεσαι. Σε κλείνει μέσα της ολόκληρον. Και με το ταυ (θα.λα.ττα) γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή. Αναντικατάστατη κι αυτή. Τόσο που νομίζεις ότι πρώτα έγινε η λέξη και μετά το πράγμα. ΘΑΛΑΣΣΑ2Ορισμένες λέξεις ζωγραφίζουν από μόνες τους, αναπαραστούν. Είναι ολόκληρες νοητικές εποπτείες, νοητικές παραστάσεις. Αυτό έκανε (κάνει) μερικούς να λένε ότι δεν την έφτιαξαν άνθρωποι αυτή τη γλώσσα αλλά κάποιος θεός. Τους δικαιολογώ, τους συμμερίζομαι, τους αντιλαμβάνομαι, γιατί έρχονται στιγμές που το ίδιο λέω κι εγώ και προπαντός απορώ.

     Να μπορούσε λοιπόν κάποιος να τις μαζέψει αυτές τις λέξεις, να τις σχολιάσει, να τις παραστήσει. Από τον Όμηρο να ’ρθει δώθε. Γιατί ο Όμηρος έχει μεγάλες λέξεις, θαυμαστά πράγματα. Κι απορείς πώς έγιναν και μάλιστα στο ξεκίνημα της γλώσσας μας. Και τί να μην κάμνεις μ’ αυτή τη σπουδαία γλώσσα! Η οποία εκτός των άλλων σε παρηγορεί. Και η ενασχόληση μ’ αυτή, η παρέα της δίνει νόημα στη ζωή. Κι εγώ τώρα τα λέω αυτά για να παρηγορηθώ. Να πάρω δύναμη να βγω πέρα.

     Άλλωστε μερικές λέξεις είναι τόσο δυνατές που ξεσηκώνουν την ψυχή. Κι απορείς -θα το ξαναπούμε- πώς γινήκανε. Το να κάνεις κάτι με τα χέρια, τραβάς από δω, τραβάς από κει, παλεύεις, πελεκάς, αποτυγχάνεις, το φτιάχνεις όμως. Χοντροκομμένο στην αρχή, αλλά τελικά πετυχαίνεις. Όχι πως κι αυτό είναι εύκολο, αφού τίποτα δεν είναι εύκολο. Αλλά το παιχνίδισμα του λόγου μέσα στο εγκέφαλο του ανθρώπου να ζωγραφίζει τα πράγματα με το λόγο σ’ αφήνουν άφωνο. Ασύγκριτη γλώσσα! Βρίσκει κάτι λέξεις όπως για παράδειγμα η λέξη μοίρα, ειμαρμένη (μείρομαι), πεπρωμένο κτλ, κτλ και λες : μα πώς είναι δυνατόν!

Το τεθνεώς όμως απογειώνει, πάει στον ουρανό.

     Πολύπλοκα σχήματα του λόγου οι λέξεις. Παράξενο εργαλείο ο εγκέφαλος. Είναι απασχολημένο το μυαλό ή αγκιστρωμένο και απαγκιστρώνεται; Με την κατάλληλη λειτουργία του εγκεφάλου μπορούν όλα να λειτουργήσουν, να πάρουν ένα δρόμο.

     Ή το ʺκόλποʺ του αναδιπλασιασμού. Ο παρακείμενος για τον οποίον μιλήσαμε κι άλλη φορά, που δεν υπάρχει σε καμμία γλώσσα. Απορείς πώς γίνανε και αποδίδουν τόσο τέλεια. Και για να επανέλθουμε στο θνητός άλλο να ειπείς ο πεθαμένος κι άλλο ο τεθνεώς. Ξεφεύγει απ’ τα ανθρώπινα και δεν είναι λέξη πια αυτό το τεθνεώς αλλά ιδέα. Πεθαμένος ίσον χώμα, σκουλήκια, ʺὀστέα γεγυμνωμέναʺ. Το τεθνεώς όμως απογειώνει, πάει στον ουρανό. Οι λέξεις παύουν να είναι λέξεις και γίνονται έννοιες. Και το τεθνεώς πια δεν αντιπροσωπεύει το σώμα που βάζουμε στο χώμα αλλά την ψυχή που αχνίζει. Γίνεται οπτασία. Μια λέξη μπορεί να λέει πολλά. Και κάποτε η ιστορία μιας μόνο είναι μεγαλύτερη από την ιστορία μιας εκστρατείας, όπως προσφυώς λέγεται. Τούτη όμως η λέξη, θνητός, λέει τα πάντα. Αρκεί νάχουμε αυτιά ν’ ακούμε και ψυχή να τη νιώθουμε βαθειά μέσα μας. Αυτή δίνει νόημα στη ζωή. Σε ξυπνάει. Συνειδητοποιείς την κατάσταση και παύεις να πετάς στα σύννεφα ή εκεί που πετάς εκεί σε προσγειώνει.

