Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο, τ’μ πέρα πάντα στο Στοιβωτό τον ανήφορο τ’ ακούσατε;

Ούτως ωμίλησεν ο παπα-Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστίαν τού εξ οσπρίων κι’ ελαιών οικογενειακού δείπνου, την εσπέραν της 23 Δεκεμβρίου του έτους 186…

Παρόντες ήσαν, πλην της παπαδιάς, των δύο αγάμων θυγατέρων και του δωδεκαετούς υιού, ο γείτονας, ο Πανάγος ο Μαραγκούδης, πεντηκοντούτης οικογενειάρχης, αναβάς δια να είπη μίαν καλησπέραν και να πίη μίαν ρακιά, κατά το σύνηθες, εις το παπαδόσπιτο, κι’ η θεια το Μαλαμώ η Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής, ελθούσα δια να φέρη την προσφοράν της, χήρα εξηκοντούτις, ευλαβής, πρόθυμος να τρέχη εις όλας τας λειτουργίας και να υπηρετή δωρεάν εις τους ναούς και τα ξωκκλήσια.

― Τ’ ακούσαμε κι’ ημείς, παπά, απήντησεν ο γείτονας ο Πανάγος· έτσ’ είπανε.

― Τι είπανε; Είναι σίγουρα, σας λέω, επανέλαβεν ο παπα-Φραγκούλης. Οι βλοημένοι, δεν θα βάλουν ποτέ γνώση. Επήγαν με τέτοιον καιρό να κατεβάσουν ξύλα, απάν’ απ’ του Κουρούπη τα κατσάβραχα, στο Στοιβωτό, εκεί που δεν μπορεί γίδι να πατήση. Καλά να τα παθαίνουν.

― Μυαλό δεν έχουν, αυτός ου κόσμος, θα πω, είπεν, η θεια το Μαλαμώ. Τώρα οι αθρώποι γινήκαν απόκοτοι.

― Να είχανε τάχα τίποτα κ’μπάνια μαζύ τσ’; είπεν η παπαδιά.

― Ποιος τους ξέρ’; είπεν η θεια το Μαλαμώ.

― Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια, υπέλαβεν ο Πανάγος ο μαραγκός. Αλλοιώς δε γένεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν και θηλειές στένουν για τα κοτσύφια. Είχαν πάρει κι’ αλάτι μπόλικο μαζύ τους, για να τ’ αλατίσουν για τα Χριστούγεννα.

― Τώρα Χριστούγεννα θα κάμουν απάν’ στο Στοιβωτό τάχα; είπε μετ’ οίκτου η παπαδιά.

― Να μπορούσε κανείς να τους έφερνε βοήθεια; εψιθύρισεν ο ιερεύς, όστις εφαίνετο κάτι μελετών μέσα του.

Ήτον έως πενηνταπέντε ετών ο ιερεύς, μεσαιπόλιος, υψηλός, ακμαίος και με αγαθώτατην φυσιογνωμίαν. Εις την νεότητά του υπήρξε ναυτικός, κι’ εφαίνετο διατηρών ακόμη λανθανούσας δυνάμεις, ήτο δε τολμηρός και ακάματος.

― Τι βοήθεια να τους κάνουνε; είπεν ο Πανάγος ο μαραγκός. Απ’ τη στεριά, ο τόπος δεν πατιέται. Έρριξε, έρριξε χιόνι, κι’ ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά. Ο Άη-Θανάσης έγιν’ ένα με τα Καμπιά. Η Μυγδαλιά δεν ξεχωρίζει απ’ του Κουρούπη.

Ο Πανάγος ωνόμαζε τέσσαρας απεχούσας αλλήλων κορυφάς της νήσου. Ο παπα-Φραγκούλης επανέλαβεν ερωτηματικώς:

― Κι’ απ’ τη θάλασσα, μαστρο-Πανάγο;

― Απ’ τη θάλασσα, παπά, τα ίδια και χειρότερα. Γραιολεβάντες δυνατός, φουρτούνα, κυαμέτ. Όλο και φρεσκάρει. Ξύδι μοναχό. Πού μπορείς να ξεμυτίσης όξ’ απ’ το λιμάνι κατά τ’ Ασπρόνησο!

― Από Σοφράν, το ξέρω, Πανάγο, μα από Σταβέτ;

Ο ιερεύς επρόφερε ούτω τους όρους Sobra vento και Sotto vento, ήτοι το υπερήνεμον, και υπήνεμον, εννοών ειδικώτερον το βορειοανατολικόν και το μεσημβρινοδυτικόν.

― Από Σταβέτ, παπά… μα είναι φόβος μην τόνε γυρίση στο Μαΐστρο.

― Μα… τότε πρέπει να πέσουμε να πεθάνουμε, είπεν ως εν συμπεράσματι ο ιερεύς. Δεν είναι λόγια αυτά, Πανάγο.

― Ε! παπά μ’, ο καθένας τώρα έχει το λογαριασμό τ’. Δεν πάει άλλος να βάλη το κεφάλι του στον τουρβά, κατάλαβες, για να γλυτώσ’ εσένα.

Ο παπα-Φραγκούλης εστέναξεν ως να ώκτειρε την ιδιοτέλειαν και μικροψυχίαν, ης ζώσα ηχώ εγίνετο ο Πανάγος.

― Και τι θα πάθουνε το κάτω-κάτω; επανέλαβεν, ως δια ν’ αναπαύση την συνείδησίν του ο μαραγκός. Να, θα είναι χωμένοι σε καμμιά σπηλιά, τσακμάκι θα ’χουν μαζύ τους, ξύλα μπόλικα. Μακάρι να μου ’χε κι’ εμέ η Πανάγαινα απόψε στην παραστιά μου τη φωτιά που θε ν’ έχουν αυτοί. Για μια βδομάδα πάντα θα είχανε κουμπάνια, και δεν είναι παραπάν’ από πέντε μέρες που αγρίεψε ο χειμώνας.

― Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό, στο Κάστρο, επανέλαβεν ο ιερεύς, θα είχε διπλό μισθό, που θα τους έφερεν κι’ αυτούς βοήθεια. Πέρσι, που ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας, δεν πήγαμε… φέτος που είναι βαρύς…

Και διεκόπη, ως να είπε πολλά. Ο αγαθός ιερεύς είχεν ήθος ανθρώπου λέγοντος οιονεί κατά δόσεις, ό,τι είχε να είπη. Εκ των υστέρων θα φανή ότι είχε την απόφασίν του και ότι όλα τα προοίμια ταύτα ήσαν μεμελετημένα.

― Και γιατί δεν κάνει καλόν καιρό ο Χριστός, παπά, αν θέλη να πάνε να τον λειτουργήσουν στην εορτή του, είπεν αυθαδώς ο μαστρο-Πανάγος.

