Έξω χιόνι πολύ, παλιό
και ρίχνει κι άλλο. Παγωνιά.
Μέσα το σκοτάδι πηχτό.
Σβηστό το καντήλι, σβηστό το λυχνάρι,
σβηστή κι η φωτιά.
Τα σφυρόμυστρα του πατέρα
κρέμονται στον ντορβά.
Εκείνος έμεινε στο οχυρό.
Η μάνα βογγάει από ημέρες καταγής.
Το σερνικό κλαίει στο μπεσίκι νηστικό,
τα τρία θηλυκά το κουνούν και το
νανουρίζουν -νηστικά- να κοιμηθεί,
κι εκείνο κλαίει ξέψυχα.
Η γίδα βελάζει πιο κει,
πλάι στην άδεια αλευροδόχη.
Οι ποντικοί έφυγαν όλοι.
Πόλεμος!
Μαζεύτηκαν οι διαβόλοι της οικουμένης
Και στήσανε φονικό πανηγύρι
στης Πίνδος τα βουνά...
Κι ο θεός κρύφτηκε έντρομος!
Κάποιος του άρπαξε και το φραγγέλλιο.
Δεν τολμάει από τον κρυψώνα του
ούτε και να κραυγάσει... το:
Ειρήνη υμίν!!!