     Κι αυτά από ανθρώπους που δεν έβγαλαν μήτε σχολεία, ούτε νόμους γραμματικής είχαν, ούτε ειδικούς δασκάλους και γλωσσολόγους, ούτε πανεπιστήμια, πτυχία, μεταπτυχιακά και διδακτορικά, ούτε τίποτα. Αυτά να λύσουν οι γλωσσολόγοι και εδώ πάνω να δουλέψουν και ν’ αναλύσουν.

…απ’ το 300π.Χ μέχρι το 300μ.Χ ήταν διεθνής γλώσσα

     Την 6.8.17 άκουγα μια εκπομπή στο δίαυλο της βουλής. Καλεσμένοι της κυρίας Ματρώνης Δικαιάκου ο γλωσσολόγος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Χαραλαμπάκης και ο κ. Καζάζης. «Κορυφαία η ελληνική γλώσσα» είπε ο γλωσσολόγος. «Η σημαντικότερη, η σπουδαιότερη των γλωσσών. Γιατί όμως αναρωτήθηκε, είναι η σημαντικότερη; Διότι, υπάρχουν είπε γι’ αυτό πέντε λόγοι» και τους ανέφερε: πρώτον γιατί είναι η αρχαιότερη. Μιλιέται τέσσερεις χιλιάδες χρόνια τώρα. Δεύτερον, γιατί σ’ αυτήν γράφτηκαν τα Ομηρικά έπη. Τρίτον γιατί έδωσε αθάνατα έργα στη φιλοσοφία, το θέατρο, την τραγωδία, την ιστορία κτλ. Τέταρτον γιατί σ’ αυτήν γραφτήκανε τα Ευαγγέλια και πέμπτον, γιατί απ’ το 300π.Χ μέχρι το 300μ.Χ ήταν διεθνής γλώσσα όπως σήμερα η αγγλική.

     Ομολογώ πως δεν μου άρεσε καθόλου η απάντηση στο ερώτημα που ο ίδιος έθεσε. Κοινά πράγματα, χιλιοειπωμένα. Που ο καθένας μπορεί να ειπεί και μάλιστα να βρεί πολύ περισσότερα. Που δηλώνουν ότι δεν έψαξαν, δεν αγωνίστηκαν, δεν πάλεψαν οι γλωσσολόγοι να βρουν κάτι παραπάνω. Να δώσουν απάντηση γιατί η ελληνική έχει αυτή τη μεγαλοπρέπεια, την αισθητική ομορφιά. Διότι εδώ είναι η υπεροχή της ελληνικής και σ’ αυτά ν’ απαντήσουν. Αλλά θα ειπείς: τί να σου κάνουν κι αυτοί; άνθρωποι είναι. Τί φταίνε;

Τεθνεώτες λοιπόν.

Και θυμήθηκα τον σοφόν της αρχαίας Ελλάδος, Κλεόβουλον τον Ρόδιον. Και τί εγράφη γι’ αυτόν πάνω στον τάφο του, όπως σώζει ό Διογένης ο Λαέρτιος.