Ο ιερεύς τον εκύτταξε με λοξόν βλέμμα, και είτα ηπίως του είπε:

― Ε! Πανάγο, γείτονα, δεν ξέρουμε, βλέπω, τι λέμε… Πού είμαστε ημείς ικανοί να τα καταλάβουμε αυτά!... Άλλο το γενικό, και άλλο το μερικό και το τοπικό, Πανάγο… Η βαρυχειμωνιά γίνεται για καλό, και για την ευφορίαν της γης, και για την υγείαν ακόμα. Ανάγκη ο Χριστός δεν έχει να πάνε να τον λειτουργήσουνε… Μα όπου είναι μερική προαίρεσις καλή, κι’ έχει κανείς και χρέος να πληρώση ας είναι και τόλμη ακόμα, και όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός, και εναντίον του καιρού, και με χίλια εμπόδια… Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλάς, και με θαύμα ακόμα, τι νομίζεις, Πανάγο;… Έπειτα, πως θέλεις να κάμη ο Χριστός καλόν καιρόν, αφού άλλες χρονιές έκαμε, κι’ ημείς από αμέλεια δεν πήγαμε να τον λειτουργήσουμε;

Όλοι οι παρόντες ηκροάσθησν εν σιωπή την σύντομον και αυτοσχέδιον ταύτην διδαχήν του παπά. Η θεια το Μαλαμώ έσπευσε να είπη:

― Αλήθεια, παπά μ’, δεν είναι καλό πράμα αυτοδά, θα πω, ν’ αφήνουν τόσα χρόνια τώρα το Χριστό αλειτούργητο την ημέρα της Γέννας του… Για τούτο θα μας χαλάσ’ κι’ ου Θεός!

― Κι’ είχαμε κάμει κι’ ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκάμερο, αλήθεια, παπαδιά; είπεν αίφνης, στραφείς προς την συμβίαν του ο ιερεύς.

Η παπαδιά τον εκύτταξεν ως να μην ενόει.

­― Οπού ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης, επανέλαβεν ο ιερεύς, δεικνύων τον δωδεκαετή υιόν του. Θυμάσαι το τάμα που κάμαμε;

Η παπαδιά εσιώπα.

― Έταξες, αν γλυτώση, να πάμε, σα-μπροστά, να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του.

― Το θυμούμαι, είπε σείουσα την κεφαλήν η παπαδιά.

Τω όντι, ο μόνος υιός του παπά, ο δωδεκαετής Σπύρος, ον αυτός απεκάλει ειρωνικώς και θωπευτικώς Λαμπράκην, ένεκα της άκρας ισχνότητος και αδυναμίας, εξ ης έφεγγεν οιονεί το προσωπάκι του, είχε κινδυνεύσει να αποθάνη πέρυσι τας ημέρας των Χριστουγέννων. Η παπαδιά, ήτις ήγγιζεν ήδη το πεντηκοστόν, και τον είχε μόνον και υστερόγονον, κατόπιν τεσσάρων επιζόντων κορασίων, ων αι δύο πρώται ήσαν υπανδρευμέναι ήδη, και μετά οκτώ γέννας, ων αι δύο διδύμων, και πέντε θανάτους, η παπαδιά είχε τάξει, αν γλύτωνε το αγόρι της, να υπάγη του χρόνου να λειτουργήση τον Χριστόν.

Το ενεθυμείτο και το εσυλλογίζετο προ ημερών, και απ’ αρχής της ομιλίας του παπά αυτό μόνον εσκέπτετο. Αλλ’ έβλεπεν ότι εφέτος θα ήτο δυσκολώτατον, φοβερόν, ανήκουστον τόλμημα, ένεκα του βαρέος χειμώνος, και εφρόνει ότι ο Χριστός θα ήτο συγγνώμων και θα παρεχώρει νέαν προθεσμίαν.

Εν τούτοις, γνωρίζουσα την συνήθη τακτική του παπά, ως και την ισχυρογνωμοσύνην του, απεφάσισεν ενδομύχως να μη αντιλέξη. Και ου μόνον τούτο, αλλά και άλλο τι ηρωικότερον και εις πολλούς απίστευτον· όπου αποφασίση να υπάγη ο παπάς, να υπάγη κι’ αυτή μαζύ του.

Ήτο γυνή δειλοτάτη, αλλά μόνον ενόσω ευρίσκετο μακράν του παπά. Όταν ήτο πλησίον του παπά της, ελάμβανε θάρρος, η καρδίας της εζεσταίνετο, και δεν εφοβείτο τους κινδύνους. Εάν τυχόν ανεχώρει ο παπάς, χωρίς αυτής, να υπάγη εις το Κάστρον, η καρδούλα της θα έτρεμεν, ως το πουλάκι το κυνηγημένον. Αλλ’ εάν την έπαιρνε μαζύ του, θα ήτο ησυχωτάτη.
Η μεγάλη κόρη, η εικοσαέτις, το Μυγδαλιώ, ενόησεν αμέσως τα τρέχοντα, και ήρχισε, παρά το πλευρόν της μητρός της καθήμενη, πλησίον της εστίας, να ολολύζη ταπεινή τη φωνή, εις το ους της μητρός της.

― Πού θα πάτε, θα πω; Παλαβώσετε, θα πω;… Με τέτοιον καιρό!... Να πάτε στο Κάστρο! Ωχ! καϋμένη… Τι να γίνω;

Η νεωτέρα κόρη, η δεκαεξαέτις, το Βασώ, αρχίσασα και αυτή να εννοή, υπεψιθύρισε:

― Τι λέει;… θα πάνε στο Κάστρο;… Και άρχισες τα κλάμματα! Μουρλάθηκες! Σιώπα, θα με πάρουν κι’ εμέ μαζύ… θα με πάρετε, μα;…

― Σουτ! Λ’φάξτε! είπεν αυστηρώς η παπαδιά.

― Τι τρέχει; είπεν η θεια το Μαλαμώ, ακούσασα τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας.

― Τίποτε, Μαλαμώ, είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς· ησύχασε. Πανάγο, είπε στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκό, ευρών εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, δεν πας, να χης την ευχή, να πης του μπαρμπα-Στεφανή του Μπέρκου, να ’ρθή από δω, τόνε θέλω να τ’ πω;…

Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός τινάξας τα σκέλη του.

― Πηγαίνω, παπά, είπε. Θέλω κι’ εγώ να πάω να ιδώ μη μώ ’χη τίποτα η Πανάγαινα για να φάμ’ απόψε.

― Πήγαινε να του πης πρώτα, κι’ ύστερα γυρίζεις και τρώτε.

― Η ευχή σας! Καληνύχτα, παπαδιά.

Κι’ εξήλθε.

