....................................................................
.
101. ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΗ ΑΡΑΧΩΒΑ
(Τσάμικος)
Κατa...να...καημένη, Αρά...να...χωβα,
Νταβέλη, μωρέ! Νταβέλη.
Μωρέ! Χρήστο Νταβέλη,
Κι η χώρα ξακουσμένη.
Τους κλέφτες, τι τους κάνα...μα...τε,
Νταβέλη, μωρέ! Νταβέλη.
Μωρέ! Χρήστο Νταβέλη,
Τους Κολοκοτρωναίους.
Στη Λεπαινού, τους στείλαμε,
Νταβέλη, μωρέ! Νταβέλη.
Μωρέ! Χρήστο Νταβέλη,
Και πολεμούν τους Τούρκους.
102. ΧΗΡΑΣ Ο ΓΙΟΣ ΨΥΧΟΜΑΧΑΕΙ
(Συρτός, στα τρία)
Χήρας ο γιος ψυχομαχάει,
Στου καραβιού την πλώρη,
Δεν έχει μάνα, να τον κλαίει.
Δεν έχει μάνα, να τον κλαίει,
Μάνα να τον λυπάται,
Τον κλαίει η νύχτα κι η αυγή.
Τον κλαίει η νύχτα κι η αυγή,
Τ’ άστρα και το φεγγάρι.
Τον κλαίει κι ο καπετάνιος του.
Τον κλαίει κι ο καπετάνιος του,
Με όλους του τους ναύτες,
Για σήκω επάνω, ναύτη μου.
Για σήκω επάνω, ναύτη μου,
Και μη βαριοκοιμάσαι.
Σηκώστε με, να σηκωθώ.
Σηκώστε με, να σηκωθώ,
Καθίστε με, να κάτσω,
Και φέρτε το σακάκι μου.
Και φέρτε το σακάκι μου,
Να πάρω τα κλειδιά μου,
Ν’ ανοίξω το μπαούλο μου.
Ν’ ανοίξω το μπαούλο μου,
Να πάρω τρία μαντίλια
Το ’να να δέσω στο λαιμό.
Το ’να να δέσω στο λαιμό,
Και τ’ άλλο στο κεφάλι,
Το τρίτο το καλλίτερο.
Το τρίτο το καλλίτερο,
Να το κρατώ στα χέρια.
Για να περνά η αγάπη μου.
Για να περνά η αγάπη μου,
Νόημα να της κάνω,
Γεια σου, χαρά σου, αγάπη μου.
103. ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΜΟΥ ΤΑ ’ΡΙΞΕΣ
(Τσάμικος)
Πρωτομαγιά μου τα ’ριξες,
Τα μάγια και με μάγεψες.
Και με ’χεις κάνει σαν τρελό,
Σαν σε πρωτόειδα στο χορό.
Είσαι κοπέλα λυγερή,
Αρχόντισσα, μελαχρινή.
Θά’ ρθω, μια μέρα, να σε δω,
Στ’ αγαπημένο σου χωριό.
104. ΤΑ ΜΑΓΙΑ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
(Τσάμικος)
Ανάθεμα! που μου ’ριξε, μωρέ!,
Τα μάγια, στο πηγάδι.
Και μάγεψε τον άντρα μου, μωρέ!
Και θέλει να τον πάρει.
Κι αν θα μ’ αφήσει ο κερατάς, μωρέ!
Τίνος κακό θα κάνει.
Στις δυο, στις τρεις, θα λούζομαι, μωρέ!
Στις τέσσερες, θ’ αλλάζω.
Θα κάψω νιους, θα κάψω νιες, μωρέ!
Θα κάψω παλικάρια,
Και στις επτά και στις οκτώ, μωρέ!
Θα εύρω άλλον άντρα.
105. ΜΑΡΙΤΣΑ, ΤΙ ’ΘΕΛΕΣ ΕΔΩ
(Συρτός)
Μαρίτσα, τι, μωρή! Μαριώ,
Μαρίτσα, τι ’θελες εδώ.
Μαρίτσα, τι ’θελες εδώ,
Στ’ Ανάπλι, στο βουλευτικό.
Ήρθα να δω, μωρή! Μαριώ,
Ήρθα να δω τ’ αδέρφια μου.
