Ρ ο υ σ ά λ ι α

(Κόλλυβα-Κολλυβάδες-Τρισάγια-Μνημόσυνα-Ψυχοσάββατα… ξηροφαγία).

Βασίλειος Κων/ντή Σχίζας

 

Tο Μ. Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής το λένε του Ρουσαλιού ή Ρουσαλιών(ε),

επειδή οι ψυχές επιστρέφουν στον  Άδη

και διακατέχονται από μεγάλη λύπη, όπως και οι εν ζωή οικείοι τους.

 Ρουσάλια

                    Ο λαός μας ενέπλεξε με ποιητικό τρόπο

αυτή τη λύπη με λόγια ως εξής:

 

Όλα τα Σάββατα να παν,

να παν και να γυρίσουν.

Το Σάββατο τού Ρουσαλιού

                                                                να πάει να μη γυρίσει

 

Ρουσαλιών ή Ρουσαλιών(ε) ή Ρουσάλια έλεγαν οι παλιότεροι στο χωριό Σέρβου της Γορτυνίας, όπως π.χ. «… τη ‘βδομάδα που μας έρχεται είναι των ρουσαλιών(ε)…». Τότεοι νεώτεροι εκείνης της εποχής δεν καταλάβαιναν ποτέ, τι είναι αυτά τα ρουσάλια! Νόμιζαν ότι είναι αυστηρά Σερβαίικος ιδιωματισμός! Αργότερα, από τα μέσα της 10ετίας του 1950 με την εσωτερική μετανάστευση… ξεχάστηκαν αυτές οι έννοιες των ρουσαλιών και οι όποιες συνήθειες (έθιμα) συνεπάγονταν, γιατί… καταχωνιάστηκαν στην πολυκοσμία της Αθήνας και άλλων μεγαλουπόλεων στις οποίες μετακινήθηκε ο κόσμος της ορεινής υπαίθρου.

Όμως τα «περιφρονημένα» (έτσι τα θεωρούσαν όσοι δεν τα γνώριζαν) Ρουσάλια, δεν έπαψαν ποτέ να μην εφαρμόζονται στον καιρό τους κάθε χρόνο. Η λέξη «ρουσάλια» έχει αρχαία προέλευση που έφθασε αναλλοίωτη στις μέρες μας και σ’ αυτά αναφέρονταν οι ολιγογράμματοι ή και αγράμματοι παλιοί Σερβαίοι αλλά και όλοι όσοι κατοικούσαν τότε στην ευλογημένη ορεινή Αρκαδία. Και λέμε ότι είναι ευλογημένη γιατί κρατά πολλές συνήθειες οι οποίες είναι συνέχεια από την αρχαιότητα(!) γεγονός που δείχνει πως ο ορεσίβιος πληθυσμός της «Θεογενούς Αρκαδίας» έμεινε… «απρόσιτος» από τις έξωθεν παρεμβάσεις.

.

Από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους όλα τα Σάββατα ήσαν αφιερωμένα στις ψυχές των τεθνεώτων (αποδημησάντων) και στη μνήμη τους τελούνταν τρισάγια με την ελπίδα της ανάστασής τους κατά τη «Δευτέρα Παρουσία».

Τέλος, η Εκκλησία μας καθιέρωσε μόνο δύο Σάββατα κάθε χρόνο κατά τα οποία τελούνται στους Ναούς ή στα μνήματα στα κοιμητήρια ομαδικά μνημόσυνα και τρισάγια υπέρ των ψυχών των νεκρών (των κεκοιμημένων), των οποίων οι εν ζωή οικείοι τους δεν τελούν μνημόσυνα είτε από άγνοια, είτε γιατί οι νεκροί χάθηκαν σε φυσικές καταστροφές, ή λοιμώδεις ασθένειες, ή σε πανδημίες ή σε ξένους άγνωστους τόπους, είτε γιατί εκλείπουν και αυτοί οι ίδιοι οι οικείοι τους από τη ζωή, κ.λπ.

Στου Σέρβου, τα ομαδικά μνημόσυνα τελούνταν μόνο στον Ναό. Τότε, οι κάτοικοι του χωριού ακολουθούσαν ομοθυμαδόν τις ίδιες συνήθειες!  

Αυτά λοιπόν τα δύο Σάββατα ονομάζονται «Μεγάλα Ψυχοσάββατα» και η Εκκλησία μας τελεί μνημόσυνουπέρ «πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου».

Μη διαφεύγει πως με την αθάνατη ψυχή η Εκκλησία ευλογεί τιμά και το ανθρώπινο σώμα ως«ναόν του εν ημίν Αγίου Πνεύματος».

