0 εθνικός παλμός που δονεί τις καρδιές των Ελλήνων για λευτεριά βρίσκει την έκφραση και αποκορύφωμά του σε μια τάξη φιλελεύθερων Μωραϊτών. Είναι η κλεφτουριά και η αρματαλωσύνη με τα περίφημα λημέρια κει στα κορφοβούνια, στις σπηλιές και τις λαγκαδιές των αρκαδικών βουνών που με το τραγούδι και την παλληκαριά, κρατούν το Έθνος ξύπνιο.
Ονομαστοί κλεφτοκαπεταναίοι εκτός από τους Κολοκοτρωναίους και τους Πλαπουταίους στην περιφέρεια ήταν:
Ο καπετάν Διάκος ο Παλουμπιώτης και ο Γιαννιάς από την Παλούμπα, ο περίφημος Κόλλιας ο Βυτινιώτης από τη Βυτίνα, ο Μαντάς από το Αρκουδόρεμα, οι Παναγουλαίοι από το Βαλτεσινίκο, ο ξακουστός για την παλληκαριά του Θανασάς από του Ράφτη που για λόγους τιμής σκότωσε τον Τούρκο αγά και ανάμεσα σ’ αυτούς, που η τοπική παράδοση τον θέλει δικό της, ο κλέφτης Δήμος από τους Αράπηδες.
Ο Δήμος του τραγουδιού που ’χε το γιατάκι του στα Πέντε Αλώνια της γειτονικής Αράχωβας στη θέση «Βουνό» — «Μαρτιάκο» αγνάντιο στο χωριό του και που τους μαύρους εκείνους χρόνους ως φαίνεται προ του 1806, σαν ήρθε κάποια στιγμή βλέποντας το σπίτι του να καίγεται θρηνεί το τραγικό τέλος της οικογένειάς του, η λαϊκή μούσα εξυμνεί τα διαδραματιζόμενα με τους ζωντανούς στίχους στο στόμα του λαού:
Μαράθηκαν τα δέντρα κι όλα τα κλαριά.
Μαράθηκε κι ο Δήμος από τα κλάματα.
Βγαίνει στα πέντ’ αλώνια κι αγνάντιο στο χωριό.
Βλέπει φωτιά στο σπίτι, φωτιά στα πράματα.
Και η μάνα του του λέει και τον παρηγορεί.
— Μην κλαις παιδί μου Δήμο μην πικραίνεσαι.
Και ’γω σου φτιάχνω σπίτια, πύργους γυάλινους.
Αν όπως τόσων άλλων άγνωστων κλεφτών, σκοτεινό παραμένει το τέλος της ζωής του κλέφτη Δήμου που αναφέρει η παράδοση και υμνεί ο ιστορικός συγγραφέας Τ. Γριτσόπουλος, απεικονίζοντας το μεγαλείο της κλέφτικης ζωής, ο λαός ακούοντας τις πονεμένες στροφές και παθητικές υμνωδίες του λαϊκού τραγουδιού, που αποθανατίζει το σημαντικό γεγονός, ξαναζεί το μεγαλείο της ηρωικής μορφής, του περίφημου κλέφτη Δήμου.
Με τις διακυμάνσεις της ζωής των κλεφτών, στο κύλισμα των χρόνων, φθάνουμε στα χρόνια του χαλασμού της Μωραίτικης κλεφτουριάς.
Οι ανυπότακτοι κλέφτες έχουν πληθύνει επικίνδυνα, φτάνουν στο Μόριά τις 3.000 και πρέπει να εξοντωθούν.
Ένα φιρμάνι σουλτανικό συνοδευόμενο με πατριαρχικό αφορεστικό, φτάνει στον πασά της Τριπολιτσιάς:
«Ή τα κεφάλια των κλεφτών ή τα κεφάλια των κοτζαμπάσηδων και προεστών!».
Γενάρης 1806. Ο διωγμός εξαπολύεται φοβερός, άγριος, αμείλικτος.
Θρήνος, θανατικό, απλώνεται παντού. Θάνατος στους κλέφτες και κείνους που τους αποκρύπτουν.
Είναι τα χρόνια που η Πελοπόννησος ονομάστηκε «κατακαϋμένος Μοριάς».
Ο Κολοκοτρώνης που περιφέρεται στ’ Αρκαδικά βουνά διαισθάνεται βαθύτατα τον κίνδυνο που επικρέμεται, μαζεύει τα παλληκάρια του και τους ανακοινώνει να μοιραστούν σ’ ομάδες και να φύγουν για τη Ζάκυνθο.
Παιδιά μου να χωρίσουμε να γίνουμε μπουλούκια.
Σύρτε άλλοι στην Αρκαδιά κι άλλοι κατά τον κάμπο.