― Τι λέει, θα πω, είπεν η θεια το Μαλαμώ, μετά την αναχώρησιν του Πανάγου, θα πας στο Κάστρο, παπά;

― Να ιδούμε τι θα μας πη κι’ ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος.

― Ηγώ, ένας-ιμ, είπεν η θεια το Μαλαμώ, α θε πας, έρχουμη.

― Κι’ ηγώ, είπεν η παπαδιά.

― Δεν είναι για να ’ρθής εσύ, παπαδιά, είπεν ο ιερεύς. Φτάνει που θα κακοπαθήσω εγώ… Δεν πρέπει να λείψουμε κι’ οι δύο απ’ το σπίτι.

― Ηγώ τώ ’καμα του τάμα, είπεν η παπαδιά.

― Μα αν πάω εγώ το ίδιο είναι.

― Δεν είμαι ήσυχη αν δεν είμαι κουντά σου, παπά μ’, είπεν η παπαδιά.

― Κι’ ημάς πού θα μας αφήσετε! έκραξε με δάκρυα εις τους οφθαλμούς το Μυγδαλιώ.

― Σιώπα, καϋμένη, είπε το Βασώ. Θα με πάρ’νε κι’ εμένα μαζύ, σιώπα!

― Ναι, εσένα σ’ φαίνεται πως είσ’ ακόμα μικρή, χαδούλα μ’! Γιατί έτσ’ σ’ μάθανε. Δε φταις εσύ! είπε το Μυγδαλιώ, εκχύνουσα την ενδόμυχον ζήλειαν της επί τη τύχη της αδελφής της, ήτις ως μικροτέρα, δεν είχε κρυφθή ακόμη, ήτοι δεν απείργετο της κοινωνίας ως αι προς γάμον ώριμοι και απήλαυε σχετική τινός ελευθερίας.

Ο μικρός Λαμπράκης είχε πέσει εις τον τράχηλον της μητρός του.

― Θα με πάρετε κι’ εμένα μαζύ, μάννα; εψιθύρισε, περιπτυσσόμενος τον λαιμό της.

― Τι λες, χαδούλη μ’! Τι λες, πιδί μ’; απήντησε φιλούσα αυτόν η παπαδιά. Εγώ, αν πάω, για σένα θα πάω, γυιε μ’· κι’ αν απομείνω, για σένα θ’ απομείνω, γυιόκα μ’, για να μην κρυώσης. Όπως αποφασίση ο παπάς σ’, μικρό μ’. Τώρα συρ’ να πης την προσευχή σ’ και να κάμης μετάνοια τ’ παπά σ’, να πλαγιάσης, για να μη μοιργώνης, κανάρι μ’!

― Ναι, θα πας· αμ δε θα πας! έκραξε το Μυγδαλιώ, απαντώσα εις έν ρήμα της μητρός της.

― Σιωπάτε! ακόμα δεν αποφασίσαμε τίποτε, κι’ εσηκώσατ’ επανάσταση, είπεν ο παπάς. Να ιδούμε τι θα μας πη κι’ ο μπαρμπα-Στεφανής.

Είτα, στραφείς προς την παπαδιά:

― Μας φέρανε τίποτε λειτουργιές, μπάριμ;

Η παπαδιά έδειξε δια του βλέμματος, σκεπασμένας με ραβδωτήν δίχρουν σινδόνα, τας ολίγας προσφοράς, όσας είχαν φέρει εις την οικίαν του ιερέως τινές των ενοριτισσών, μέλλουσαι να μεταλάβωσι την επαύριον, παραμονή των Χριστουγέννων. Η θεια το Μαλαμώ τας είχεν ιδεί προ πολλού, και προσεπάθει να τας ξεσκεπάση, οιονεί με τας ακτίνας του βλέμματος, να μαντεύση ως πόσαι ήσαν.

― Μας βρίσκεται και τίποτα παξιμάδι; ηρώτησεν πάλιν ο ιερεύς.

― Θα έμεινε κάτι ολίγο απ’ της Παναγιάς. Όλο τα Σαρανταήμερο ζυμώνουμε κη τρώμε απ’ τα βλογούδια, είπεν η πρεσβυτέρα.

Βλογούδια ήσαν οι μικροί σταυροσφράγιστοι αρτίσκοι, οι προσφερόμενοι υπό των ενοριτών εις τους οίκους των ιερέων κατά το Σαρανταήμερον. Αντί όμως αρτίσκων, αι περισσότεραι ενορίτισσαι, κατά τους τελευταίους χρόνους, επροτίμων να προσφέρωσιν απλούν άλευρον, και δια τούτο η παπαδιά είπεν, «εζύμωναν απ’ τα βλογούδια».

.

Βήμα ηκούσθη εις τον πρόδρομον. Ηνοίχθη η θύρα και εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής ο Μπέρκος, υψηλός, στιβαρός, εξηκοντούτης, με παχύν φαιόν μύστακα, με σκληρόν και ηλιοκαές δέρμα, φορών πλατύν κούκκον και καμιζόλαν μαλλίνην βαθυκύανον, με το ζωνάρι κόκκινον, δύο πιθαμές πλατύ. Κατόπιν τούτου εφάνη και άλλη μορφή ορθή, ιστάμενη παρά την θύραν. Ήτο ο Πανάγος ο μαραγκός, όστις αν και είχεν αφήσει την καλήν νύκτα, ειπών, ότι θα μετέβαινεν οίκαδε να δειπνήση, ουχ ήττον κεντηθείσης, φαίνεται, της περιεργείας του να μάθη τι τον ήθελαν τον μπαρμπα-Στεφανή τον Μπέρκον, ανέβη και πάλιν εις την οικίαν του παπά.

― Καπετάν-Στεφανή, είπεν ο ιερεύς, τι λες, μ’ αυτόν τον καιρό, μπορεί κανείς να πάη στο Κάστρο, με τ’ βάρκα, Σταβέτ;

― Από Σταβέτ;… Με τ’ βάρκα;… Στο Κάστρο;… ηκούσθη από της θύρας ως καινή τις πρωθύστερος και ανάστροφος ερωτηματική ηχώ. Ήτο ο μαστρο-Πανάγος ο μαραγκός, με την κεφαλήν προέχουσαν εις το ανώφλιον, με την μίαν πλευράν οιονεί κολλημένην επί του παραστάτου.

Αλλ’ ο μπαρμπα-Στεφανής, μόλις ήκουσε την ερώτησιν του ιερέως, και χωρίς να σκεφθή πλέον του δευτερολέπτου, με την χονδρήν, ταχείαν κι’ εμπερδειμμένην προφοράν του ανέκραξε.

― Μπράβο! Μπράβο! Ακούς! Ακούς! Στο Κάστρο; Μετά χαράς! Όρεξη να ’χης, όρεξη να ’χης, παπά!

