Συνέντευξη του Βασίλη Κων/ντή Σχίζα

με τον Νίκο Θοδωρή Τρουπή

 

N.Troupis-V.Schizas

Ν.Τρουπής (αριστερά) στον Β. Σχίζα: «Γουρνοτσάρουχα και τσαρούχια με ρόδα φοράγαμε πριν και μετά τον πόλεμο του -40»

Λέγοντας «ποδεμή» οι Σερβαίοι εννοούσαν τα παπούτσια αλλά και τη διαδικασία προμήθειάς τους ή την επιδιόρθωση των χαλασμένων με ράψιμο, σόλιασμα, φόλες κ.λπ. Θα λέγαμε πως η έννοια «ποδεμή» είναι ιδιωματισμός στην ομιλία των Σερβαίων στις 10ετίες πριν και μετά τον πόλεμο. «Μπαΐλντισα, δεν προλαβαίνω την ποδεμή των παιδιών…» έλεγαν οι Σερβιώτισσες που αγωνιούσαν και προσπαθούσαν να τα προλάβουν όλα αφού οι άνδρες τους ήσαν ταξίδι στη Μεσσένια, στη μαστοριά...

Εκείνα τα χρόνια στου Σέρβου υπήρχαν τέσσερα τσαγκαράδικα. Του Χρήστου Παπαγεωργίου, του Θοδωρή Τρουπή (Αλούπη), του Γιώργη Σχίζα και του Μήτσου Κερμπεσιώτη. Όλοι τους έχουν φύγει απ’ τη ζωή και ευχόμαστε ο Θεός ειρηνικά να τους αναπαύει.  

Ο γιος του Θοδωρή Τρουπή, ογδοντάχρονος  σήμερα, Νίκος, ευρύτερα γνωστός σαν «ο Νίκος τ’ Αλούπη», ο οποίος έχει καλές εμπειρίες από το χωριό αφού έφυγε σαράντα πέντε  χρονών από εκεί, (που αλλού, για την Αθήνα), ενώ είχε έντονη επαγγελματική και κοινωνική δραστηριότητα, μίλησε με τον εκδότη Βασίλη Σχίζα για την ποδεμή  των Σερβαίων στα δύσκολα χρόνια της φτώχειας και της…μιζέριας.

 
Βασίλης Σχίζας (Β.Σ.): Νίκο τι ποδεμή είχε ο απλός κόσμος στου Σέρβου πριν τον πόλεμο; 

Νίκος Τρουπής (Ν.Τ.): Τα γουρνοτσάρουχα. Ήταν όλο κι όλο ένα κομμάτι δέρμα από γουρούνι που αγκάλιαζε το πόδι από κάτω απ’ την πατούσα μέχρι πάνω στην καμάρα, όπως δηλαδή το παπούτσι. Από πάνω είχαν ανοίξει μικρές τρύπες και μέσα περνούσαν στενές λουρίδες που κι αυτές τις έφτιαχναν απ’ το δέρμα του γουρουνιού. Τις έδεναν, όπως σήμερα τα κορδόνια, κι έτσι συγκρατιώταν στο πόδι.

 
Β.Σ.: Και που έβρισκαν τόσα γουρούνια ώστε να καλύψουν τις ανάγκες ποδεμής τους; 

Ν.Τ.: Θα σου  πω και κάτι άλλο. Όταν ψόφαγαν τα γαϊδούρια και τα μουλάρια και σούρνοντας πήγαιναν και τα πέταγαν μακριά απ’ το χωριό στα ρέματα και τις κωλοσάρες, έτρεχαν πολλοί Σερβαίοι και όποιος προλάβαινε τα έγδερνε και έφτιαχνε με το δέρμα τους τσαρούχια με τον τρόπο που είπαμε πριν.

 
Β.Σ.: Ποιο μέρος του δέρματος ήταν καλύτερο για γουρνοτσάρουχα;  

Ν.Τ.: Η ράχη κάθε ζώου. Πριν φτιάξουν το δέρμα τσαρούχι, το άφηναν να στεγνώσει, αλλά αν ίδρωνε το πόδι, όπως για παράδειγμα του ζευγολάτη όταν όργωνε, τότε το γουρνοτσάρουχο γλίστραγε, έφευγε απ’ τη θέση του και το πόδι πάταγε στο χώμα. Το βράδυ πάλι αν τα ξεχνούσαν έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού, στην αυλή, το πρωί που ξημέρωνε είναι ζήτημα αν τα έβρισκαν, γιατί τα άρπαζαν τα σκυλιά που γύριζαν όλη τη νύχτα στο χωριό. «Ερημιές»…που δεν τις ξέρουν οι νεώτεροι, ούτε να τις ζήσουν !

 
Β.Σ.: Τα γουρνοτσάρουχα τα έφτιαχναν αριστερό και δεξιό δηλαδή για το κάθε πόδι: 

Ν.Τ.: Όχι βέβαια

 
Β.Σ.: Ξέρεις οι αρχαίοι Έλληνες στο θέατρο φορούσαν ψηλά ξύλινα πέδιλα (τσόκαρα) που ταίριαζαν και στα δυο πόδια και τα έλεγαν κωθώνια. Έμεινε η φράση «ο κώθωνας  αρμόττει τοις ποσίν αμφοτέροις». Βέβαια μην το πάμε τώρα και σε ομοιότητες με τα…γουρνοτσάρουχα επειδή κι αυτά ταίριαζαν και στα δυο πόδια. Τέλος πάντων. Στα χρόνια μετά τον πόλεμο, την κατοχή και αργότερα βελτιώθηκε η κατάσταση με την ποδεμή των Σερβαίων; 

Ν.Τ.: Στην κατοχή οι Γερμανοί πέταγαν δώθε κείθε πολλές ρόδες (λάστιχα) από τ’ αυτοκίνητά τους. Αυτές τις ρόδες τις μάζευαν και οι τσαγκάρηδες έφτιαναν  «τσαρούχια από ρόδα» όπως τα έλεγαν.

 
Β.Σ.: Δηλαδή; 

Ν.Τ.: Πρώτα -  πρώτα έκοβαν δυο κομμάτια απ’ τη ρόδα στο σχήμα της πατούσας κάθε ποδιού. Έφτιαχναν δηλαδή σόλες. Μετά έπαιρναν άλλα δυο κομμάτια και το καθένα το έκοβαν σιγά -  σιγά με τη φαλτσέτα στις δυο πάντες, το «πελέκαγαν» δηλαδή,  μέχρι να φανεί , σχεδόν, η πλέξη μέσα στο λάστιχο, ώστε τα δυο κομμάτια να γίνουν φτενά και ευλύγιστα. Αυτά τα έραβαν πάνω στις σόλες που είχαν φτιάξει, με τρόπο που να σκεπάζουν τα πόδια πάνω απ’ την καμάρα. Στο πίσω μέρος έραβαν ένα λουρί από το φτενό λάστιχο που όταν φορούσαν το τσαρούχι, το λουρί αυτό ήταν γύρω απ’ το πόδι, πίσω από τον αστράγαλο και πάνω απ’ τη φτέρνα. Το λουρί το έλεγαν πισωλούρι. Μπροστά ένα ή περισσότερα δάχτυλα του ποδιού ήσαν καλυμμένα ή όχι, ανάλογα όπως ήθελε καθένας, για να παίρνει αέρα το πόδι.

 
Β.Σ.: Αυτά τα τσαρούχια από ρόδα αυτοκινήτου τα φόραγαν όλοι: 

Ν.Τ.: Τα φόραγαν προπάντων οι τσοπάνηδες. Υπήρχαν όμως και τσαρούχια που είχαν πάτους από ρόδα αυτοκινήτου και από πάνω έβαζαν βακέτα που κάλυπτε το πόδι.

 
Β.Σ.: Τι είναι η βακέτα: 

Ν.Τ.: Η βακέτα είναι επεξεργασμένο χοντρό και γερό δέρμα από μοσχάρια. Ο πατέρας μου όπως ξέρεις ήταν τσαγκάρης, ταβερνιάρης, περιστασιακός υπαίθριος χασάπης, αγρότης και ψάλτης. Στην κατοχή και αργότερα στ’ αντάρτικο εφοδιαζόταν με ρόδες αυτοκινήτου και βακέτες και έφτιαχνε τσαρούχια. Έτσι μας μεγάλωσε.


Β.Σ.: Τα περισσεύματα από τα λάστιχα που πέταγαν οι τσαγκάρηδες, τι γίνονταν;
 

Ν.Τ.: Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο. Τα μάζευαν όσοι ήθελαν και τα πήγαιναν στ’ αμπέλια ή στα χωράφια με τα καλαμπόκια και τα έκαιγαν σκεπασμένα με λίγο χώμα για να αργούν να καούν. Έτσι με τον καπνό που έβγαζαν απομακρύνονταν τα ζουλάπια και τ’ αγριοπούλια και δεν έκαναν ζημιές.



Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το 1952 εκδηλώθηκε επιδημία τύφου στο χωριό. Οι υγειονομικές αρχές τότε θεώρησαν σαν αιτία της μόλυνσης τις κορύτες στις βρύσες και στα πλαίσια των έργων εξυγίανσης αντικατέστησαν τις καλαίσθητες πέτρινες πελεκητές κορύτες με ακαλαίσθητους μεταλλικούς σωλήνες. Δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι το νερό θα μπορούσε να είχε μολυνθεί από το πέρασμά του κάτω από αυλές και σπίτια, αφού οι βρύσες ήταν σε σημείο χαμηλότερο από τα σπίτια. Το υδραγωγείο που έφερε καθαρό νερό από την Κοκκινόβρυση έγινε αργότερα, το 1959.