Να βρήτε φίλους μας παλιούς, να βρήτε και κουμπάρους.
Κι εγώ θα πάω στη Ζάκυνθο, να σμίξω με τους Φράγκους.
'Οσο να ξεπεράσουμε το φετινό χειμώνα.
Κι απέ σαν πάρει η Άνοιξη και λιώσουν τα χιόνια,
εδώ θα ξανασμίξουμε»...
Και τράβηξαν τα μπουλούκια το καθένα για λογαριασμό του.
Ο Κολοκοτρώνης, όπως γράφει ο ίδιος, πήγε κατά το Πυργάκι για να βρει καταφύγιο σε τόπο γνώριμο. Αλλά και κει προδόθηκε από το φίλο του Παρασκευά και κυνηγημένος μέσα στα χιόνια, η πείνα είν’ αβάσταχτη, με εφτά άλλους συντρόφους, φτάνει στην «Κλινίτσα» βουνό του Ζυγοβιστίου.
Ο αδελφός του ο Γιάννης, που δεν άκουε τις συμβουλές του Γέρου, μαζί με τον πρωτοξάδερφό του Γιώργα, τον περίφημο κλέφτη Γιώργο της Τριφυλίας και άλλους τέσσερις, τραβούν κατά το μοναστήρι της Αιμυαλούς να βρουν ψωμί κι ασφάλεια.
Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμυαλούς τ’ αμπέλια.
Από ‘μακριά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε:
Για κρύψε μας καλόγερε, κρύψε μας Μπουραζιέρη.
Ψωμί, κρασί για φέρε μας, τ’ είμαστε κουρασμένοι.
Κι αυτός πάει και τους έκρυψε σ’ ένα λινό στ’ αμπέλι.
—Καθήστε λίγο βρε παιδιά και πάγω να σας φέρω.
—Κοίτα καλά καλόγερε να μη μας μαρτυρήσεις,
σου κόβει ο Γιώργος τα μαλλιά κι ο Γιάννης το κεφάλι.
Κι αυτός, πάει και τους πρόδωσε!
Ληνός Κολοκοτρωναίων |
Στο κλίμα φόβου που επικρατεί, οι γύρω κάτοικοι Δημητσάνας και Ζυγοβιστιού με τη σύμφωνη γνώμη των προεστών κινούνται προς το μοναστήρι, ρίχνοντας από μακριά προειδοποηιτικά πυρά.
Μα οι κλέφτες δεν νοούν να φύγουν.
Τους πλησιάζουν τότε από κοντά και κείνοι ζωσμένοι τ’ άρματα, δεν παραδίνονται.
Τους ρίχνουν τότε τειάφι στις κλιματόβεργες του λινού και τότε οι κλέφτες ζωσμένοι σε πύρινες φλόγες μέσα από καπνούς με τα σπαθιά στο χέρι ορμούν να φύγουν, αλλά φονεύονται όλοι!
Διαδραματίστηκε έτσι στον ιστορικό Λινό, ένα από τα συγκινητικότερα επεισόδια του φιλελεύθερου βίου των κλεφτών και ο μοχθηρός καλόγερος έγινε η αιτία ο άσημος Λινός ν’ αποτελεί ένα από τα ιστορικά μνημεία στο Γορτυνιακό χώρο.
Ο Κολοκοτρώνης, που από την Κλινίτσα άκουσε τις ομοβροντίες, αντιλήφτηκε το κακό που γίνηκε και πικραμένος, ξεγλίστρησε από ένα κρυφό μονοπάτι και τράβηξε για την Παλούμπα, για ναβρει καταφύγιο στους φίλους και συγγενείς του Πλαπουταίους.
Βρήκε το Γιωργάκη στη στάνη και τον στέλνει στη Ζάτουνα να πάρει πληροφορίες και κείνος του φέρνει πικρό μαντάτο πως διαταγή στάλθηκε στα χωριά Παλούμπα, Ψάρι, Σέρβου κ.λπ., πως να σκοτώσουν τον Κολοκοτρώνη και θά ’χουν τόσους χρόνους ασύδοτοι.
Και αν δεν τον σκοτώσουν, θα τους περάσουν όλους από το σπαθί.
Ο έμπιστος Γιωργάκης, καθώς γράφει στα απομνημονεύματά, του ο Δεληγιάννης, τον έκρυψε με άκραν μυστικότητα επί 40 μέρες σε μια σπηλιά και αφού πέρασε ο κίνδυνος από τα αποσπάσματα που γύρισαν στην Τριπολιτσά, ο Γέρος ακολουθώντας κατεύθυνση προς το χωριό Ρόδου, μέσω ελάτων οδηγήθηκε στη Μάνη και από κει στη Ζάκυνθο για να γυρίσει το 1821 ελευθερωτής.
ΧΔ