Ήρθα να δω τ’ αδέρφια μου,
Τα πρώτα τα ξαδέρφια μου.
Τ’ αδέρφια σου, μωρή! Μαριώ,
Τ’ αδέρφια σου τα πιάσανε.
Τ’ αδέρφια σου τα πιάσανε,
Και τα καταδικάσανε.
Κι η μάνα της, μωρή! Μαριώ,
Κι η μάνα της έλεγε.
Πάμε, Μαριώ, να φύγουμε,
Στο σπίτι μας, να πάμε,
Κι εκεί, μοιρολογάμε...
106. ΑΓΚΙΝΑΡΑ ΜΕ Τ’ ΑΓΚΑΘΙΑ
(Τσάμικος)
Αγκινάρα, με τ’ αγκάθια,
Αγκινάρα, με τ’ αγκάθια.
Αγκινάρα, με τ’ αγκάθια...
Και με τα λουλούδια τ’ άσπρα.
Μην παραμυρίζεις τόσο,
Μην παραμυρίζεις τόσο.
Μην παραμυρίζεις τόσο...
Και με κάνεις και νυχτώσω.
Κι αν νυχτώσεις, παλικάρι,
Κι αν νυχτώσεις, παλικάρι.
Κι αν νυχτώσεις, παλικάρι...
Κάτσε να βγει το φεγγάρι.
Να σε δω, να σε γνωρίσω,
Να σε δω, να σε γνωρίσω.
Να σε δω, να σε γνωρίσω...
Να σε διπλοχαιρετίσω.
Από ποια σειριά κρατιέσαι,
Από ποια σειριά κρατιέσαι.
Από ποια σειριά κρατιέσαι...
Κι όλο σειέσαι και λυγιέσαι.
Του σειστή, του λυγιστή ’μαι
Του σειστή, του λυγιστή ’μαι.
Του σειστή, του λυγιστή ’μαι...
Του ταβερνοκεραστή ’μαι.
Που κερνάει με τα ποτήρια,
Που κερνάει με τα ποτήρια,
Που κερνάει με τα ποτήρια..
Και φιλεί τα μαύρα φρύδια.
Που κερνάει με τις κανάτες,
Που κερνάει με τις κανάτες,
Που κερνάει με τις κανάτες...
Και φιλεί τις μαυρομάτες.
107. ΣΤΗΣ ΑΓΓΙΝΑΡΑΣ ΤΟΝ ΑΝΘΟ
(Τσάμικος)
Στης αγκινά..., αγκινάρα μου,
Στης αγκινάρας τον ανθό.
Στης αγκινάρας τον ανθό,
Έγειρα ν’ αποκοιμηθώ.
Κι άκουσα πε..., αγκινάρα μου,
Κι άκουσα πέρδικας λαλιά.
Κι άκουσα πέρδικας λαλιά,
Που το ’λεγε λυπητερά.
Τι έχεις, πε…, περδικούλα μου,
Τι έχεις, πέρδικα, και κλαις.
Τι έχεις, πέρδικα, και κλαις,
Κι αναστενάζεις, δεν μας λες.
Ένας αητός, αγκινάρα μου,
Ένας αητός με κυνηγάει.
Ένας αητός με κυνηγάει
Για να με πιάσει, να με φάει.
Κάλιο να φάει, περδικούλα μου,
Κάλιο να φάει τα νύχια του.
Κάλιο να φάει τα νύχια του,
Τα νυχοποδαράκια του.
Παρά να φα..., περδικούλα μου,
Παρά να φάει την πέρδικα.
Παρά να φάει την πέρδικα,
Που περπατεί λεβέντικα.
108. ΠΑΠΑΡΟΥΝΑ
(Συρτός)
Παπαρού..., παπαρούνα μου,
Παπαρούνα φουντωτή.
Παπαρούνα φουντωτή,
Φουντωτή και κόκκινη.
Μου δανεί…, παπαρούνα μου,
Μου δανείζεις τ’ άνθη σου.
Μου δανείζεις τ’ άνθη σου,
Το ροδοκοκκινάδι σου.
Να κατέ..., παπαρούνα μου,
Να κατέβω στο γιαλό.
Να κατέβω στο γιαλό,
Να λουστώ, να χτενιστώ.