― Να, άνθρωπος! είπεν ο παπάς. Έτσι σε θέλω, Στεφανή! Τι λες, είναι κίνδυνος;

― Κίντυνος λέει; Ντιπ, καταντίπ, καθόλ’! Εγώ σας παίρνω απάνου μ’ παπά! Μονάχα πως μπορεί να κρυώσετε, τίποτε, τίποτε άλλο. Θα ’ρθή, κι’ η παπαδιά θα ’ρθη κι’ άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είναι μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει κη τριάντα νομάτοι, κη σαράντα νομάτοι, κη μ’ ούλες τις κουμπάνιες σας, με τα σέγια σας, με τα πράματά σας. Κι’ η φουρτούνα τώρα, κατάλαβες, όσον πάει κη πέφτ’. Ταχιά θα ’χουμε καλωσύνη, μπονάτσα, κάλμα. Όλο κη καλοσ’νεύει, να τώρα καλοσύνεψε!

Ως δια να ψεύση την διαβεβαίωσιν του γέροντος πορθμέως, οξύς συριγμός παγερού βορρά ηκούσθη, σείων τα δένδρα του κήπου και τους ξυλοτοίχους του μαγειρείου, επί του σκεπαστού εξώστου της οικίας, αι ύελοι δε και τα παράθυρα απήντησαν δια γοερού στεναγμού.

― Να! ακούς; Καλοσύνεψε! είπε, καγχάζων θριαμβευτικώς, ο μαστρο-Πανάγος.

― Σιώπα εσύ, δεν ξέρ’ς εσύ, ανέκραξεν ο Στεφανής. Εσύ ξέρ’ς να πελεκάς στραβόξυλα και να καρφώνης μαδέρια. Αυτή είναι η στερνή δύναμη της φουρτούνας, είν’ αέρας που ψ’χομαχάει. Αύριο θα μαλακώσ’ ο καιρός, σας λέω εγώ! Μπορεί να ’χουμε ακόμα και καμμιά μικρή χιονιά, δε σας λέω, μα ημείς από Σταβέτ, ανάγκη δεν έχουμε.

― Και σαν τόνε γυρίση Μαΐστρο; επέμεινεν ο μαραγκός.

― Κη χωρίς να τόνε γυρίση στο μαΐστρο, εγώ σ’ λέω, πως από την Κεχριά κι’ εκεί θεν’ έχουμε θαλασσίτσα, είπε, τρίβων τας χείρας ο Στεφανής. Αυτά είναι αποθαλασσιές και δε λείπουν, κατάλαβες, κι’ ο κόρφος μπουκάρει ολοένα, κι’ ούλο στρίβει. Μα δε μας πειράζ’ ημάς αυτό. Εγώ σας παίρνω απάνου μ’, ο Στεφανής σας παίρνει απάν’ τ’!

― Μπράβο, Στεφανή, τώρα μ’ έκαμες ν’ αποφασίσω. Ήπιες ρακί; Τράβα κι’ άλλο ένα, είπεν ο παπάς.

― Έχω πιει πέντ’ εξ ως τώρα, έτσι να ’χω την ευχή σ’, παπά.

― Πιε κι’ άλλο ένα να γίνουν εφτά.

Ο μπαρμπα-Στεφανής ερρόφησε γενναίαν δόσιν εκ της μικράς φιάλης, της πάντοτε κενουμένης και ουδέποτε στειρευούσης, του ιερατικού μελάθρου.

― Είσαστ’ έτοιμοι; Είσαστ’ έτοιμοι; είπεν ακολούθως. Πήρες τα ιερά σ’, παπά, τα χαρτιά σ’ ούλα, τα ’χεις έτοιμα; Έχετε τίποτε πράματα να σας κουβαλήσω, για να ’μαστ’ α-σένιος;

― Από τώρα; είπεν ο παπα-Φραγκούλης.

― Από τώρα! Τι λες; Να είμαστ’ α-πρόντο, παπά; Εγώ στες δύο θα ’ρθω να σας φωνάξω, κι’ εσείς να είσαστ’ α-λέστα. Διάβασε, τι θα διαβάσης, παπά, κη στες τρεις να μβαρκάρουμε.

― Εγώ θα είμαι ξυπνητός απ’ τη μια, είπεν ο ιερεύς, γιατί έχω το ξυπνητήρι μου… κι’ έπειτα είμαι και μοναχός μου ξυπνητήρι. Μα στες τρεις είναι πολύ νωρίς. Να χαράξη, Στεφανή, και να μπαρκάρουμε.

― Στες τρεις, στες τέσσαρες, παπά, για να μην πέση ο αέρας, να τον έχουμε πρύμα ως τες Κουκ’ναριέ, να ’χουμε μέρα μπροστά μας. Από κει ως το Μανδράκι, κι’ ως τον Ασέληνο, τραβούμε σιγά-σιγά με το κουπί. Από κει ως τις Κεχρεές κι ως την Αγία Ελένη, θα μας παίρνη αγάλι-αγάλια με το πανάκι. Κι’ απ’ την Αγία Ελένη κι’ εκεί, αν δεν μπορέσουμε, να μ’ντάρουμε…

― Ε, ύστερα;

― Εγώ θαλασσώνω και βγαίνω στη στεριά, και σας τραβώ με τη μπαρούμα ως τον Άη-Σώστη.

Εκάγχασαν όλοι προς τον αστεϊσμόν του απλοϊκού ναύτου, ο δε παπάς, όστις εφοβείτο και αυτός την τροπήν του ανέμου εις το μέρος περί ου ο λόγος, παρετήρησε προς παραμυθίαν των ακροατών:

― Μα, εγώ λέω, ότι θα μπορέσουμε στεριό να τραβήξουμε στην ακρογιαλιά, τον κρεμνό τον ανήφορο. Όσο ψηλά κι’ αν το στοίβαξε το χιόνι στα βουνά, στες ακρογιαλιές ο τόπος πατιέται.
Έμειναν σύμφωνοι να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση είδησιν εις τας τρεις, δια να ετοιμασθούν, και εις τας τέσσαρας να εκκινήσωσιν. Ο παπα-Φραγκούλης διέταξε να πεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί, όσας είχε, και τινά δίπυρα, και εις δύο μεγάλα κλειδοπινάκια έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δύο επταοκάδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του. Ετύλιξε εις χαρτία δύο ή τρία ξηροχτάποδα, και μικρόν κυτίον το εγέμισεν ισχάδας και μεγαλόρρογας σταφίδας. Τα δύο παπαδοκόριτσα, με τα παράπονα και τους γογγυσμούς της η μία, με τους κρυφίους γέλωτας και την ελπίδα της συμμετοχής του ταξιδιού η άλλη, έβρασαν όσα αυγά είχαν, ως τέσσαρας δωδεκάδας, και τα έθεσαν εις τον πάτον ενός καλαθίου, το οποίον απεγέμισαν είτα με δύο πρόσφορα τυλιγμένα εις οθόνας, με κηρία και με λίβανον. Προσέτι ο παπα-Φραγκούλης είχε παρακαλέσει τον μπαρμπα-Στεφανήν να περάση από τα σπίτια δύο εμποροπλοιάρχων φίλων του, εκ των παραχειμαζόντων με τα πλοία των εις τον λιμένα, να τους παρακαλέση εκ μέρους του να του στείλουν, αν τους ευρίσκετο, ολίγον κρέας σαλάδο, εξ εκείνου το οποίον μαγειρεύουν εις τα πλοία τα εκτελούντα μακρούς πλόας. Εκείνοι, φιλοτιμηθέντες, έστειλαν δύο μεγάλα τεμάχια, έως πέντε οκάδας τα δύο.

