. . . .
21. ΣΤΟΥ ΠΑΠΑ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΙΑ
(Συρτός, γρήγορος.
Το τραγουδούσαν, συνήθως,
σε γαμήλια τραπέζια).
Στου παπά, στράγκα τα ποτήρια,
Στου παπά τα παραθύρια.
Στου παπά τα παραθύρια,
Κάθονται δυο μαύρα φρύδια.
Νά 'χα ’γω, στράγκα τα ποτήρια,
Νά 'χα ’γω, τα μαύρα φρύδια.
Νά 'χα ’γω, τα μαύρα φρύδια
Κι ο παπάς τα παραθύρια.
Στου παπά, στράγκα τα ποτήρια,
Στου παπά το μπαλκονάκι.
Στου παπά το μπαλκονάκι,
Κάθεται ένα κοριτσάκι.
Νά 'χα ’γω, στράγκα τα ποτήρια,
Νά 'χα ’γω, το κοριτσάκι.
Νά 'χα ’γω, το κοριτσάκι
Κι ο παπάς το μπαλκονάκι.
22. ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ
(Συρτός του Γάμου)
Ωραία που είν’ η νύφη μας,
Κι ωραία τα προικιά της.
Ωραία κι η παρέα της,
Που κάνει τη χαρά της.
Ένα τραγούδι θα σας πω,
Επάνω στο κεράσι.
Τ’ αντρόγυνο που έγινε,
Να ζήσει να γεράσει.
Ένα τραγούδι θα σας ’πω,
Επάνω στο ρεβίθι.
Χαρά στα μάτια του γαμπρού,
Που διάλεξαν τη νύφη.
Ένα τραγούδι θα σας ’πω,
Επάνω στη δεκάρα,
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός,
Κουμπάρος και κουμπάρα.
Ένα τραγούδι θα σας ’πω,
Επάνω στο λεμόνι,
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός,
Κι οι συμπεθέροι όλοι.
23. ΕΜΕΙΣ ΕΔΩ ΔΕΝ ΗΡΘΑΜΕ
(Συρτός, το τραγουδούσαν
στο σπίτι της Νύφης).
Εμείς εδώ δεν ήρθαμε,
Να φάμε και να πιούμε.
Αμάν! παρά σας αγαπήσαμε,
Κι ήρθαμε να σας δούμε.
.
Γαμπρέ, τη νύφη ν’ αγαπάς,
Να μην τήνε μαλώνεις.
Αμάν! σαν κόκκινο τριαντάφυλλο,
Να τήνε καμαρώνεις.
24. Ο ΕΝΩΜΑΤΑΡΧΗΣ
(Συρτός, γρήγορος)
Βαρέθηκα, μανούλα μου,
Αυτόν τον ενωματάρχη,
Κάθε μερού..., ωρέ! μερούλα,
Σπίτι μας.
Κάθε μερούλα, σπίτι μας,
Και κάθε μεσημέρι,
Με το λαού…, ωρέ! λαούτο,
Παίζοντας.
Με το λαούτο παίζοντας,
Και το βιολί βαρώντας,
Κι όλο με συ…, ωρέ! με
Συχνορώταγε.
Κι όλο με συχνορώταγε.
Και με συχνορωτούσε.
Πότε θα γι…, ωρέ! θα γίνει,
Ο γάμος μας.
Πότε θα γίνει ο γάμος μας,
Πότε και η χαρά μας;
Το Μάη, θα γι..., ωρέ! θα γίνει,
Ο γάμος μας.
Το Μάη, θα γίνει ο γάμος μας,
Το Θεριστή, η χαρά μας.
Και το Δεκα..., ωρέ!
Δεκαπενταύγουστο.
Και το Δεκαπενταύγουστο,
Της Παναγιάς περνώντας.
Τότε σ’ αφή…, ωρέ! σ’ αφήνω,
Το έχε γεια.
Τότε σ’ αφήνω το έχε γεια,
Μηλιά μου, με τα μήλα.
Κι εγώ θα πα..., ωρέ! θα πάω,
Στον τόπο μου.
Κι εγώ θα πάω στον τόπο μου,
Θα πάω στους δικούς μου.
Να βρεις κι εσύ, ωρέ! και συ,
Να παντρευτείς.
25. ΤΡΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΒΟΛΙΩΤΙΚΑ
(Συρτός)
Τρία παιδιά, τρία παιδιά,
Βολιώτικα.
Και τρία από τη Σάμο,
Αννούλα μας, γλυκιά.
Μας πήραν την, μας πήραν
Την Αννούλα μας.
Μας πήραν την Αννιώ μας,
Αννούλα μας, γλυκιά.