Να μαρά..., παπαρούνα μου,
Να μαράνω πέντε νιους.
Να μαράνω πέντε νιούς,
Κι άλλους δυο γραμματικούς.
Και της χη..., παπαρούνα μου,
Και της χήρας τον γιο.
Και της χήρας τον γιο,
Που είναι πέρα στο χωριό.
109. ΝΑ ΗΣΑΝ ΤΑ ΝΙΑΤΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ
(Τσάμικος)
Ώρε! να ήσαν τα νιάτα, να ήσαν τα νιάτα,
Πουλί μου, δυο φορές.
Να ήσαν τα νιάτα δυο φορές,
Τα γηρατειά καμία.
Ώρε! να ξανανιώσω, να ξανανιώσω,
Πουλί μου, μια φορά.
Να ξανανιώσω μια φορά,
Να γίνω, πουλί μου, παλικάρι.
Ώρε! να βάζω το…, να βάζω,
Πουλί μου, το φεσάκι μου.
Να βάζω το φεσάκι μου,
Να βγαίνω, πουλί μου, στο παζάρι.
Ώρε! να ’χω ένα γρη..., να ’χω,
Ένα γρήγορο άλογο.
Να ’χω ένα γρήγορο άλογο,
Και όμορφη γυναίκα.
Ώρε! να με ρωτούν, να με…,
Ρωτούν οι φίλοι μου.
Να με ρωτούν οι φίλοι μου,
Και οι μπραζέριδές μου.
Ώρε! φίλε, πού βρήκες, φίλε,
Πού βρήκες τ’ άλογο.
Φίλε. πού βρήκες τ’ άλογο,
Πού βρήκες τη γυναίκα.
Ώρε! στους κάμπους, βρη..., στους κάμπους,
Βρήκα τ’ άλογο.
Στους κάμπους, βρήκα τ’ άλογο,
Και στα βουνά, γυναίκα.
110. ΒΑΡΕΘΗΚΑ ΜΑΝΤΗΛΙΑ ΝΑ ΚΕΝΤΩ
(Συρτός)
Βαρέθηκα, ρε! μάνα,
Μαντήλια να κεντώ.
Και θα τα παρατήσω,
Να πάω να παντρευτώ.
Κάτσε, κόρη μου, κάτσε,
Και τούτη τη χρονιά.
Να πάψουν οι πολέμοι,
Να έρθουν τα παιδιά.
Το τι μου δίνεις, μάνα,
Να πάω να παντρευτώ.
Τα δυο σου μαύρα μάτια,
Τον άσπρο σου λαιμό.
111. ΕΧΤΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ-ΒΡΑΔΥ
(Συρτός)
Εχτές το βράδυ-βράδυ,
Εχτές το βράδυ-βράδυ.
Εχτές το βράδυ-βράδυ,
Κοντά το δειλινό.
Συνάντησα ένα νέο,
Συνάντησα ένα νέο.
Συνάντησα ένα νέο,
Σαν τον αυγερινό.
Μάνα, όταν τον είδα,
Μάνα, όταν τον είδα.
Μάνα, όταν τον είδα,
Πολύ ζαλίστηκα.
Στην κάμαρά μου πήγα,
Στην κάμαρά μου πήγα.
Στην κάμαρά μου πήγα,
και μέσα κλείστηκα.
112. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΑ ΘΕΡΙΖΕ
(Τσάμικος)
Παπαδοπούλα, θέριζε,
Σ΄ένα βαθύ σιτάρι.
Αμάν! εργούς, εργούς εθέριζε,
Κι εργούς δεμάτια δένει.
Και στο δεμάτι ακούμπησε,
Και το παιδί εγεννήθει.
Αμάν! και στην ποδιά της το ’βαλε,
Και πάει να το πετάξει.
Μια περδικούλα αγνάντευε,
Από ψηλή ραχούλα.
Αμάν! μωρ’, που τον πας τον βασιλιά,
Μωρ’, που τον πας τον ρήγα.
Αυτός θα γίνει βασιλιάς,
Αυτός θα γίνει ρήγας.
Αμάν! έχω δεκαοχτώ πουλιά,
Κανένα δεν αρνούμαι.
Αν πέσει αητός και πάρει δυο,
Μου μένουνε δεκάξι.
