Θαρρώ πώς κάτι μέσα μου ξεψύχησε,
δεν ξέρω τι,
κι’ άθελα, ένας πικρός λυγμός αντήχησε,
τάχα γιατί;
Νοιώθω τριγύρω μου κι εντός μου πώς απλώθηκε
κάποιο κενό.
Σαν ένα βάρος στην καρδιά μου να στηλώθηκε
κι’ αχ, πώς πονώ!
Με σκιάζει πόνου φόβητρο πού ξέσπασε,
που μ’ απειλεί
μες στην καρδιά μου αισθάνομαι πώς έσπασε
χορδή λεπτή.
- Μα, ω Θέ μου, αφού τον κίνδυνο δε νοιάζομαι
τάχα γιατί
σαν παιδαρέλι αμάθητο να σκιάζομαι
με κάθε τι;
Στο κάτω-κάτω αν κάτι μέσα μου ξεψύχησε
και τι μ’ αυτό;
Μένει γι’ ανάμνηση ο λυγμός π’ άθελα αντήχησε
«........Ήταν γραφτό !»