«Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες...»
Του Δημήτρη Κουκουζή –Συνταξιούχου-Δικηγόρου Ιονικής
Με το που έμπαινε ο Μάρτης, από κοντά και η Σαρακοστή.
Για να επαληθευτεί το ρηθέν : Λείπει ο Μάρτης από την Σαρακοστή ;
Η σαρακοστή, όπως και το σαραντάημερο, είναι συνώνυμα της νηστείας.
Είναι η θρησκευτική ανάγκη επί 40 ημέρες πριν από τις μεγάλες γιορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων να νηστεύει ο Χριστιανός.
Κοντά στη νηστεία και η προσευχή.
Με τα σαρανταλείτουργα το σαραντάημερο και με τους Χαιρετισμούς, τα Ψυχοσάββατα και τις Κυριακές των νηστειών η σαρακοστή.
Το χωριό γίνεται τόπος νηστείας και προσευχής, σαν ένα μεγάλο μοναστήρι. Και όταν λέμε νηστεία το εννοούμε. Φαγητό λιτό, νηστίσιμο και ξανάρτυγο. Δεν τη χαλάγαμε τη νηστεία στη σαρακοστή!
Κατάλυση ιχθύος επιτρεπόταν μόνο δύο φορές :
Του Βαγγελισμού και των Βαγίωνε. Και όταν λέμε ιχθύς εννοούμε μόνο ένα ψάρι και αυτό παστό. Τον υγράλατο μπακαλιάρο! Άλλο ψάρι εκτός από το μπακαλιάρο και το ρέγγο (και τα δύο ήταν λύσσα) δεν ξέραμε. Για νωπό ψάρι, ούτε λόγος να γίνεται!
Ότι φώσφορο και ασβέστιο χρειαζόμαστε στον οργανισμό μας μόνο από αυτά τα δύο ψάρια τα παίρναμε. Αγοράζαμε λοιπόν ένα φελί μπακαλιάρο, τον καθαρίζαμε από τα φτερά του, τον κόβαμε κομμάτια και τον ρίχναμε στο νερό για να ξαρμυρήσει. Ήθελε δύο τρία νερά αλλαγή.
Για να φτουρήσει ο μπακαλιάρος τον ψήναμε στο φούρνο μας, (εννοούμε πάντα ξυλόφουρνο) σε ένα μεγάλο τεψί, γεμάτο με πατάτες, μαράθια και κρεμμύδια. Τώρα που και πότε αλιευόταν και ποια ήταν η διαδρομή του από τον τόπο αλιεύσεως μέχρι το χωριό μας, καθόλου δεν μας ένοιαζε.
Μιλάμε για φαγητό πεντανόστιμο και αρωματικό. Μοσχοβόλαγαν οι φούρνοι και οι γειτονιές!
Η 25η Μαρτίου είναι συνδεδεμένη πρώτα στο μυαλό μας με την όσφρηση και τη γεύση του μπακαλιάρου στο φούρνο με μαράθια. Μετά ερχόταν η παρέλαση, η σημαία και τα ποιήματα. Ήταν η πείνα σας που τα έκανε νόστιμα, μας λένε σήμερα.
–Σωπάτε ρε, τους απαντάμε : Δεν ήταν η πείνα μας. Ήταν η νοστιμιά των υλικών και το ψήσιμο στο φούρνο με ξύλα. Αν εξαιρέσουμε τις δύο αυτές μέρες το κλασσικό μενού της νηστείας ήταν το ίδιο για όλους και πάντοτε:
Ψωμί με ελιές (χαρακωτές, ξυδάτες, τσακιστές, κ.λπ.), πατάτες βραστές σπυραλατιστές, κρεμμύδια (ξερά ή χλωρά), μαρουλόφυλλα, φασόλια νερόβραστα, τουρσιά και καμιά φορά αγοραστό χαλβά. Το στομάχι σου γινόταν ... τσαρούχι και το στόμα σου ... παπούτσι! Και δεν ήταν μόνο που νηστεύαμε όλοι (παιδιά, νέοι, γέροι, άνδρες, γυναίκες).
Ήταν και οι δουλειές στα χωράφια, στους κήπους και κυρίως στα αμπέλια. Στη σαρακοστή, το Μάρτη μήνα, σκάβουν τα αμπέλια και γίνονται τα κουτρούλια. Άντε τώρα από πρωίας μέχρι εσπέρας να σκάβεις το αμπέλι και το φαγητό σου να είναι ελιές, κρεμμύδια, ψωμί και κρασί. Και να μη βαρυγκωμάς καθόλου. Κανένας δεν ζήλευε τον άλλο γιατί και αυτός ελιές έτρωγε.