Αμάν! κι όπου βρω ξάστερο νερό,
Πάω και το θολώνω.
Και ψάχνω μαύρο κάρβουνο,
Να βάψω τα φτερά μου.
Αμάν! και πετραδάκια ολόμαυρα,
Να είναι η τροφή μου.
113. ΔΕΝ ΣΤΟ ’ΠΑ ΜΙΑ ΚΑΙ ΔΥΌ
(Συρτός)
Δεν στο ’πα μια, δεν στο ’πα δυο,
Δεν στο ’πα τρεις και πέντε.
Μην περπατείς, άντε! κυρα-Γιαννούλα μου,
Καμαρωτά, καμαρωτά.
Μην περπατείς καμαρωτά, καμαρωτά,
Μην σειέσαι και λυγιέσαι.
Εμάρανες, άντε! κυρα-Γιαννούλα μου,
Όλους τους νιους.
Εμάρανες όλους τους νιους, όλους τους νιους,
Κι όλα τα παλικάρια.
Εμάρανες, άντε! κυρα-Γιαννούλα μου,
Κι έναν παπά!
114. ΣΑΜΙΩΤΙΣΣΑ
(Συρτός, νησιώτικος)
Σαμιώτισσα, Σαμιώτισσα,
Πότε θα πας στη Σάμο;
Ρόδα να ρίξω στο γιαλό, Σαμιώτισσα,
Για να ’ρθω να σε πάρω.
Σαμιώτισσα, με τις ελιές,
Και με τα μαύρα μάτια,
Έκανες την καρδούλα μου, Σαμιώτισσα,
Σαράντα δυο κομμάτια.
Και με τα μαύρα, σ’ αγαπώ,
Και με τα λερωμένα,
Και με τα ρούχα της δουλειάς, Σαμιώτισσα,
Τρελαίνομαι για σένα.
115. ΕΝΑ ΚΑΡΑΒΙ ΑΠΟ ΤΗ ΧΙΟ
(Συρτός, νησιώτικος)
Ένα καράβι από τη Χιο,
Με τις βαρκούλες του τις δυο.
Στη Σάμο, πήγε κι άραξε,
Κάθισε και λογάριασε.
Πόσο πουλιέται το φιλί,
Στη δύση, στην ανατολή.
Της παντρεμένης, τέσσερα,
Της χήρας, δεκατέσσερα.
Του κοριτσιού είναι φτηνό,
Το παίρνεις με το χωρατό.
Σ’ όσα νησιά κι αν γύρισα,
Στον κόσμο κι αν ταξίδεψα.
Κι όσες γυναίκες γνώρισα,
Στον κόσμο που ταξίδεψα.
Σαν του νησιού μου τα φιλιά,
Αλλού δεν βρήκα πουθενά.
116. ΑΣΤΡΟΠΕΛΕΚΙ ΚΑΙ ΦΩΤΙΑ
(Συρτός)
Αστροπελέ…, ωχ! αμάν! αμάν!
Αστροπελέ...πελέκι και φωτιά.
Αστροπελέ...πελέκι και φωτιά,
Να πέσει στα, βρε! στα Καλάβρυτα.
Να κάψει Κα..., ωχ! αμάν! αμάν!
Να κάψει Κα…, βρε! Καλαβρυτινές.
Να κάψει Κα…, βρε! Καλαβρυτινές,
Και πάνω, Ρουμελιώτισσες.
Που κατσαρώ..., ωχ! αμάν! αμάν!
Που κατσαρώ…, κατσαρώνουν τα μαλλιά.
Που κατσαρώ..., κατσαρώνουν τα μαλλιά,
Και παν στη Βο..., στη Βόχα, για δουλειά.
Στο δρόμο που..., ωχ! αμάν! αμάν!
Στο δρόμο που..., βρε! που πηγαίνανε.
Στο δρόμο που..., βρε! που πηγαίνανε,
Στη σκάλα που..., βρε! που ανεβαίνανε.
Τις πιάνει μια..., ωχ! αμάν! αμάν!
Τις πιάνει μια..., μια ψιλή βροχή.
Τις πιάνει μια... ψιλή βροχή,
Μια σιγανή..., καλέ! και ταπεινή.
Βραχήκαν τα..., ωχ! αμάν! αμάν!
