Γράφει ο "Τουθεύς".
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, που μικρό παιδί έζησα στο χωριό και θυμάμαι τις αποκριές. Θυμάμαι που άνοιγε το τριώδιο, μα εκεί άνοιγε πραγματικά.
Κατά πρώτον σφάζανε τα γουρούνια...
"...Το βλέπω στο γκιλέρι κρεμασμένο από το πατερό, νωπό και κάτασπρο να στραγγίζει σε μια τέσα. Μόλις προ λίγου παραστεκόμουνα μάρτυρας στη βίαιη σκηνή του σφαξίματος, ανυπόμονος να φάω το κριτσιανάτο νόστιμο μεζέ από το καρύδι.
(Η πρώτη φροντίδα του νοικοκύρη, που μπήγει το μαχαίρι στο λαιμό του σφαχτού, είναι να ρίξει στα κάρβουνα το καρύδι, δηλαδή το λάρυγγα του ζώου).
Οι γυναίκες μπαινόβγαιναν στο σπίτι ανασκουμπωμένες με τα ταψιά γεμάτα από τα σωθικά του γουρουνιού. Όλοι ξεθεωμένοι από την ορθοστασία και τις φροντίδες, μα εγώ είχα τις δικές μου σκοτούρες. Έψαχνα και ζητούσα επίμονα να μου δώσουν τη "φούσκα". Αφού την βρήκαν και μου την έδωσαν, άρχισα τη διαδικασία για να φτιάξω της εποχής μπαλόνι. Μεγάλη δουλειά για ένα μπόμπιρα εκείνης της εποχής να συγκυλήσει τη "φούσκα" στη στάχτη, να τη φουσκώσει καλά και αφού τη δέσει με κόκκινη κλωστή και ξεθυμάνει παίζοντας, να την κρεμάσει στο μπαλκόνι ...τρόπαιο παιδικής επιδείξεως. Όμως εκείνη η ημέρα δεν ήταν για πολύ παιχνίδι. Σε λίγο με διέκοψαν γιατί έπρεπε να ρίξω νερό να πλυθούν τα άντερα, να γίνουν τα λουκάνικα να φτιάξουμε την "οματιά" και τόσα άλλα....."
.
Όλοι οι χωριανοί λοιπόν ευφραμένοι με τα χορταστικά γεύματα και τα κρασιά, άρχιζαν, τα βράδια κυρίως, ένα ξέφρενο γλέντι. Παντού ευθυμία και χαρά. Τη μέρα στις δουλειές, σαν έπεφτε όμως το βράδυ και ο ουρανός γινόταν ένα με τη γη, μαζευόσαντε κατά γειτονιές σ' ένα σπιτικό και άρχιζε ο χορός και το γλέντι. Γιαγιάδες, γινομένες κουβάρι από τα χρόνια, νεότερες και κοριτσόπουλα, λαμπαδόκορμες πλεξουδάτες κόρες, άντρες μεστωμένοι -λιγοστοί-, μα πιο πολύ νέοι και ανύπαντρα παιδιά, στήνανε με το δικό τους τρόπο "Διονυσιακή" γιορτή. Σε τρία-τέσσερα σπίτια στο χωριό γινόταν πανηγύρι μέχρι αργά τη νύχτα. Τραγουδούσαν οι καθήμενοι και επαναλάμβαναν οι χορευτάδες, τραγούδια του πόνου, της αγάπης και της ομορφιάς. Πόσο ευτυχισμένες ήταν εκείνες οι καρδιές, για να πηγάζει τόση χαρά και ευθυμία!!!
.
Το γραφικότερο όμως στοιχείο ήταν οι "μπούλες". Ανοίγοντας το τριώδιο άνοιγαν και τα μπαούλα και βγαίναν οι μεσίνες, τα χρωματιστά μαντήλια και κάθε παλιό κειμήλιο (γιούρτες, φουστανέλες, υφαντά...). Με αυτά μασκαρευόσαντε κι άρχιζε το συριάνι στα σπίτια, χορεύοντας και τραγουδώντας. Πειράγματα, χοροπηδήματα, αστεία, μεθύσια και η φαντασία είχε εξαντληθεί στο μασκάρεμα.:
"Αρκούδες", "αρκουδιάρηδες", "καμήλες", "πασάδες", 'παπάδες', 'κουτσοπόδαροι', "μεθύστακες", "μουστακαλήδες", ατέλειωτες φιγούρες.....
Τι μαγεία, τι ξέμελη ευθυμία!!
Δυστυχώς όμως, τα αχνάρια εκείνης της αξέχαστης και φανταστικής εποχής, όλο και σβήνουν με το πέρασμα των χρόνων. Ευτυχώς για μας, υπάρχουν οι αναμνήσεις.
(ΧΙΜ_10/1/09)