Το πρώτο Μεγάλο Ψυχοσάββατο καθιερώθηκε να είναι αυτό της παραμονής της «Κυριακής των Αποκρεών» γιατί την επόμενη ημέρα Κυριακή εορτάζεται, υπενθυμίζεται-προσδοκάται, η ανάσταση των νεκρών κατά την «Δευτέρα Παρουσία», όπου θα κριθούν «ζώντες και νεκροί».

Εφέτος (2020) το πρώτο Μ. Ψυχοσάββατο έτυχε (έπεσε όπως έλεγαν) να είναι στις 22 Φεβρουαρίου, δεδομένου ότι οι ημερομηνίες των Ψυχοσαββάτων εξαρτώνται από την κινητή εορτή του Πάσχα.

Κατά μία «παράδοξη λαϊκή δοξασία» οι ψυχές έρχονται από τον Άδη την ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου, δηλαδή το Πάσχα, και παραμένουν μεταξύ των ζώντων μέχρι το δεύτερο Μ. Ψυχοσάββατο, (εφέτος 6 Ιουνίου) το οποίο είναι την παραμονή της μεγάλης δεσποτικής εορτής της Πεντηκοστής οπότε ξανά επιστρέφουν στον «Κάτω Κόσμο», τον Άδη. Δηλαδή μένουν ελεύθερες όλες τις γιορτινές (πασχάλιες) ημέρες. Αυτό το Μ. Ψυχοσάββατο της Πεντηκοστής το λένε του Ρουσαλιού ή Ρουσαλιών(ε).

Επειδή οι ψυχές επιστρέφουν στον Άδη διακατέχονται από μεγάλη λύπη, όπως και οι εν ζωή οικείοι τους. Ο λαός μας ενέπλεξε με ποιητικό τρόπο αυτή τη λύπη με λόγια ως εξής:

Όλα τα Σάββατα να παν,

να παν και να γυρίσουν
Το Σάββατο τού Ρουσαλιού

να πάει, να μην γυρίσει.

Το προσωνύμιο «Ρουσάλια» προέρχεται από τις αρχαίες Ρωμαϊκές γιορτές των Ρουσαλίων οι οποίες ετελούντο προς «εξευμενισμό» των νεκρών των οποίων οι ψυχές έρχονταν από τον «Κάτω Κόσμο» και ενοχλούσαν τους ζωντανούς!

Τα «Ρουσάλια» μεταφέρθηκαν και στη χώρα μας όταν υποτάχθηκε στους Ρωμαίους ενώ αργότερα με τον εκχριστιανισμό και κυρίως στη Βυζαντινή περίοδο συνδέθηκαν με τις ψυχές των νεκρών ώσπου έλαβαν τη σημερινή τους μορφή, με εθιμικές διαφοροποιήσεις στις διάφορες περιοχές της χώρας.

Στα Μέγαρα Αττικής λ.χ. γιορτάζουν τα ρόδα (τριαντάφυλλα) = rosa = ροζάλια = ρουσάλια! Γιορτή και αυτή με ρίζες από τους αρχαίους Ρωμαίους. «Δηλαδή «τρέχα γύρευε!».

Κατά μία άλλη εκδοχή τα Ψυχοσάββατα έχουν τις «μεταλλάξεις» τους από τα αρχαία «Ελευσίνια Μυστήρια», όπου η Περσεφόνη, Κόρη της Θεάς Δήμητρας «ανεβοκατέβαινε» κατά εποχές, από τον «Κάτω Κόσμο» στον πάνω των ζώντων, ύστερα από συμφωνία του Δία με τον Πλούτωνα (Άδη)!

 .

Ρουσάλια

.

Στο χωριό Σέρβου τελούσαν τρισάγια και μνημόσυνα για την ψυχές των νεκρών και σε τρίτο Ψυχοσάββατο. Ήταν εκείνο της πρώτης εβδομάδας των Νηστειών (παραμονή Κυριακής της Ορθοδοξίας), μαζί με την εορτή των Αγίων Θεοδώρων, όπου και ο Κοιμητηριακός Ναός. Εφέτος ήταν στις7 Μαρτίου 2020. Επίσης ένα άλλο Ψυχοσάββατο αφιερωμένο στους νεκρούς (εφέτος στις 1η Μαρτίου), ήταν αυτό της παραμονής της Κυριακής Τυροφάγου (Τυρινής) κατά την οποία τονίζεται το σημαντικό νόημα της νηστείας (ξηροφαγίας) και της συγχώρησης. Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος γράφει: «Όταν νηστεύετε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί… Συ δε νηστεύων … νύψαι το προσωπόν σου, όπως μη φανής τοις ανθρώποις νηστεύων!...

Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και εν υμίν και ο πατήρ

ο ουράνιος».

.

Κατά τα Ψυχοσάββατα παρασκεύαζαν για το τρισάγιο και συνέχεια πρόσφεραν κόλλυβα δηλαδή βρασμένο σιτάρι, «εφθόν σίτον», (σπυριά τα έλεγαν στου Σέρβου και στη γύρω περιοχή).

(Ιστορικό των κολλύβων: Γνωρίζοντας ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός ο Παραβάτης, τη συνήθεια των χριστιανών να νηστεύουν αυστηρά την πρώτη εβδομάδα της Τεσσαρακοστής, διέταξε τον έπαρχο της Κωνσταντινουπόλεως να αποκρύψει όλα τα τρόφιμα και όσα απομείνουν στην αγορά να τα ραντίσει με αίμα θυσιασθέντων ζώων, δηλαδή να τα καταστήσει «ειδολόθυτα». Εμφανίστηκε (με όραμα), τότε στον Πατριάρχη Ευδόξιο (360 έως το 369) ο Άγιος Θεόδωρος ο Τήρων ο οποίος είχε πεθάνει μαρτυρικά για την πίστη του από τις 17 Φεβρουαρίου 306 και τον ενημέρωσε πως τα τρόφιμα ήσαν μολυσμένα, «ειδολόθυτα».

Ακόμη τον προέτρεψε να μοιράσει κόλλυβα στο λαό και ερμήνευσε πως τα άγνωστα ως τότε κόλλυβα είναι το βρασμένο σιτάρι. Έβρασαν λοιπόν σιτάρι (κόλλυβα) και τα μοίρασαν στο λαό. Έκτοτε εις ανάμνηση του θαύματος του Μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος, επικρατεί αυτή η συνήθεια κατά το Σάββατο της παραμονής της Κυριακής των Νηστειών).

.

Κάθε νοικοκυριό λοιπόν στου Σέρβου, όπως και γενικότερα στον Ελληνικό ορθόδοξο κόσμο, προσκόμιζε στον ιστορικό Μητροπολιτικό τότε Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, σε ένα μικρό δίσκο ή πιάτο ή μπολ (μικρό γυάλινο ή πλαστικό δοχείο μεγέθους πιάτου) κ.λπ. κόλλυβα και ένα σημείωμα στο οποίο είχαν γράψει τα ονόματα των νεκρών συγγενών τους που θα μνημόνευε ο ιερέας. Τα σκεύη με τα κόλλυβα οι νοικοκυρές (οι άνδρες σπανίως συμμετείχαν γιατί είτε ήσαν οι περισσότεροι σε ταξίδια μαστορικά (οικοδομικά), είτε στα γύρω βουνά με τα γιδοπρόβατα), τα πήγαιναν στο Ναό και τα εναπέθεταν στα δύο σκαλοπάτια και συνέχεια αν ήσαν αρκετά πιάτα, στο δάπεδο μπροστά, σε όλο το μήκος του τέμπλου, αριστερά και δεξιά της Ωραίας Πύλης.

Σε κάθε σκεύος άναβε συνεχώς και ένα κερί το οποίο στερέωναν μέσα στα κόλλυβα, τα οποία είχαν, και εξακολουθούν να έχουν, πολύ μεγάλο συμβολισμό… ο οποίος έχει προεκτάσεις και στην σημερινή κοινωνία!

.

Μας λέει ο Χριστός διά του Ευαγγελιστή Ιωάννη: «Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνει, αυτός μόνος μένει. Εάν δε αποθάνει, πολύν καρπόν φέρει». Δηλαδή σας διαβεβαιώνω, εάν ο κόκκος του σιταριού πέσει στο χώμα και δεν πεθάνει τότε αυτός ο κόκκος θα παραμείνει μόνος του. Εάν όμως ταφεί στη γη, δηλαδή αν σπαρθεί, τότε θα βλαστήσει και θα αποδώσει πολύ καρπό, ένα πολύσπορο στάχυ.

Τα κόλλυβα λοιπόν, δηλ. το βρασμένο σιτάρι, αποτελούν συμβολισμό τού ανθρωπίνου σώματος γιατί ενταφιάζεται και αποσυντίθεται. Ακριβώς όμως την στιγμή εκείνη είναι πιο ζωντανός από άλλοτε, αφού η ψυχή είναι αθάνατη.

