Ροδόχρωμη ξυπνά η αυγή, δροσάτη
και στέλνει απόμακρα τη νύχτια καταχνιά
κι’ η μέρα όπως ξεχύνεται φλογάτη
χαρίζει ανάερο φως στην τόση χειμωνιά.
Γλαυκόφεγγοι ουρανοί, σεις, χρυσωμένοι,
π’ εδιώξατε άθελα τα σκότη τα θολά,
η τόση σας λαμπράδα θ' απομένει
για πόσο τάχατες καιρό κείθε ψηλά;
Το φως αυτό τ' αχνό, τ' αγαπημένο,
πού τρεμοσβύνει όμως θαρρείς πολλές φορές
ως πότε θα πλανιέται μαγεμένο;
κι’ ως πότε ακόμη θα ροδίζουν χρυσαυγές;
Κι' αν τύχη η χαρωπή φωτοπλημμύρα
κάτω από σύγνεφα πηχτά να σκεπαστεί,
τότε, ποια ελπίδα πώς στην πλάση γύρα
θα ξανανθίσουν ξανθογάλαζοι ουρανοί;
Τότε ποιος ξέρει αν θα μπορέσει πάλι
φωτός αχτίδα μυστικά ν' ανυψωθεί
να σφίξη στην ολόθερμην αγκάλη
το κάθε τι νεκρό κι' αυτό ν αναστηθεί;