Όλας ταύτας τα προμηθείας έκαμνεν ο παπάς προβλεπτικώς δια τους αποκλεισθέντας εις το βουνόν από την χιόνα, περί ων έγινε λόγος εν αρχή, καθώς και δι’ εαυτόν και τους μεθ’ εαυτού συνεκδημήσοντας προσκυνητάς, καθ’ όσον ενδεχόμενον ήτο να θυμώση και πάλιν ο καιρός, και να τους κλείση ο χειμών εις το Κάστρον, αν εν τοσούτω έμελλον να φθάσωσιν εις το Κάστρον σώοι και υγιείς.

Πριν κατακλιθή, ο παπα-Φραγκούλης έστειλε μήνυμα εις τον συνεφημέριόν του τον παπ’-Αλέξην, όστις άλλως ήτο και ο εφημέριος της βδομάδος, ότι δεν θα ήτο συλλειτουργός την επιούσαν, παραμονήν των Χριστουγέννων, εν τω ενοριακώ ναώ, καθόσον απεφάσισε, συν Θεώ βοηθώ, να υπάγη να λειτουργήση τον ναόν του Χριστού εις το Κάστρον.

Είχαν πάρει είδησιν αφ’ εσπέρας δύο-τρεις ενορίτισσαι, γειτόνισσαι του παπά, διότι ο Πανάγος, εξελθών, ανεκοίνωσε το πράγμα εις την γυναίκαν του, και αύτη το διηγήθη εις τας γειτόνισσας. Επίσης και η θεια το Μαλαμώ εστάλη να φέρη είδησιν εις τον κυρ-Αλεξανδρήν τον ψάλτην, μεθ’ ο εξελθούσα έσπευσε να προσηλυτίση δύο ή τρεις πανηγυριστάς και άλλας τόσας προσκυνητρίας.

Όταν έμελλον να επιβιβασθώσιν, ευρέθησαν δεκαπέντε άτομα. Η απόφασις του παπά και η γενναιότης του μπαρμπα-Στεφανή, μετά την πρώτην έκπληξιν, ενέβαλε θάρρος εις άνδρας και γυναίκας. Ήσαν δε όλοι εξ εκείνων, οίτινες συχνά τρέχουσιν, άρρητον ευρίσκοντες ηδονήν, εις πανηγύρια και εις εξωκκλήσια. Ήταν ο παπα-Φραγκούλης, μετά της παπαδιάς, της Βάσως και του Σπύρου, ο μπαρμπα-Στεφανής μετά του δεκαεπταετούς υιού του, όστις ήτο και ο ναύτης του, η θεια το Μαλαμώ, ο κυρ-Αλεξανδρής ο ψάλτης, τρεις άλλοι πανηγυρισταί και τέσσαρες προσκυνήτριαι. Την τελευταίαν στιγμήν προσετέθη και δέκατος έκτος.

Ούτος ήτο ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο αδελφός του Αργύρη, του αποκλεισμένου από τας χιόνας. Ήλθεν εις την αποβάθραν με σάκκον πλήρη τροφίμων και με άλλα τινά εφόδια δια την εκδρομήν. Ιδών αυτόν ο ιερεύς.

― Πώς το έμαθες, Βασίλη, του λέγει.

― Το έμαθα, παπά, απ’ τον μαστρο-Πανάγο τον μαραγκό.

― Τι ώρα και πού τον είδες;

― Κατά τις δέκα τον ηύρα εις το καπηλειό του Γιάννη του Μπούμπουνα. Είχε φάει ψωμί κι’ εβγήκε αν πιη δυο τρία κρασιά με το ισνάφι. Έλεγε, πως αποφασίσατε να πάτε στο Κάστρο, και σας εκατάκρινε για την τόλμη. Μα εγώ το χάρηκα, γιατί ανησυχώ για κείνον τον αδερφό μου, και θέλω να ’ρθώ μαζύ σας, αν με παίρνετε.

―Ας είναι, καλώς να ’ρθής, είπεν ο ιερεύς.

Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικόν του λιμένος, έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός, και ο πλους ευοίωνος ήρχιζε. Ναι μεν εκρύωναν πολύ, αλλ’ ήσαν όλοι βαρέως ενδεδυμένοι. Ο παπάς εκάθισεν εις το πηδάλιον, φορών την γούναν του. Η πρεσβυτέρα είχε το σάλι της το διπλό, η θεια το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι και την κουζούκα της. Ο μπαρμπα-Στεφανής ήτο με την νιστεράδα του, με τον κηρωτόν πίλον του, με τον ιμάντα δεδεμένον υπό του πώγωνα, με τα μακρά πτερύγια σκεπάζοντα τα ώτα, και ο υιός του Σπύρος, ο καλούμενος κοινώς το Μπερκάκι, με τας πρεκνάδας και με τα βούλλας εις το πρόσωπον, ήτο με τα μανίκια της μαλλίνης καμιζόλας του ανασφουγγωμένος ως τους αγκώνας.

Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ’ ο άνεμος ήτο παγερός. Αίθριος ο ουρανός, σταυρωμένος από τον βορράν. Η σελήνη ήτο εις το πρώτον τέταρτον και είχε δύσει προ πολλού. Τα άστρα έτρεμαν εις το στερέωμα, η πούλια εμεσουράνει, ο γαλαξίας έζωνε τον ουρανόν. Ο πήχυς, η άρκτος και ο αστήρ του πόλου έλαμπαν με βαθείαν λάμψιν εκεί επάνω. Η θάλασσα έφρισσεν υπό την πνοήν του βορρά, και ηκούοντο τα κύματα πλήττοντα μετά ρόχθου την ακτήν, εις ην μελαγχολικώς απήντα ο φλοίσβος του ύδατος περί την πρώραν της μεγάλης και δυνατής βάρκας.

Έκαμψαν το Καλαμάκι και ακόμη δεν είχε χαράξει. Ήρχισε μόλις να γλυκοχαράζη πέραν της αγκάλης του πλατανιά. Έφεξαν εις τον Στρουφλιά, αντικρύ του τερπνού και συνηρεφούς δάσους των πιτύων, εξ ου η θέσις ονομάζεται Κουκ’ναριές. Τότε οι επιβάται είδον αλλήλους υπό το πρώτον φως της ημέρας, ως να έβλεπαν αλλήλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ωχρά και χείλη μελανά, ρίνες ερυθραί και χείρες κοκκαλιασμέναι. Η θεια το Μαλαμώ είχεν αποκοιμηθή δις ήδη υπό την πρύμνην, όπου έσκεπε το πρόσωπόν της με την μαύρην μανδήλαν ως την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ως τα γόνατα. Ο κυρ-Αλέξης είχε πάρει δύο τροπάρια παραπλεύρως αυτής ονειρευόμενος, ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πώς αύτη εκινείτο ευρύθμως, ως βεφικόν λίκνον. Ο υιός του παπά, ο Σπύρος, έκαμνε συχνές μετάνοιες, και όσον αίμα είχεν, είχε συρρεύσει όλον εις την ρίνα του, ήτις ήτο και το μόνον ορατόν μέλος του σώματός του. Η παπαδιά, εν τη ευσεβεί φιλοστοργία της, είχε κρίνει, ότι ώφειλε να τον πάρη μαζύ, αφού δι’ αυτόν ήτο το τάξιμον. Τον απέσπασεν αποτόμως της κλίνης, τον ένιψε και τον ενέδυσε με διπλά υποκάμισα, δύο φανέλλας, χονδρόν μάλλινον γελέκιον, διπλούν σακκάκι κι επανωφόρι, και περιετύλιξε τον λαιμόν του με χνοώδες ολομάλλινον μανδήλιον, ποικιλόχρουν και ραβδωτόν, μακρό, καταπίπτον επί το στέρνον και τα νώτα. Τώρα, παρά την πρύμνην, αριστερόθεν του παπά καθήμενη, αριστερά της είχε τον Σπύρον, και ζητούσα αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν, δι’ ης είχε περιχαρακώσει τον υιόν της.

Ο παπάς, όστις δεν είχεν αποβάλει την φαιδρότητά του, ουδ’ έπαυε ν’ ανταλλάση αστεϊσμούς και σκώμματα με τον μπαρμπα-Στεφανή, στρεφόμενος προς αυτήν ενίοτε της έλεγε:

― Να, γι’ αυτόνε το Λαμπράκη, το γυιό σου, τα παθαίνουμε αυτά, παπαδιά!

― Κη τι πάθαμε, με τ’ δύναμ’ τ’ Θεού; απήντα η παπαδιά, ήτις κατά βάθος πολύ ανησύχει με αυτό το παράτολμον ταξίδιον. Ευτυχώς η παρουσία του παπά τής έδινε θάρρος.

― Δε μ’ λες, παπαδιά, είπε με την τραχείαν φωνήν του ο μπαρμπα-Στεφανής, θελήσας ν’ αστεϊσθή και με την πρεσβυτέραν, δε μ’ λες, γιατί λένε: «Κύρι’ ελέησον! παπαδιά πέντε μήνες δυο παιδιά!»

―Γιατί, μαθές, το λένε; απήντησε χωρίς να πειραχθή η πρεσβυτέρα. Πάρε παράδειγμα από μένα. Οχτώ γέννες, δέκα παιδιά.

― Θα πη, το λοιπόν, πως οι παπαδιές είναι πολύ καρπερές. Μα γιατί;

― Γιατί οι παπάδες δεν λείπουν χρόνο-χρονικής από κοντά τους, είπεν η θεια το Μαλαμώ.

― Να, το Μαλαμώ πάλι το κατάλαβε, είπεν ο παπάς· δεν σας τώ ’λεγα εγώ; Εσύ κι’ ο εξάδελφός σου ο Αλεξανδρής (εννοών τον ψάλτην) έχετε μεγάλον νου.

Ο παπάς δεν έπαυε να αστεΐζεται με όλας τας εν τω πλοιαρίω ενορίτισσές του. Εις την μίαν έλεγε: «Μα κείνος ο Θοδωρής (εννοών τον άνδρα της) κοιμάται όταν τα φτιάνη αυτά τα παιδιά;» Εις την άλλην: «Μα δεν είναι καμμιά, που να μη θέλη παντρειά! Εγώ έχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπάν’ από διακόσια ανδρόγυνα, και καμμιά δεν ευρέθη να πη πως δεν θέλει!»

Αλλά το κυριώτερον θύμα του παπα-Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:

― Δε μου λες, Αλεξανδρή, τι θα πη, τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, «ο ανυψώσας το κέρας ημών»; Ποιος είναι αυτός ο ανυψώσας;

― Να, ο ανηψιός σας, απήντα ο κυρ-Αλεξανδρής, μη εννοών άλλως την λέξιν.

― Και τι θα πη «Σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών»; ηρώτα πάλιν ο παπάς.

― Να, σκύλα, Βαβυλών, απήντα ο ψάλτης, νομίζων, ότι περί σκύλας πράγματι επρόκειτο.

Ταύτα ελέγοντο ενόσω ήτο υπήνεμος η βάρκα, με τας κώπας βραδυπορούσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τον Ανάργυρον και την Ασέληνον, αριστερόθεν πελαγωμένη αντικρύ των Τρικέρων και του Αρτεμισίου. Ο παπα-Φραγκούλης εκάθητο κυβερνών εις το πηδάλιον, οι άλλοι εβοήθουν εις την κωπηλασίαν. Και αυτός ο κυρ-Αλεξανδρής, αν και αδζαμής περί τα ναυτικά πράγματα, ησθάνθη την ανάγκην να κωπηλατήση δια να ζεσταθή. Κι’ η θεια το Μαλαμώ εκωπηλάτησε σχεδόν επί ημισείαν ώραν. Ευτυχώς, αν κι’ εκρύωναν όλοι, και αι ψυχραί ριπαί, αι κατερχόμεναι από των χιονοφόρτων ορέων, εξύριζαν τα ώτα και τους λαιμούς των, είχον όμως τους πόδας θερμούς, το ευεργετικόν τούτο αποτέλεσμα της γειτνιάσεως του πόντου. Ο ήλιος είχε προβάλει από τα σύννεφα επ’ ολίγας στιγμάς (ήλιος με δόντια – γριά με τα χταπόδια! ανέκραξεν ο Λαμπράκης), διότι ενώ την νύκτα ηθρίαζε κι’ εγίνετο «ο ουρανός καντήλι», την ημέραν συνήγοντο πάλιν τα νέφη και ο βορράς εφαίνετο υποχωρών εις τον απηλιώτην, ως να ηπειλήτο βροχή· αλλά μόλις επρόβαλε, κι’ εφάνη ως να έβλεπε ποία ήτο η υψηλοτέρα και εγκυτέρα κορυφή εκ των καταλεύκων ορέων ολόγυρα, η του Πηλίου ή η του Όθρυος, δια να σπεύση το ταχύτερον να κρυφθή. Αλλά τα νέφη σωρευθέντα πάλιν τον απήλλαξαν του κόπου τούτου.