Μερικές φορές βέβαια νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί δεν έχει τι να φάει. Νηστεία ίσον λιτότης. Γιατί αν είναι να φας ένα μάλε σαρακοστιανά ιδίως από τα αγοραστά (καλαμαράκια γαρίδες, ταραμοσαλάτα, αστακό κ.λπ.) τότε δεν κάνεις νηστεία παρά μόνο .. κολάζεσαι !
Επειδή όμως ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει, άρχισαν σιγά-σιγά οι... εκπτώσεις και στη νηστεία. Ο καθένας, όταν από τη μακρά νηστεία ξελιγωνόταν, αυτοονομαζόταν ασθενής ή οδοιπόρος, ώστε να μπει στην εξαίρεση και να δει στο ημερολόγιο τη φράση κατάλυση πάντων !
Σήμερα η νηστεία ξεθώριασε ακόμα περισσότερο. Λίγοι πια κρατούν τη σαρακοστή. Τη μεγάλη όμως ζημιά στη νηστεία την έκανε ο... Ιωάννης ο Χρυσόστομος!
Ναι καλά διαβάζετε.
Ο μέγας αυτός Ιεράρχης στον Κατηχητικό Λόγο του, που διαβάζεται στους ναούς το βράδυ της Αναστάσεως, στο τέλος της λειτουργίας, έφθασε στο ... απαράδεκτο σημείο να ισοπεδώνει την νηστεία και να την εξισώνει με την ... ανηστεία !
Με την ευχή του, που την ακούν μόνο όσοι μετά τα μπαμ και μπουμ, συνεχίζουν τη λειτουργία της Αναστάσεως μέσα στο ναό (όσοι φεύγουν), δηλ. οι περισσότεροι δεν την έχουν ακούσει ποτέ τους) βάζει ο Άγιος Χρυσόστομος στην ίδια μοίρα τους νηστεύσαντες και τους μη νηστεύσαντες. Λέει δηλαδή : Νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες ευφράνθητε σήμερον!
Η Τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ο μόσχος πολύς, μηδείς εξέλθει πεινών. ΄
Ετσι όμως ο Άγιος αδικεί τους νηστεύσαντες, που ταλαιπωρήθηκαν 40 μέρες με ελιές, με μια μπουτσιά κουλούρα και κρεμμύδια και επιβραβεύει τους μη νηστεύσαντες, που τρώγανε ότι θέλανε όλη τη σαρακοστή και κογιονάρανε τους άλλους λέγοντας :
«Σεις νηστεύετε για να πάτε στον παράδεισο. Εμείς δεν θέλουμε παράδεισο, ο παράδεισος είναι εδώ». Και εδώ είναι που τον νηστευτή πιστό χριστιανό τον πιάνει το παράπονο.
–Γιατί Κύριε Χρυσόστομε εγώ που νήστευα να είμαι στην ίδια μοίρα με τον ... αμαρτωλό που έτρωγε το καταπέτασμα; Και ο Άγιος Χρυσόστομος συνεχίζει την αδικία του απαντώντας :
Δεν πειράζει τέκνον μου! Μέρα που είναι ας συγχωρέσουμε και τους αμαρτωλούς και τους εχθρούς μας. Εδώ και η Τροχαία ακόμη, το Πάσχα, χαρίζει πρόστιμα και επιστρέφει πινακίδες στους αμελείς οδηγούς! Ας δεχθούμε στην εκκλησία πλούσιους και πένητες, εγκρατείς και ράθυμους, πρώτους και τελευταίους.
Ο Δεσπότης φιλότιμος ων, δέχεται τον έσχατον (δηλ. αυτόν που έφθασε στη λειτουργία λίγο πριν το Δι΄ευχών), καθάπερ και τον πρώτον (αυτόν δηλ. το Χριστιανό που πήγε στην εκκλησία με την πρώτη καμπάνα.) Ο Χριστός μέρα που είναι συγχωρεί όλους, αγαπά όλους και εξισώνει τους αμνούς με τα ερίφια. Και τον ύστερον ελεεί και τον πρώτον θεραπεύει, κακείνω δίδωσι και τούτω χαρίζεται.
Δεύτε ουν νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες ενφράνθητε σήμερον!
Δεν είναι αδικία. Είναι μακροθυμία!
Το απαιτεί η μέρα. Το θέλει η Λαμπρή!