«...Γλυκός ο ύπνος την αυγή, γδυτός ο κώλος τη λαμπρή...»
Μεγάλη! Κι έρχεται κούτσα-κούτσα, μέρα βραδιάζει, μέρα ξημερώνει... Φουντώνει η λαχτάρα στα στήθια... Τα μάτια προσπαθούν να πιάσουν τ΄ όνειρο καθώς κινείται από το «πέρα» στο «κατά».
Δεν ξεστομίζεις το «για πόσο». Μένεις με τον καημό να καρτεράς, μέρα βραδιάζει, μέρα ξημερώνει. «...Τώρα κοντά την Λαμπρή...». Θάρθουνε λέει οι μαστόροι απ΄το ταξίδι με λεφτά και καλούδια... Ο πατέρας γέμισε το μαγαζί πραμάτειες. Σαρακοστιανά φαγώσιμα, ψιλικά και υφάσματα. Πολλά υφάσματα, ως πάνω τα ράφια. ...Κόκκινα, πράσινα, πορτοκαλιά, γαλάζια...
Να τις προλάβει. Πάει να πει πως πλησιάζουμε. Ανάβει ο πόθος. Τόχεις μυστικό, μέρα βραδιάζει, μέρα ξημερώνει... Και να, ξημέρωσε η Κυριακή «του Βαγιώνε». Ευωδιαστή μας μπάζει στο μεγαλοβδόμαδο, που μέσα απ΄τις ολονυχτίες θα παρακολουθήσουνε «βήμα το βήμα», ανάσα την ανάσα τα θεία πάθη.
ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ. Ανάκατα, πίκρα κι απαντοχή. Ένα ποτάμι από κατράμι και μέλι, που κυλάει, κυλάει, παντού... Καταστόλιστος του Χριστού ο νυμφώνας. Λύπη βαθειά κατέχει την ψυχή, γιατί δεν έχει ένδυμα να μπει, και μαζί με τους ψάλτες παρακαλεί: «Λάμπρυνόν μου την στολή της ψυχής μου...» Κι οι νοικοκυρές ετοιμάζονται. Πρώτη νοικοκυρά του κόσμου η μάνα! Ασβέστωμα οι τοίχοι μέσα και έξω. Πλύσιμο τα στρωσίδια του σπιτιού. Τριμμένα και γυαλισμένα; ναχρικά και εικονίσματα. Ράψιμο ανάμεσα. Το φιγουρίνι ανοιχτό για κάποια καθυστερημένη...
-Θα τα προκάμεις;
Τι ερώτηση. Η μάνα πάντα τα προφταίνει όλα! Οι μαστόροι γυρίζουν μπουλούκια μπουλούκια. Το βλέπεις στις ολονυχτίες κάθε βράδυ, όπου οι φλόγες των κεριών φωτίζουν την πορεία του Κυρίου.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. Η ζωή εν τάφω! Μωβ καμπανούλες, μαργαρίτες κίτρινες, σφιχταγκαλιάζονται στο ματσάκι που θα στολίσει τον τάφο του. Παραβγαίνουμε στο μεγάλωμα του μπουκέτου. Κι΄ο ουρανός λυπημένος. Βαρύς. Κι΄η καμπάνα να κλαίει.
''Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα...''
Πίνουμε ξύδι με χολή, για να μη νοιώθει μόνος. Η γιαγιά φροντίζει τους νεκρούς μας, που έχουν σήμερα τη χάρη τους. Κεριά, λιβάνι και ένα πιάτο "σπυριά" χαιρετίσματα. Το βράδυ ολόγυρα στον Επιτάφιο, που ευωδιάζει δεντρολίβανο, δυόσμο, αγριολούλουδα, λέμε το μοιρολόι.
''...Ο Ωραίος κάλλει, καθοράται νεκρός...''.
Κι απέ τον βγάζουμε με τα κεριά μες΄ τ΄ αυτοσχέδια χάρτινα φανάρια μας. Μικροί, μεγάλοι. Μόνο οι ανήμποροι λείπουν και οι γέροι. Μα τα λιβανιστήρια στις μάντρες διαψεύδουν. Αντίκρυ στο Λυκούρεσι, στο Ψάρι, συνοδεύουν κι΄ κείνοι το δικό τους Χριστό. Πίσω ως τα σκοτεινά ακίνητα βουνά μας, γίνεται σίγουρα το ίδιο.Αυτός ανήκει στον καθένα χωριστά και σ΄όλους μαζί τους ανθρώπους. Η άνοιξη θυμιατίζει με μοσχοβολιές. Κι η καμπάνα θρηνεί... Θρηνεί ασταμάτητα...
ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ. Παραμονή γιορτής του Πάσχα! Με όποιο όνομα κι αν τη βαφτίσεις, πάλι δεν ξέρεις αν της δόσεις το σωστό. Γαλήνιος κοιμάται ο Χριστός στο μυρωμένο του τάφο. Τον προσκυνάμε δίχως λύπη πια γιατί είναι βέβαιη η Ανάσταση.
-Πως θα περάσουν τόσες ώρες;..
Κοιτάς: Το αρνί σφαγμένο στο τσιγκέλι. Γαργαλιστικές υποσχέσεις για αύριο. Σήμερα όμως πως να σε χωρέσει ο τόπος;...
-Νά είχα την αδειά και την ξενοιασιά σας, λέει η μάνα καθώς στεριώνει τα κουμπιά στο τελευταίο φόρεμα. Αχ μάνα. Ούτ΄ εσύ δεν ξέρεις τ ί π ο τ α!
-Μεγάλο Σάββατο και λάδι; Μη μπαίνει ο πειρασμός στο νού σας μάτι μου. Ταχιά θα γευτούμε τα χίλια καλά...
Βάστα. Μη λες ότι ταχιά θάχεις πεθάνει, και κρίμα στο ζιλέ που σου φανέρωσε ο πατέρας δώρο λαμπριάτικο! Στη βρύση για νερό. Στα περιβόλια. Στραβός δεν είσαι για να μην το ιδείς. Παντού και όλα περιμένουν...Κάποτε σε λυπάται πια το βράδυ κι έρχεται. Η μάνα ακόμα στις φροντίδες. Ανάλαφρη και λυγερή. Μανούλα!
-Να ιδούμε τι συγκέσια είναι στη μέση...
-Φαίνεται. Μπαινοβγαίνουν στο χορό αντάμα οι φαμελιές γαμπρού και νύφης. Τούτο θα πει απ΄ όξω απ΄όξω ότι ο λόγος γίνηκε. Αν στέρξει φτάνουνε στα φανερώματα, στης Παναγίας το πανηγύρι ή στερνότερα...
Η μαγειρίτσα βράζει. Θα λιγοθυμήσω.
''...Και μη εισενέγκεις ημάς εις πειρασμόν...''.
(XIM)