«Ἄνδρα σοφὸν Κλεόβουλον ἀποφθίμενον καταπενθεῖ ἥδε πάτρα Λίνδος πόντῳ ἀγαλλομένῃ»

(Τον σοφόν άνδρα Κλεόβουλον αποθνήσκοντα καταπενθεί αυτή εδώ η πατρίδα του η Λίνδος που αγάλλεται εν μέσω της θαλλάσης). Μεγάλη μετοχή το αποφθίμενον (αποφθίνω= απόλλυμαι, εκλείπω). Θα μπορούσε να είναι και απολλύμενον (απόλλυμι) αντί αποφθίμενον. Δηλαδή εξαφανίστηκε, έφυγε. Όπως και η μετοχή αγαλλομένη. Υπάρχουν άλλωστε πολλές μετοχές που δεν πάει ο νους μας στο σώμα αλλά κάπου αλλού. Κι αυτό όπως είπαμε το κάνει ο παρακείμενος, ο αναδιπλασιασμός. Εδώ να συμπληρώσουμε μόνον ότι και οι σπουδαίοι, οι αληθινοί άνθρωποι, φεύγουν βέβαια κι αυτοί όπως όλοι, αλλά αφήνουν πίσω τους κάτι. Μένει κάτι απ’ το μυαλό τους, την ψυχή τους που πλανιέται. Και τους ίδιους τους θυμούνται βέβαια οι δικοί τους, αλλά και η δική μου ψυχή θέλει κάτι πιο πέρα.

«Οὐδεὶς έστὶν ἀφ’ ἑαυτοῦ», λέει ο φίλος.

Κανένας δηλαδή από μόνος του. Όλοι δεμένοι στην ίδια αλυσίδα. Μπορεί να νομίζουμε ότι είμαστε μόνοι, αυθύπαρκτοι, αλλά είμαστε δεμένοι σ’ ένα περιβάλλον. Τίποτα μόνο του ξεχωριστό. Το εγώ είμαι και τίποτ’ άλλο δεν ισχύει. Δεν υπάρχω αν δεν υπάρχουν κι όλοι οι άλλοι κι όλα τα άλλα γύρω μου. Και φεύγοντας θα χαθώ μέσα σε όλα και θα ανήκω πάλι μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον. Έτσι μόνον δικαιολογείται η αθανασία της ψυχής. Το έγινα μ’ ένα φύσημα δεν ικανοποιεί ούτε δίδει απάντηση. Δεν μπορώ λοιπόν να φανταστώ ότι είμαι ξεχωριστός. Αντίθετα είμαστε όλοι ένα κι αυτό είναι το μεγάλο λαχείο. Λαγχάνω άλλο μεγάλο ρήμα. Αυτό κι αν είναι λαχείο!

     Σ’ αυτά θέλω να απαντήσουν οι γλωσσολόγοι. Γιατί στις λέξεις της γλώσσας εμπεριέχεται βαθιά φιλοσοφία κι όχι να αραδιάζουν κοινότυπα, πεπερασμένα. Κι εδώ φαίνεται πως η απάντηση βρίσκεται στο μεγαλείο της ελληνικής φύσης. Αυτή, όπως φτιάχνει το πρόσωπο του Έλληνα διαφορετικό απ’ του Κινέζου ή του Σουηδού, διαμορφώνει και τα συναισθήματα. Και ο Σουηδός έχει άλλη ψυχολογία.

     Έχει λοιπόν τη μεγαλοπρέπεια η ελληνική, τη μοναδικότητα, γιατί έγινε εδώ. Τη λέξη θάλασσα, μου φαίνεται, δεν θα μπορούσε να την ειπεί κανένας άλλος και δεν την είπε. Ή τη λέξη ουρανός. Κι αν την είπε άλλα πράγματα φέρνει ο ουρανός στο μυαλό του Άγγλου κι άλλα στον Έλληνα, όπως φωτεινότητα, λαμπρότητα, απέραντο γαλάζιο που δεν φέρνει στον Άγγλο. Το ίδιο και η λέξη θνητός. Ή ο Κινέζος δεν θα μπορούσε ποτέ να ειπεί ντιρλαντά ντιρλά νταντά.

Κι αυτά όλα ξεκινούν απ’ τη φύση.

Αυτή δημιουργεί τα συναισθήματα, τους θεούς, τους ανθρώπους. Κι αυτό το ντιρλαντά ά.ά.ά είναι η θά.λα.σσα. Τα ίδια τα στοιχεία της φύσης διαμορφώνουν κρίσεις, συναισθήματα. Και λέει ο στοχαστής Φ. Βαρέλης:

«Όπως ο άνθρωπος παίρνει απ’ τα υλικά της φύσης, το σιτάρι, τα χόρτα, το κρέας κι ένα σωρό στοιχεία για να χτίσει το σώμα, τα κόκκαλα, τα νεύρα, τα μάτια, τις τρίχες, παίρνει και για τη θροφή της ψυχής του απ’ την ψυχή της φύσης. Απ’ τις τρικυμίες δηλαδή, τις γαλήνες, τους αέρηδες, το φως, τη δροσιά, τη μάνητα».

Κάπως έτσι πρέπει νά ’γινε και η ελληνική γλώσσα.

Μπορεί βέβαια να μην είναι έτσι, όμως οι ειδικοί ας ψάξουν. Ας προσπαθήσουν να εξεύρουν κάτι πέραν των τετριμμένων. Που δεν απαντούν στο γιατί η ελληνική είναι τόσο ωραία. Το κάλλος της δηλαδή, τη λυγεράδα της ν’ αγωνιστούν ν’ αναδείξουν. Γιατί αν ο Παρθενώνας είναι απόλυτης υπεροχής στον τομέα της αρχιτεκτονικής και στο συνδυασμό αρχιτεκτονικής με γλυπτική και ζωγραφική, η Αφροδίτη της Μήλου ή ο Ερμής του Πραξιτέλη κι άλλα πολλά στη γλυπτική, τα Ομηρικά έπη, οι τραγωδίες, η φιλοσοφία, η ιστορία που έγραψαν οι αρχαίοι, φανταστείτε πόσο ανυπέρβλητη είναι η γλώσσα στην οποίαν αυτοί όλοι εκφράστηκαν. Και απορεί κανείς πώς έγινε αυτή η γλώσσα. Και θα είναι αυτός ο αγώνας από μόνος του μια απάντηση. Σαν μια άσκηση δύσκολη, που ο ανήσυχος και φιλότιμος μαθητής προσπαθεί να λύσει παλεύοντας, σβήνοντας, σκίζοντας. Και βλέπεις τους συλλογισμούς, τον αγώνα του και την πορεία του. Κι είναι τούτο από μόνο του μια λύση. Ο δρόμος δηλαδή και η αγωνία του ν’ απαντήσει. Και οι γλωσσολόγοι ας μη βρουν τίποτα. Ας δοκιμάσουν όμως στα δύσκολα. Να αναμετρηθούν με τα δύσκολα. Κι αυτό θα είναι μια απάντηση στο γιατί η ελληνική γλώσσα είναι η σπουδαιότερη, αφού το μεγαλείο της είναι ποιοτικό κι όχι απαρίθμηση διαπιστώσεων που τις βλέπουν και τις κάνουν όλοι.

     Και δεν κρύβω πως θα ήθελα αντί για άνθρωποι να λεγόμαστε θνητοί. Θα είχαμε τουλάχιστον συνείδηση αυτού που είμαστε, όπως οι πρόγονοί μας, γιατί τώρα δεν έχουμε. Κι απ’ αυτό προέρχονται όλα τα κακά.

Σημ. Η λέξη έκτακτο (εκ+τάξη) στον υπότιτλο να διαβαστεί με τη διπλή έννοια. Και αναπάντεχο-απρόσμενο και εξαιρετικό. Έτσι το είδα.

(XIM)

                


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τη μεγαλύτερη θητεία ως πρόεδρος του Συνδέσμου Σερβαίων έκανε ο γιατρός Ιωάννης Δ. Δημόπουλος. Συνολικά χρημάτισε πρόεδρος 21 χρόνια (1936-1953, 1956 και 1962-1964). Επί προεδρίας του χτίστηκε το σχολείο στο χωριό, συνεχίστηκε το χτίσιμο της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου και έγινε η διάνοιξη του δρόμου για αυτοκίνητα από το Αγιώργη Σαρά μέχρι το χωριό.