Την πήραν και, την πήραν,
Και την πήγανε,
Στα κλέφτηκα λημέρια.
Αννούλα μας, γλυκιά.
Πες μας, Αννιώ, πες μας,
Αννιώ, ποιον αγαπάς;
Και ποιον θα πάρεις άντρα;
Αννούλα μας, γλυκιά.
Εγώ το Γιω..., εγώ
το Γιώργο αγαπώ.
Κι αυτόν θα πάρω άντρα,
Αννούλα μας, γλυκιά.
26. Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ
(Συρτός, αργός)
Η μάνα μου αποφάσισε,
Το γάμο μου να κάνει,
Κι όλο τον κόσμο κάλεσε,
Κι όλο τον κόσμο κάλεσε,
Κι όλη την οικουμένη.
Την πρώτη μου αγαπητικιά.
Την πρώτη μου αγαπητικιά,
Ακάλεστη την έχει.
Σύρε, μανούλα, κάλεστη,
Σύρε, μανούλα, κάλεστη,
Να ’ρθει, να στεφανώσει,
Να ’ρθει, ν’ αλλάξει στέφανα.
Παίρνει κουφέτα στην ποδιά,
Και πάει να την καλέσει.
Κόρη, ο γιος μου σε καλεί,
Κόρη, ο γιος μου σε καλεί,
Να’ ρθεις, να στεφανώσεις,
Να 'ρθεις, ν’αλλάξεις στέφανα.
Ν’ αλλάξεις στέφανα, στέφανα,
Ν’ αλλάξεις δαχτυλίδια.
Τρεις μέρες στολιζότανε,
Τρεις μέρες στολιζότανε,
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες.
Βάζει τον ήλιο πρόσωπο,
Βάζει τον ήλιο πρόσωπο,
Και το φεγγάρι στέμμα.
Κι όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού,
Κι όλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού,
Τα βάζει φορεσιά της.
Πήρε τα στέφανα χρυσά,
Πήρε τα στέφανα χρυσά,
Και τα κεριά ασημένια.
Και τη λαμπάδα του γαμπρού,
Και τη λαμπάδα του γαμπρού,
Χρυσή, μαλαματένια.
Κινάει και πάει στην εκκλησιά,
Κινάει και πάει στην εκκλησιά,
Τα στέφανα ν’ αλλάξει.
Πρώτα, τη βλέπει ο παπάς,
Πρώτα, τη βλέπει ο παπάς,
Και ύστερα, ο διάκος.
Μετά, ο δόλιος ο γαμπρός.
Μετά, ο δόλιος ο γαμπρός,
Λιποθυμάει και λέει,
Παπά μ’, άλλαξε στέφανα,
Παπά μ’, άλλαξε στέφανα,
Και βαλ’ τα στην κουμπάρα.
Την πρώτη μ’ αγαπητικιά.
Την πρώτη μ’ αγαπητικιά,
Την πρώτη φιλενάδα,
Παπά μ’, άλλαξε στέφανα.
27. Η ΓΚΟΛΦΩ
(Συρτός)
Τ’ αρνιά βελάζουν, Γκόλφω, φωνάζουν,
Τ΄ αρνιά βελάζουν, στο μαντρί.
Τ’ αρνιά βελάζουν, στο μαντρί,
Κι η Γκόλφω άργησε να’ ρθει.
Πού ήσουνα, Γκόλφω, καημένη! Γκόλφω,
Πού ήσουν, Γκόλφω, κι άργησες.
Πού ήσουν, Γκόλφω, κι άργησες,
Και νύχτωσες και βράδιασες.
Ήμουν επάνω, καημένη! μάνα,
Ήμουν επάνω στο Χελμό.
Ήμουν επάνω στο Χελμό,
Τον Τάσο πήγα για να ειδώ.
Ο Τάσος σε, καημένη! Γκόλφω,
Ο Τάσος σε παράτησε.
Ο Τάσος σε παράτησε,
Και τη Σταυρούλα αγάπησε.
Σώπα, βρε, μάνα, καημένη! μάνα,
Σώπα, βρε, μάνα, μην το λες.
Σώπα, βρε, μάνα, μην το λες,
Αυτό δεν γίνεται ποτέ(ς).
28. ΤΑ ΤΣΑΜΟΠΟΥΛΑ
(Συρτός και περπατητός)
Κινή…, μωρέ! κινή... κινήσαν,
Τα Τσαμόπουλα.
Κινήσαν τα Τσαμόπουλα,
Και κυνηγούν τους κλέφτες.
Και κυ..., μωρέ! και κυ... και κυνηγούν
Το Ζαχαριά.
Και κυνηγούν το Ζαχαριά,
Το φοβερό τον κλέφτη.
Π' ανά…, μωρέ! π' ανάθεμά σε
Ζαχαριά.
Π’ ανάθεμά σε, Ζαχαριά,
Με το ζακόνι πού 'χεις.
Κάθε..., μωρέ! κάθε... κάθε
Μερούλα, πόλεμο.
Κάθε μερούλα, πόλεμο,
Κάθε μήνα, γυναίκα.
Μήπως…, μωρέ! μήπως… μήπως,
Και παίρνεις βλάχισσες.
Μήπως και παίρνεις βλάχισσες,
Μήπως και βλαχοπούλες.
Μα παι..., μωρέ! μα παι…, μα
Παίρνεις τις Λαγκαδιανές.
Μα παίρνεις τις Λαγκαδιανές,
Τις Δεληγιαννοπούλες.
29. Σ’ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΡΑΧΕΣ
(Τσάμικος)
Σ’ αυτές τις ράχες τις ψηλές,
Λεβέντες μου, που πάτε.
Σας βλέπει ο γεροτσέλιγκας.
Τα νιάτα του θυμάται.
Τσέλιγκα, γεροτσέλιγκα,
Του λεν’ δυο βλαχοπούλες.
Πόσες φορές ανέβηκες,
Σε ’κείνες τις ραχούλες;
Πολλές φορές ανέβηκα,
Και σαν το λεοντάρι,
Μα τώρα πια εγέρασα,
Δεν είμαι παλικάρι.
30. Ο ΓΙΩΡΓΟΣ, Ο ΜΑΡΑΘΙΑΝΟΣ
(Ένα ιδιόμορφο τραγούδι,
μισός στοίχος συρτός,
και ο άλλος μισός τσάμικο.
Παρομοίως, συνεχίζεται ως το τέλος).
Ο Γιω…, μωρέ! ο Γιώργος,
Ο μαραθιανός. (συρτός)
Ο Γιώ…ωργος, ο... μαραθιανός,
Που περπατεί... περή…ηφανος.
(τσάμικο)
Όλες, μωρέ! όλες οι νιες
Τον αγαπούν.
Όλες οι… νιες... τον αγαπούν,
Και ντρέπονται... να του το ’πουν.
Και μια, μωρέ! και μια
Μαραθιανιώτισσα.
Και μια... Μαραθιανιώτισσα,
Μια πέρα... μαχαλιώτισσα.
Βάζει, μωρέ! βάζει
Τα σκουλαρίκια της.
Βάζει τα... σκουλαρίκια της
Και όλα τα… στολίδια της.
Και μια, μωρέ! και μια
Αυγή, μια Κυριακή.
Και μια... αυγή..., μια Κυριακή
Μια γιορτινή... ημέρα.
31. ΠΕΡΑΣΑ, ΞΑΝΑΠΕΡΑΣΑ
(Συρτός)
Πέρασα, ξαναπέρασα,
Ξαναπέρασα.
Πέρασα, ξαναπέρασα,
Σε βλέπω ντερτιασμένη.
Σ’ ένα κλωνάκι, σ’ ένα κλωνί,
Βασιλικό.
Σ’ ένα κλωνί βασιλικό,
Σε βλέπω ακουμπισμένη.
Για πες μας, τ’ είναι, για πες μας,
Τ’ είν’ το ντέρτι σου.
Για πες μας, τ’ είν’ το ντέρτι σου,
Και τι παράπονό σου.
Μου ’παν πως άλλη, μου ’παν,
Πως άλλη αγάπησες.
Μου ’παν πως άλλη αγάπησες
Και μένα μ’ απαρνήθεις.
Με όλες παίζω, με όλες παίζω,
Και γελώ.
Με όλες παίζω και γελώ,
Μα σένα δεν σ’ αρνούμαι.
32. Ο ΔΥΟΣΜΟΣ ΚΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
Ο δυο... λέει, ο δυόσμος κι ο βασιλικός.
Και το μακεδονήσι, δεν βγαίνεις να σε ’δω;
Έβγα, έβγα, να σε ’δω, τι θα σκάσω σαν τ’ αυγό.
’Κείνα, λέει, 'κείνα τα δυο μαλώνανε.
’Κείνα τα δυο τρωγώσαν, δεν βγαίνεις να σε 'δω;
Έβγα, έβγα, να σε ’δω, τι θα σκάσω σαν τ’ αυγό.
Το ποιο, λέει, το ποιο είναι το καλλίτερο,
Και ποιο είναι πιο ωραίο, δεν βγαίνεις να σε ’δω;
Έβγα, έβγα, να σε ’δω, τι θα σκάσω σαν τ’ αυγό.
Γυρί..., λέει, γυρίζει το τριαντάφυλλο,
Και λέει στ’ άλλα δυο, δεν βγαίνεις να σε ’δω;
Έβγα, έβγα, να σε ’δω, τι θα σκάσω σαν τ’ αυγό.
Γιατί, λέει, γιατί, καλέ! μαλώνετε,
Γιατί, καλέ, τρωγόσαστε, δεν βγαίνεις να σε ’δω;
Έβγα, έβγα, να ’δω, τι θα σκάσω σαν τ’ αυγό.
Εγώ, λέει, εγώ ’μαι το τριαντάφυλλο,
Στον κόσμο ξακουσμένο, δεν βγαίνεις να σε ’δω;
Έβγα, έβγα, να σε ’δω, τι θα σκάσω σαν τ’ αυγό.
33. Η ΒΑΜΠΑΚΙΑ
(Συρτός)
Άσπρη βαμπακιά, την Παναγιώτα μου,
Άσπρη βαμπακιά, είχα στην πόρτα μου,
Κι έγνεθα βαμπάκι, με τη ρόκα μου.
Μα ήρθαν και μου τη..., την Παναγιώτα μου,
Μα ήρθαν και μου την..., μου την κλέψανε.
Σ’ άλλη γειτονιά την εφυτέψανε.
Μου ’μειναν κι εμέ..., την Παναγιώτα μου,
Μου ’μειναν κι εμένα οι κλώνοι της,
Οι αναστεναγμοί κι οι πόνοι της.
Μου ’μειναν κι εμέ…, την Παναγιώτα μου,
Μου ’μειναν κι εμένα οι ρίζες της,
Τα φαρμάκια και οι πίκρες της.
34. ΑΣΠΡΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ
(Συρτός)
Άσπρο τριαντάφυλλο βαστώ,
Και θέλω να το βάψω.
Αμάν! κι αν το πετύχω στη βαφή,
Πολλές καρδιές θα κάψω.
Θα κάψω νιες, θα κάψω νιους,
Θα κάψω παλικάρια.
Αμάν! θα κάψω την αγάπη μου,
Μέσα στα φυλλοκάρδια.
35. ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ
(Συρτός, αργός)
Φώτα το φε…, φώτα το, φεγγαράκι μου.
Φώτα το φεγγαράκι μου,
Να πάω στην αγάπη μου.
Φώτα ψηλά..., φώτα ψηλά και χαμηλά.
Φώτα ψηλά και χαμηλά,
Γιατί έχει λάσπες και νερά.
Εγώ φωτά... εγώ φωτάω, ως το πρωί.
Εγώ φωτάω, ως το πρωί
Κι όπου ’χει αγάπη, ας πάει να βρει.
36. Σ’ ΟΣΟΥΣ ΓΑΜΟΥΣ ΚΙ ΑΝ ΕΠΗΓΑ
(Συρτός, του Γάμου)
Σ’ όσους γα..., κι αμάν-αμάν,
Σ’ όσους γάμους κι αν επήγα.
Σ’ όσους γάμους κι αν επήγα,
Τέτοιο αντρόγυνο δεν είδα.
Να ’χει η νυ..., κι αμάν-αμάν,
Να ’χει η νύφη τόση χάρη.
Να ’χει η νύφη τόση χάρη,
Κι ο γαμπρός τόσο καμάρι.
Στο γαμπρού..., κι αμάν-αμάν,
Στου γαμπρού μας τη χαρά.
Στου γαμπρού μας τη χαρά,
Λαλούν αηδόνια και πουλιά.
Και στης νυ..., κι αμάν-αμάν,
Και στης νύφης το τσεμπέρι.
Και στης νύφης το τσεμπέρι,
Κάθεται ένα περιστέρι.
37. ΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΩ ΚΙ ΑΣ ΧΑΡΩ
(Συρτός)
Ας τραγουδήσω κι ας χαρώ,
Του χρόνου, ποιος το ξέρει;
Αμάν! ή ζούμε ή πεθαίνουμε,
Ή πάμε σ’ άλλα μέρη.
Βαρέθηκα τα νιάτα μου,
Θέλω να τα πουλήσω.
Αμάν! θέλω να βρω έναν μερακλή,
Να μην τα χαραμίσω.
Πάν’ τα νιάτα, πάν’ τα νιάτα,
Τα ’φαγε μια μαυρομάτα.
Πάν’ τα νιάτα και τα κάλλη,
Μας τα ’φάγαν οι δασκάλοι.
Θεέ μου, να πουλιόσαντε,
Τα νιάτα στο παζάρι.
Αμάν! για να τα πούλαγα κι εγώ,
Να ιδώ, ποιος θα τα πάρει.
38. ΤΟ ΒΛΕΠΕΙΣ 'ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΟΥΝΟ
(Συρτός)
Το βλέπεις ’κείνο το βουνό,
Που είναι ψηλά από τ’ άλλα,
Που ’χει ανταρί...καημένη, Αναστασιά
Αμάν! που ΄χει ανταρί, ανταρίτσα, στη κορυφή.
Που ’χει ανταρίτσα, στην κορυφή,
Και καταχνιά, στον κάμπο.
Εκεί είναι πυ..., καημένη, Αναστασιά,
Αμάν! εκεί είναι πυ..., βρε! πύργος γυάλινος.
Εκεί είναι πύργος γυάλινος,
Με κρυσταλλένια τζάμια,
Μέσα κοιμά..., καημένη! Αναστασιά,
Αμάν! μέσα κοιμά... κοιμάται μια ξανθιά.
Μέσα κοιμάται μια ξανθιά,
Μιας χήρας θυγατέρα,
Ξύπνα, καημέ..., καημένη! Αναστασιά,
Αμάν! ξύπνα κι ανά... ανάψε τη φωτιά.
Ξύπνα κι ανάψε τη φωτιά,
Κι ανάψε το λυχνάρι,
Γιατί μας πη..., καημένη! Αναστασιά,
Αμάν! γιατί μας πήρε η χαραυγή.
Γιατί μας πήρε η χαραυγή,
Μας πήρε μεσημέρι,
Και πού θα λη..., καημένη! Αναστασιά,
Αμάν! και πού θα λη… θα λημεριάσουμε.
Και πού θα λημεριάσουμε,
Θα στήσουμε λημέρι,
Να μείνω σε..., καημένη! Αναστασιά,
Αμάν! να μείνω σε..., βρε, σε κορφή βουνού.
Να μείνω σε κορφή βουνού,
Φοβάμαι από το κρύο,
Θα μείνω στην..., καημένη! Αναστασιά,
Αμάν! θα μείνω στην… στην αγάπη μου.
39. ΠΟΙΟΣ ΕΙΔΕ ΨΑΡΙ ΣΤΟ ΒΟΥΝΟ
(Συρτός)
Ποιος είδε ψα..., γεια σου, Αρκαδιανή,
Ποιος είδε ψα... ψάρι στο βουνό.
Και θάλασσα σπαρμένη,
Αρκαδιανή, καημένη.
Ποιος είδε τη..., γεια σου, Αρκαδιανή,
Ποιος είδε τη... την Αρκαδιανή.
Στα κλέφτικα ντυμένη,
Αρκαδιανή, καημένη.
Εγώ είδα ψα..., γεια σου, Αρκαδιανή,
Εγώ είδα ψα... ψάρι στο βουνό,
Και θάλασσα σπαρμένη,
Αρκαδιανή, καημένη.
Εγώ είδα τη..., γεια σου, Αρκαδιανή,
Εγώ είδα τη... την Αρκαδιανή.
Στα κλέφτικα ντυμένη,
Αρκαδιανή, καημένη.
Δώδεκα χρο..., γεια σου, Αρκαδιανή,
Δώδεκα χρο… χρόνους έκανε.
Στους κλέφτες καπετάνιος,
Αρκαδιανή, καημένη.
Κανείς δεν την…, γεια σου, Αρκαδιανή,
Κανείς δεν την... την εγνώρισε.
Πως ήτανε γυναίκα,
Αρκαδιανή, καημένη.
40. ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ ΠΟΥ ΠΑΣ ΣΤΗ ΦΤΕΡΗ
(Συρτός)
Εκεί ψηλά, ματάκια μου,
Εκεί ψηλά, που πας στη φτέρη.
Εκεί ψηλά, που πας στη φτέρη,
Κι εμένανες κοντοκαρτέρι.
Παίζοντας, ματάκια μου,
Παίζοντας να πάμε οι δυο μας.
Παίζοντας να πάμε οι δυο μας,
Μην μας δουν απ’ το χωριό μας.
Μην μας δουν, ματάκια μου,
Μην μας δούνε τα πουλιά.
Μην μας δούνε τα πουλιά,
Γεια σ’, αγάπη μου παλιά.
Μην μας δουν, ματάκια μου,
Μην μας δούνε τα λουλούδια,
Μην μας δούνε τα λουλούδια,
Γεια σ’, αγάπη μου καινούρια.
(ΧΙΜ)
.