Βραχήκαν τα..., βρε! τα μεταξωτά.
Βραχήκαν τα…, βρε! τα μεταξωτά,
Και τα σγουρά..., σγουρά τους τα μαλλιά.
117. ΔΥΟ ΛΕΜΟΝΙΑ
(Συρτός)
Δυο λεμόνια, καλέ μου!
Που ’χεις, Γκόλφω.
Δυο λεμόνια που ’χεις, Γκόλφω,
Που μυρίζουν σαν το μόσχο.
Δώσε μας, καλέ! κι εμάς,
Το ένα.
Δώσε μας κι εμάς το ένα,
Και μην τά ’χεις μετρημένα.
Δεν σας δίνω, λεβέντες μου,
Το ένα.
Δεν σας δίνω εγώ το ένα,
Γιατί είναι μετρημένα.
Τα ’χει αφέντης, καλέ μου!
Μετρημένα.
Τα ’χει αφέντης μετρημένα
Και καλά λογαριασμένα.
118. ΜΕΣ ΤΗΣ ΜΥΡΤΙΑΣ ΤΟΝ ΠΛΑΤΑΝΟ
(Τσάμικος)
Μες στης μυρτιάς, λέει, μες στης μυρτιάς,
Μες στης μυρτιάς τον πλάτανο.
Ώρε! μες στης μυρτιάς τον πλάτανο,
Κοιμάται το τριαντάφυλλο.
Κοιμάται και..., λέει, κοιμάται και,
Κοιμάται κι ονειριάζεται.
Ώρε! κοιμάται κι ονειριάζεται,
Βλέπει ότι αρραβωνιάζεται
Βλέπει σε πυ..., λέει, βλέπει σε πυ...,
Βλέπει σε πύργο ανέβαινε.
Ώρε! βλέπει σε πύργο ανέβαινε,
Σε περιβόλι έμπαινε.
Βλέπει ποτά..., λέει, βλέπει ποτά...,
Βλέπει ποτάμια με νερό.
Ώρε! βλέπει ποτάμια με νερό,
Ξήγα το, μάνα, το ’νειρο.
Ο πύργος είν’, λέει, ο πύργος είν’,
Ο πύργος είν’ ο άντρας σου.
Ο πύργος είν’ ο άντρας σου.
Το περιβόλι, ο γάμος σου.
Και τα ποτά..., λέει, και τα ποτά…,
Και τα ποτάμια με νερό.
Ώρε! τα ποτάμια με νερό,
Τα δάκρυα που θα χύσω εγώ.
119. ΑΡΧΟΝΤΟΥ ΓΙΟΣ ΠΑΝΤΡΕΥΕΤΑΙ
(Συρτός)
Αρχόντου γιος, αρχόντου γιος,
Παντρεύεται!
Και παίρνει προσφυγούλα,
Μαυρομάτα, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Κι η μάνα του, κι η μάνα του,
Που τα ’κουσε!
Πολύ της κακοφάνει,
Προσφυγούλα, μαυρομάτα μου.
Πιάνει δυο φι…, πιάνει δυο φίδια,
Ζωντανά!
Και τους τα τηγανίζει,
Προσφυγούλα, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Έλα, νύφη, έλα, νύφη,
Να φας φαί!
Χέλια τηγανισμένα,
Μαυρομάτα, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Πρώτη μπουκιά, πρώτη μπουκιά,
Που έφαγε!
Η δόλια εφαρμακώθη,
Προσφυγούλα, μαυρομάτα μου.
Μάνα, νερό, μάνα, νερό,
Μάνα, κρασί!
Να πλύνω το φαρμάκι,
Προσφυγούλα, σε κλαίν΄ τα μάτια μου.
Εδώ, νερό..., εδώ, νερό,
Δεν έχουμε!
Ούτε κρασί πουλιέται,
Μαυρομάτα, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
120. ΤΟ ΜΑΡΙΟΛΙΚΟ
(Τσάμικος)
Κοιμάται το Μαριόλικο,
Το κακονυχτισμένο.
Κι άλλοι το λέν’,
Το λέν’ από κρασί.
Κι άλλοι το λέν’ από κρασί,
Από βαρύ μεθύσι.
Κείνο δεν είν’,
Δεν είν’ από κρασί.
Κείνο δεν είν’, από κρασί,
Από βαρύ μεθύσι.
Η αγάπη το...,
Βρε! το βαλάντωσε.
121. ΚΑΡΑΒΙ ΚΑΡΑΒΑΚΙ
(Συρτός)
Καράβι, καραβάκι, κι αμάν! αμάν! αμάν!
Καράβι, καραβάκι, που πας γιαλό-γιαλό.
Ώρε! καράβι, καραβάκι, που πας γιαλό-γιαλό,
Αν είσαι για την Πόλη, κάτσε, να ’ρθω κι εγώ.
Δεν είμαι για την Πόλη, κι αμάν! αμάν! αμάν!
Δεν είμαι για την Πόλη, παρά για τα νησιά.
Ώρε! δεν είμαι για την Πόλη, παρά για τα νησιά,
Που ’χει όμορφα κορίτσια και τα γλυκά κρασιά.
Σε περιβόλι μπαίνω, κι αμάν! αμάν! αμάν!
Σε περιβόλι μπαίνω και βρίσκω μια μηλιά.
Ώρε! σε περιβόλι μπαίνω και βρίσκω μια μηλιά,
Τα μήλα φορτωμένη κι απάνω η κοπελιά.
Πιάνω να κόψω μήλο, κι αμάν! αμάν! αμάν!
Πιάνω να κόψω μήλο, πιάνω το χέρι της.
Ώρε! πιάνω να κόψω μήλο, πιάνω το χέρι της,
Χριστέ και Παναγιά μου! να γίνω ταίρι της.
Πιάνω να κόψω κι άλλο, κι αμάν! αμάν! αμάν!
Πιάνω να κόψω κι άλλο, πιάνω τη γάμπα της.
Ώρε! πιάνω να κόψω κι’ άλλο, πιάνω τη γάμπα της,
Χριστέ και Παναγιά μου! να γίνω άντρας της.
Κόρη, κατέβα κάτω, κι αμάν! αμάν! αμάν!
Κόρη, κατέβα κάτω να κουβεντιάσουμε.
Ώρε! κόρη, κατέβα κάτω, να κουβεντιάσουμε,
Έχω ένα γραμματάκι, να το διαβάσουμε.
Κόρη, κατέβα κάτω, κι αμάν! αμάν! αμάν!
Κόρη, κατέβα κάτω, απάνω θ’ ανεβώ.
Ώρε! κόρη, κατέβα κάτω, απάνω θ’ ανεβώ.
Να σε κορφοκοπίσω σαν το βασιλικό.
122. Η ΦΕΒΡΩΝΙΑ
(Συρτός)
Το μάθατε, τι εγίνει,
Στης Μάνης τα χωριά,
Που ’ντύθει η Φεβρωνία, η Φεβρωνία,
Στα Ευρωπαϊκά.
Σαν το ’μαθ’ ο Βαγγέλης,
Πάει στον καφενέ,
Βρίσκει την αδερφή του, ο μπαγάσας,
Να πίνει (ν)αργιλέ.
Γειά σου, βρε! Φεβρωνία,
Με τα Ευρωπαϊκά,
Εντρόπιασες εμένα, Φεβρωνία,
Και όλα τα χωριά.
Μια πιστολιά της δίνει,
Της τρώει τα σωθικά,
Ψιλή φωνούλα βάζει η Φεβρωνία,
Κρατώντας την καρδιά.
Δεν το ’λπιζα, Βαγγέλη,
Το αίμα μου να πιεις,
Και τον Πετροπουλάκη, Βαγγελάκη,
Γαμπρό να μην ειπείς.
.
Λεμόνια, πορτοκάλια,
Να τα μοιράσετε,
Μα τον Πετροπουλάκη, Βαγγελάκη,
Μην τον χαλάσετε...
123. ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΑ ΓΛΑΡΑ
(Συρτός)
Αυτά τα μάτια, βρε!, Δήμο, τα γλαρά,
Τα φρύδια τα γραμμένα,
Μπιρμπιλομάτα μου,
Σαν βρύση, το Γενάρη, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Αυτά με ’ρήξαν, βρε! Δήμο, σ’ αρρωστιά,
Κοντεύω να πεθάνω,
Μπιρμπιλομάτα μου,
Σαν βρύση, το Γενάρη, σε κλαίν τα μάτια μου.
Για πάρε, βρε! Δήμο, δίπλα τα βουνά.
Δίπλα τα καταράχια,
Μπιρμπιλομάτα μου,
Σαν βρύση, το Γενάρη, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Κι αν εύρεις, βρε! Δήμο, ελάφια, σκότωσ’ τα,
Αρκούδια, ημέρωσέ τα.
Μπιρμπιλομάτα μου,
Σαν βρύση, το Γενάρη, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Κι αν εύρεις, βρε! Δήμο, την αγάπη μου,
Ρίξε και σκότωσέ την,
Μπιρμπιλομάτα μου,
Σαν βρύση, το Γενάρη, σε κλαιν’ τα μάτια μου.
Και μην την πάρει, βρε! Δήμο, ξώφαλτσα,
Κι έρθει λαβωμένη,
Μπιρμπιλομάτα μου,
Σαν βρύση, το Γενάρη, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
Να την πετύχεις, βρε! Δήμο, στην καρδιά,
Και να ’ρθει πεθαμένη.
Μπιρμπιλομάτα μου,
Σαν βρύση, το Γενάρη, σε κλαίν’ τα μάτια μου.
124. ΣΤΙΣ 15 ΤΟΥ ΜΑΓΙΟΥ
(Συρτός)
Στις δε..., αμάν! στις δε..., στις δεκαπέντε του Μαγιού,
Μες στον Πύργο, μες στα αλώνια,
Στήσανε την καρμανιόλα.
Να κο..., άμάν! να κο…, να κόψουν τον Παρασκευά,
Κείν’ το ωραίο παλικάρι,
Που στον κόσμο δεν εφάνει.
Πάνε, αμάν! πάνε, πάνε για να τον φέρουνε,
Από μέσα απ’ το βαπόρι,
Κλαίει η μάνα, κλαίει κι η κόρη.
Μπροστά, αμάν! μπροστά, τον βάζουν και δεν πάει,
Κι από πίσω κοντοστέκει,
Και το θάνατό του βλέπει.
Τράβα, αμάν! τράβα, τράβα μπροστά, Παρασκευά,
Τράβα και μην κοντοστέκεις,
Και το θάνατό σου βλέπεις.
125. Η ΓΕΡΑΚΙΝΑ
(Το χόρευαν συρτό)
Κίνησε η Γερακίνα, για νερό,
Κρύο να φέρει.
Ντρούμου, ντρούμου, ντρούμου, ντρουμ,
Τα βραχιόλια της βροντούν.
Κι αμπόζα, κι αμπίζα,
Την προκοπή σου είδα.
Κι έπεσε, μες στο πηγάδι,
Κι έβαλε φωνή μεγάλη.
Ντρούμου, ντρούμου, ντρούμου, ντρουμ,
Τα βραχιόλια της βροντούν.
Κι αμπόζα, κι αμπίζα,
Την προκοπή σου είδα.
Κι έτρεξε όλος ο κόσμος,
Κι έτρεξα κι εγώ, ο καημένος.
Ντρούμου, ντρούμου, ντρούμου, ντρουμ,
Τα βραχιόλια της βροντούν.
Κι αμπόζα, κι αμπίζα,
Την προκοπή σου είδα.
Γερακίνα, θα σε βγάλω,
Και γυναί…κα θα σε κάνω.
Ντρούμου, ντρούμου, ντρούμου, ντρουμ,
Τα βραχιόλια της βροντούν.
Κι αμπόζα, κι αμπίζα,
Σε γέλασα, σε πήρα.
126. Μ’ ΟΡΚΙΖΕΣΑΙ, ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ
(Συρτός)
Μ’ ορκίζεσαι, μικρό μου,
Πως θα μ’ αγαπάς.
Όσο μακριά κι αν θα ’σαι,
Δεν με λησμονείς.
Ορκίζομαι στο κύμα,
Στο γαλανό νερό.
Όσο μακριά κι αν θα ’μαι,
Δεν σε λησμονώ.
Τον όρκο μου σου κάνω,
Ακόμα μια φορά.
Όσο μακριά κι αν θα ’μαι.
Δεν σε λησμονώ.
127. ΜΕ ΓΕΛΑΣΑΝ ΜΙΑ ΧