Τα περβόλια τα φυτουργάμε την Άνοιξη. Τα ποτιστικά χωράφια τα σπέρναμε: Αραποσίτι, κολοκυθιές, σκούπα, λιόσπορους, φασόλια, ρεβύθια, νεροκολοκύθα, ξυλάγγουρα, αγκούρια κ.λπ. ψιλοπράματα.
Τα περβόλια τα σκάβαμε πρώτα κουτρούλια· όπως και τ’ αμπέλια. Χαλάγαμε τα κουτρούλια και φτιάναμε τ’ αυλάκια. Μέσα στ’ αυλάκια φυτεύαμε: Φασόλια, κολοκύθια, ντομάτες, αγγούρια, πατάκες, ξυλάγγουρα, λάχανα, λεποντιές, σπανάκια, μαρούλια, ράπανα, ραδίκια, σέλινα...
Πράσα μας φέρνανε από το Παλιοχώρι· οι Παλιοχωρίτες το Μεγαλο-βδόμαδο κι ούλη τη Μ. Σαρακοστή. Άμα δεν ερχόσαντε τη μιά Κυριακή θέλα ’ρθούν την άλλη. Και τα ντελαλάγανε:
— Πράσα! Ο Πρασάς! Έχω και κοκκάρι!...
Από τη Ζαχαρού αρχινάγανε το τελάλημα. Κάτι λεβέντες κάτι κοκκίνηδες... με κάτι σκούφους μαλλιαρούς με τα φυλντισένια κουμπιά!...
— Πράσα και κοκκάρι!... Έχω και κοκκάρι! Έχω και αγγουριές!... 'Εχω και κολοκυθιές!... 'Ενα αβγό τη χεράδα τα πράσα!
Μιά χεράδα πράσα· ήτανε τρία πράσα. Δυό μεγάλα ένα μικρό ή : τρία μεσαία ή : τέσσερα μικρά. Κάποτε δεν θέλανε αβγά για τα πράσα οι πρασάδες αλλά λεφτά και τελαλάγανε :
— Ένα φράγκο τη χεράδα!... Δυό φράγκα τρεις χεράδες. Έχω και λαχανόσπορο: Μιά δαχτυλίθρα ένα φράγκο.
Και καρτέρηγε το χωριό, να φανεί στου Τσιούμπη ο πρασάς, για να... πάρει τ’ αβγό, να πάρουνε οι εργάτες το πράσο προσφάι στη δουλειά... τον καιρό της νηστείας !...
Ψωμί και πράσο ήτανε της νήστειας το φαΐ. Και να οργώνεις και να βαρείς ξινάρι μεγαλοβδομαδιάτικα... με μπομπότα και πρασόφυλλα!
Τα φυτουργήματα και τα ποτίσματα των κήπων ήτανε από τα πιο προσεγμένα μεγνεριλίκια. Να ξακρίσουμε τον κήπο στο φύτεμα! Να μην πάει στάλα νερό χαράμι στο πότισμα! Δε λε για τον καιρό που ρχότανε της Τρανηβρύσης το νερό στο χωριό μέσα. Τότε το μοιραζόσαντε με το ημερόνυχτο. Τη μιά φορά πότιζαν ημέρα την άλλη νύχτα. Τη μιά χρονιά ερχότανε το νερό κατά το χωριό και την άλλη πήγαινε κατά τον Αγιάννη.
Από το χινόπωρο ακόμα ρίνανε στα περβόλια γιδοφούσκι χωνεμένο. Τις χειμωνιάτικες στάχτες στα περβολάκια τις ρίνανε. Ρίνανε και την καρκοτζελόστοιχτη· κείνη τη στάχτη που μαζευότονε στο σταχτοφούρνι από του Χριστού ίσαμε της Πρωτάγιασης. Τάχα ούθε πέφτει η καρκατζελόσταχτη δεν πατάει: αερικό, λάμια, κακό σκουλήκι και τάχα προφυλάει τα φυτεμένα από κάθε κακό.
Μετά τα κουτρούλια γινότονε το στρώσιμό τους κι αμέσως τα χωρίζανε σε διαγούς· άλλοι τους διαγούς τις λένε βραγιές. Λ. χ.:
— Κόψε μιά βραγιά!...
— Χώρισε ένα διαγό!...
Εκεί που ήτανε το αυλάκι του διαγού, εκεί ήτανε και ο πότης: το αυλάκι που έμπαζε το νερό στα φυτεμένα αυλάκια. Το κεντρικό αυλάκι το λένε πότη. Από τον πότη το νερό πέφτει στο διαγό κι από το διαγό στ’ αυλάκι.
Στου Ψόφιου ποτίζανε με το νερό του Δήμου. Ποτίζανε και δώθε από το ρέμα και κείθε κατά τον Αγιάννη κάθε χρόνο. Είχανε στέρνες και το στερνιάζανε. Από τη Γράνα ίσαμε το ρέμα της Τρανηβρύσης ούλο ένα μερδικό ήτανε. Κείνη τη μεριά ήτανε πολλά μερδικά! (Πέρασα από τη βρύση του Δήμου (1987) και δε βρήκα νερό ούτε να πιώ.
Στη Φχέρια ήσαντε δυό δέσες. Εκεί τα ποτίζανε με την αράδα. Απουπάνου ο Μητσιοβέργος με τον Τσιανόγιαννη είχανε στέρνα, αλλά παίρνανε το νερό του Γκερμάζη· της βρύσης του Γκερμάζη. Από τότε που πιάστηκε το νερό στα Βεργέϊκα σπίτια: «Κωσταντή Βέργου, Μήτρου, Βρύση Ντριβάλας) η Βρύση στου Γκερμάζη στέρεψε και οι απάνω (από την απάνω δέση της Φχέριας) Βεργέϊκοι κήποι ποτιζόσαντε με τ’ άποστραγγίδια του Γκερμάζη (Δ. Βέργου - Τσιανόγιαννη).
Λίγο παραπάνου είχε φτιασμένη δέση και η Μητροκανέλλα και πότιζε τον κήπο της κείθε κατά του Μαραγκού. Το στέρνιαζε κιόλας σε μιά μικροστερνούλα που είχε φτιασμένη με χώμα η ιδιανή.
Για τους κήπους που είναι κείθε κατά του Λιά είχανε φτιασμένο στέρνα μέσα στο ρέμα της Τρανή - Βρύσης και το περνάγανε κείνη μεριά το ρέμα με καρούτα. Τις καρούτες τις φτιάνανε με ίσια κλαριά: Πλατάνια, ετιές, λεύκα. Τα ρίνανε χάμου και τα σκάβανε μέσα με τα σκεπάρνια και τους φτιάνανε αυλάκι. Τέτιες καρούτες φτιάνανε και ποτίστρες και ποτίζανε τα γιδοπρόβατα.
Στη Σφυρίδα, πάλε, ο Κωνσταντής του Νάσιου πέρναγε με καρούτα το νερό από τη Στρουγκουλα και το κόλλαγε κείνη τη μεριά στην Γκούρα κατά το «εικόνισμα». Το λένε «εικόνισμα» γιατί για πρώτη φορά ο Αγιοσπυρίδωνας βρέθηκε σε μια γκουφάλα πλάτανου κείνη μεριά κατά το Λυκουρεσέϊκο. Το πώς βρέθηκε εκεί το εικόνισμα τ’ Αγιοσπυρίδωνα κανείς δεν ξέρει.
Και του Δήμου το νερό για να το περάσουνε από τη Γράνα με καρούτα το περνάγανε και ποτίζανε τα κατά την Κορμπηλιά Βεργέϊκα ποτιστικά χωράφια.
Στου Μπαμπιώτη δεν είχανε στέρνα για τα περβολάκια. Τούτη τη μεριά ο Βασίλης του Παρασκευά είχε φτιασμένη, απουκατώστρατα, μιά στερνούλα.
Στους κήπους μέσα πολύ λίγα κλαρικά είχανε. Κάποτε φυτεύανε καρυές που ο ήσκιος τους να πέφτει κατά τα ρέματα. Καμιά απιδιά, καμιά κερασιά, καμιά κουμπουλιά, καμιά μουριά έβλεπες φυτεμένες στις κώλαρες των κήπων.
Καρυές ήτανε γιομάτο ούλο το χωριό. Και τα ρέματα είχανε πολλές και καλές κι αφράτες καρυές. Τις περσσότερες τις κόψανε και τις πουλήσανε για ξύλα σ’ εμπόρους. Τις κόβανε κάτου από την επιφάνεια της γης και τις βγάνανε στις δημοσιές με τα καρέλια.
Στις Μούσγες είχε κάθε κήπος και τη στέρνα του, σκεδόν.
(ΧΔ)