(Αλλά και οι νεκροί θα αναστηθούν όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος στην Επιστολή του προς τους Θεσσαλονικείς: «ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σάλπιγγι Θεού καταβήσεται απ’ ουρανού, και οι εν Χριστώ αναστήσονται»).

Για τον λόγο αυτό η Εκκλησία δεν δέχεται την καύση των νεκρών! Εδώ είναι η προέκταση, με τα κόλλυβα και του συμβολισμού τους, στη σημερινή κοινωνία! Τι να κάνουν οι ιερείς με αυτούς τους «αλαφροΐσκιωτους» που θέλουν και την καύση του νεκρού και την ευλογία της Εκκλησίας! Αυτά είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα μεταξύ τους για την Εκκλησία! Τέλος όλα τα άλλα που προσφέρουν στα μνημόσυνα, κουλούρια, μπισκότα, άρτους, ποτά, καφέδες κ.λπ. δεν ενδιαφέρουν την Εκκλησία αφού μόνο τα κόλλυβα έχουν τον συμβολισμό τους.

.

Το βρασμένο σιτάρι το αναμείγνυαν με ζάχαρη, κόκκους ροδιού, σταφίδας μαύρης ή ξανθιάς, καρυδόψιχας και ψίχας ή κόκκους ξηρών καρπών κ.ά.,

με αποτέλεσμα να γίνεται ένα εύγευστο γλυκό έδεσμα. Εκτός από την ευχή «Θεός σ(υν)χωρέστους» (τους πεθαμένους), στην ορεινή Γορτυνία συγκέντρωναν στα καθαρά «χε(ι)ρομάντηλά» τους αρκετή ποσότητα από «σπυριά» των πολλών συμμετεχόντων στα ομαδικά μνημόσυνα των Ψυχοσαββάτων, γιατί ήταν το καλύτερο «γλυκό» εκείνα τα δύσκολα χρόνια της φτώχειας. (Έδεναν κόμπο ανά δύο τις «γωνίες» του χε(ι)ρομάντηλου και έτσι είχαν μια πρόχειρη, ας την θεωρήσουμε, «σακούλα»).

.

Ας πάμε πάλι στα Ψυχοσάββατα και στα κόλλυβα. Τον 18ο αιώνα και στις αρχές του 19ου εμφανίζεται στο Άγιο Όρος μια «κίνηση» από φωτισμένους αγιορείτες πατέρες, τους επονομαζόμενους «Κολλυβάδες», οι οποίοι υποστήριξαν σθεναρώς, πέραν των άλλων θεμάτων της ορθόδοξης παράδοσης, να γίνεται η τέλεση των μνημοσύνων τα Σάββατα και όχι την Κυριακές όπως ήθελαν οι δυτικο-μοντερνιστές. Υποστήριζαν ότι η Κυριακή έχει πανηγυρικό χαρακτήρα και είναι αφιερωμένη στην Ανάσταση του Κυρίου. Οι σπουδαιότεροι των Κολλυβάδων οι οποίοι πρωτοστάτησαν, ήσαν οι Άγιοι Μακάριος Νοταράς, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης και Αθανάσιος ο Πάριος. Από τους Κολλυβάδες επηρεάστηκαν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης κ.α. οι οποίοι μας άφησαν σπουδαιότατα λογοτεχνικά έργα.

Τέλος, «ας έχουμε το νου μας», γιατί αυτή είναι η από αιώνων, κληρονομιά μας, την οποία πολλοί, οι λεγόμενοι «ουδετερόθρησκοι», προσπαθούν να μας επιβάλουν να την… αποποιηθούμε!

.

 (EKM)

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το χωριό μας αναφέρεται στα Κατάστιχα του Δήμου (kaza) Καρύταινας (περίοδος 1566-1574). Κατά τη χρονική αυτή περίοδο φαίνεται  ότι είχε 22 σπίτια μη Μουσουλμάνων και 10 άγαμους μη Μουσουλμάνους κατοίκους. Κατ' εκτίμηση είχε περί τους 120 κατοίκους. Το χωριό Αρτοζήνος, το οποίο επίσης αναφέρεται στα ίδια Κατάστιχα, ήταν πολύ μεγαλύτερο. Είχε 132 σπίτια μη Μουσουλμάνων και 39 άγαμους μη Μουσουλμάνους. Κατ' εκτίμηση είχε 726 κατοίκους.
(Πηγή: Ιστοσελίδα Arcadians.gr. Εισήγηση για τη Δημογραφική Σύνθεση Λεονταρίου-Καρύταινας http://conference.arcadians.gr/index.php?itemid=29&catid=2 )