Η ακριβής απόστασις από του μεσημβρινού λιμένος έως το βορεινότερον άκρον της νήσου, όπου έπλεον, θα ήτο ώς δέκα ναυτικών μιλίων. Ο παπάς έβλεπεν, ότι ήθελον νυκτώσει, πριν φθάσωσιν εις το Κάστρον. Ήτο μεσημβρία ήδη, και δεν έφτασσαν ακόμη εις την Κεχρεάν την ωραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα, με τας ελαιοφύτους κλύτας, με τον Αραδιάν, τον πυκνόν δρυμώνα της, με το ρεύμα και τας πλατάνους και τους νερομύλους της. Όταν έφθασαν εις την Κεχρεάν, συνέβη εκείνο το οποίον ο μεν κακομάντης Πανάγος προέλεγεν, ο δε Στεφανής, δεν ηγνόει, και ο παπα-Φραγκούλης προέβλεπεν. Είτε τροπή εις τον μαΐστρον ήτο, είτε αποθαλασσιά και «μπουκάρισμα του κόρφου», τα κύματα ήρχισαν να ογκούνται κατάπρωρα του μικρού σκάφους, και η βάρκα με το λευκόν πανίον της, και με τον φλόκον και την αντένα της, ήρχισε να σκιρτά επί των κυμάτων, ομοία με Ελληναλβανόν χορεύοντα ηρωικούς χορούς, με τον λευκό χιτώνα ανεμίζοντα, με τον ένα βραχίονα τριγωνοειδή εις την μέσην, με τον άλλον υψιτενή και παίζοντα τα δάκτυλα. Αι γυναίκαι ήρχισαν να δειλιώσι. Η θεια το Μαλαμώ ηρώτα τον παπάν αν δεν ήτο καλόν ν’ αποβιβασθώσι και ανέλθωσιν εις την Παναγίαν την Κεχρεάν να λειτουργήσωσιν, όπως εορτάσωσιν εκεί τα Χριστούγεννα. Ο κυρ-Αλεξανδρής, ζαλισθείς, εζάρωσεν εις μίαν γωνίαν, και οι άλλοι επιβάται μεγάλως ανησύχουν. Μόνον δύο άνδρες δεν εδειλίασαν, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο παπα-Φραγκούλης.

Είς των επιβατών επρότεινε ν’ αράξωσι προσωρινώς εις την Κεχρεάν, εωσότου κοπάση ο άνεμος. Ο Στεφανής και ο ιερεύς συνεννοούντο δια νευμάτων. Απείχον ακόμη από το Κάστρον υπέρ τα τρία μίλια. Δύο μέσα ηδύναντο να δοκιμάσωσιν, αν τα εύρισκον τελεσφόρα· ή να συστείλωσι τα ιστία και να προχωρήσωσι με τας κώπας, καταφρονούντες τον αφόρητον, δια τας γυναίκας μάλιστα, σάλον περιβρεχόμενοι από τα θραυόμενα και εισπηδώντα εις το σκάφος κύματα, ριγούντες και δεινώς πάσχοντες, ή ν’ αποβιβασθώσιν εις την ξηράν και να δοκιμάσωσιν, αν θα εύρισκον δρομίσκον τινά, όχι πολύ πλακωμένον από την χιόνα, ώστε να είναι βατός εις ανθρώπους. Πτυάρια και αξίνας δύο τρεις είχε πάρει μαζύ του ο Βασίλης της Μυλωνούς, προβλέπων, ότι ίσως θα εχρησίμευον δια ν’ ανοίξη δρόμον προς ανεύρεσιν του αποκλεισμένου αδελφού του. Ο παπα-Φραγκούλης απεφάνθη, ότι, αφού εξάπαντος θα ενύχτωναν, κάλλιον θα ήτο να δοκιμάσωσι το πρώτον, διότι κέρδος θα ήτο, είπεν όσον ολίγον και αν ηδύναντο να προχωρήσωσι δια θαλάσσης, και ύστερον θα είχον καιρόν να καταφύγωσι και εις την δευτέραν μέθοδον.

Ήδη, ο ήλιος, επιφανείς ακόμη μίαν φοράν, έκλεινε προς την δύσιν. Ήτο τρίτη και ημισεία ώρα. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα του μπαρμπα-Στεφανή, με το ανθρώπινον φορτίον της, εχόρευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχομένη εις υγρά όρη, πότε κατερχομένη εις ρευστάς κοιλάδας, νυν μεν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νυν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την Παράκλησιν όλην, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι ο μπαρμπα-Στεφανής εστενοχωρείτο, μη δυνάμενος επί παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τας αφελείς βλασφημίας του, τας οποίας εμάσα κι’ έπνιγε μέσα του, υποτονθορίζων: «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμέτη σου, μέσα!» Κι’ η θεια το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείον του σταυρού, έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κι’ επαναλάμβανεν «Έλα, Κ’στέ μου! βοήθα, Παναϊά μ’!» Και τα κύματα έπληττον την πρώραν, έπληττον τα πλευρά του σκάφους και εισορμώντα εις το κήτος εκτύπον τα νώτα, εκτύπον τους βραχίονας των επιβατών. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν’ αφανισθή. Και η απορρώξ βραχώδης ακτή εφαίνετο διαφιλονικούμενη την λείαν προς τον βυθόν της θαλάσσης.

Τέλος ήρχισε να σκοτεινιάζη. Ενύκτωσεν ακριβώς την στιγμή καθ’ ην θα έβλεπον αντικρύ το Κάστρον, ου απείχον τώρα δύο ακόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα προς ανατολάς ημπόδιζον να φανή το παρήγορον φέγγος της σελήνης. Αλλ’ ο άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθέριευε, και ο πλους κατέστη αδύνατος τού λοιπού. Δεν έβλεπον πλέον ούτε μπρος, ούτε δεξιά τίποτε, ειμή δύο όγκους φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς ο μπαρμπα-Στεφανής εγνώριζε καλά το μέρος.

― Εδώ, εδώ, είν’ ένα λιμανάκι παπά, κατ’ απ’ το Πρυί, αποκάτ’ απ’ την Αγία Αναστασία, στα Μποστάνια.

― Θυμάσαι καλά, Στεφανή;

― Όπως ξέρ’ς η αγιωσύνη σ’ τα γράμματα τσ’ εκκλησιάς απ’ όξου, παπά, έτσι κι’ εγώ τα ξέρ’ απ’ όξου τα λιμανάκια, τους κάβους, κη τσ’ αμμουδιές, όλες τις ξέρες κη τα γρίφια κη τα θαλάμια.

Και προσήγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι.

― Εκεί, εκεί, διαναστάει.

Υπήρχεν έν θαλάσσιον μάρμαρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθάνθησαν πάραυτα το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις σκεπαστόν κι’ ευλίμενον μέρος.

― Πάντα κατευόδιο! είπε ποιών το σημείον του σταυρού ο κυρ-Αλεξανδρής, όστις τότε εξεζαλίσθη κι’ εστάθη εις τους πόδας του.

Επήδησαν είς είς έξω· εξεφόρτωσαν τας αποσκευάς και ηλάφρυναν την βάρκαν. Ανάμεσα εις το μάρμαρον και εις την κρημνώδη ακτήν εσχηματίζετο μικρά αμμουδιά, όση θα ήρκει δια να σύρη αλιεύς την ψαροπούλαν του, γυρμένην από την μίαν πλευράν, να κοιμηθή θεωρών τους αστέρας.

― Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά, είπεν ο μπαρμπα-Στεφανής, κι’ ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράματα, και ν’ αρχίσουμε σιγά-σιγά ν’ ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κι’ οι γυναίκες ό,τι μπορούν.

― Να τώρα τι άξιζε να ’χα το μ’λάρι μαζύ μ’, είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς· σου είπα, μπαρμπα-Στεγανή, να το μπαρκάρουμε· δε θέλησες.

Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δύο φανάρια που είχαν. Ο Βασίλης έλαβε τα πτυάρια και τας αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ήρχισε να κατοπτεύη πού θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιόνα, ώστε να δύνανται οι άνθρωποι να βαδίσωσιν. Από το μέρος εκείνο ως το Κάστρον, το οποίον διεκρίνετο ως πελώριος αμαυρός όγκος υψηλά προς Βορράν, η οδός δεν ήτο πλέον της ώρας, αλλ’ εις ην κατάστασιν ήτο τώρα ο δρόμος από τας χιόνας τις οίδε αν θα ήρκει και το τριπλάσιον του χρόνου όπως φθάσωσιν. Εδείπνησαν όλοι επ’ ποδός με δίπυρα και με ελαίας και έπιον ολίγον οίνον ή ρακήν.

Ο Βασίλης επανελθών ανήγγειλεν, ότι ανεύρε το μονοπάτι, πλακωμένον πολύ από την χιόνα, αλλ’ ότι με πολύν κόπον, αν προπορεύωνται δύο άνθρωποι και ξεχιονίζουν, ελπίζει να φθάσουν εις το Κάστρον, το γρηγορώτερον… έως τα μεσάνυκτα. Εφορτώθησαν τας αποσκευάς. Ο κυρ-Αλεξανδρής έλαβε το ένα φανάρι και μία των γυναικών το άλλο. Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του έλαβον τα πτυάρια και τας αξίνας, και προπορευόμενοι ήρχισαν να ξεχιονίζωσιν. Ο δρομίσκος ανήρχετο έρπων εις τον κρημνόν κατ’ αρχάς, είτα κατήρχετο εις έν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Επάτουν προσεκτικώς, ως να εμετρούσαν τα βήματά των. Η σελήνη είχεν απαλλαγή από των νεφών και προσεπάθει να φέξη τον δρόμον με το κρυερόν φως της. Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, απεπλανώντο κι’ ευρίσκοντο αίφνης επί της κορυφής πελωρίων βράχων, κάτω των οποίων άβυσσος ήνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατέβαινον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων. Ανείρπον εις τον κρημνόν, ως μικρόν κοπάδιον αιγών αποπλανηθέν και απαγόμενον οπίσω εις την μάνδραν από τους δύο βοσκούς του, οίτινες το αναζήτησαν κρατούντες φανάρια, και μακρόθεν αν τους έβλεπε τις, ηδύνατο να τους εκλάβη ως συστρεφόμενον κρικωτόν τέρας, φωσφορίζον την κεφαλήν και την ουράν, με τους δύο φανούς. Με όλον το ξεχιόνισμα, το οποίον εννοεί τις πόσον ατελώς ενηργείτο, επάτουν ενίοτε σφαλερώς, κι’ εχώνοντο ως το γόνυ και ως τον μηρόν εις την χιόνα.

Επλησίαζε μεσάνυκτα, όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από την θάλασσαν και λευκοί από χιόνα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν.

Εκεί επάνω, πριν διέλθωσιν την γέφυραν από την σιδερόπορταν του Κάστρου, ηκούσθησαν φωναί.

― Ποιοι είστε; Ποιοι είστε;

Και αντήχησε βαρύς ο τριβμός των εσκωριασμένων στροφέων, ως να εδοκίμαζέ τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκούσθη δε και μικρός κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκίου.

― Καλοί! Καλοί! Πατριώτες! απήντησεν ο μπαρμπα-Στεφανής. Μα εσείς ποιοι είστε;

― Πέτε μας τα ονόματά σας!

― Ημείς είμαστε… ήρχισεν ο μπαρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως δια του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν.

― Μπα! Αυτή είναι η φωνή τ’ αδελφού μου, ανέκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς.

Και είτα εκτείνας την φωνήν.

― Αργύρη! εγώ είμαι!... εφώναξε.

― Τόσο καλλίτερα… μας έβγαλαν κι’ από έναν κόπο, εψιθύρισεν ο ιερεύς.

Ανέβησαν εις το Κάστρον, όπου συνήντησαν τον Αργύρη της Μυλωνούς και τον σύντροφόν του, τον Γιάννην τον Νυφιώτην. Ούτοι εν ολίγοις διηγήθησαν πώς τους έκλεισε το χιόνι επάνω στο Στοιβωτό, όπου ετρύπωσαν δύο νύκτας εις μίαν σπηλιάν, και πώς την προχθές, ήτοι εις τας 22 του μηνός, ελθόντες τους απηλευθέρωσαν εκείθεν, εκτοπίσαντες μεγάλους όγκους χιόνος, δύο αιγοβοσκοί, ο Γιαλής, ο Κόνιζας και ο Γιώργης ο Μπάντας, οίτινες και ευρίσκοντο την στιγμήν ταύτην με όλον το αιπόλιόν των εις το φρούριον.


 

 Genisi
Γέννηση. Εικόνα από τη Μονή Αγίας Αικατερίνης ΄Σινά. 7ος αιώνας

 

 

 


 

 


Εικόνες από το χωριό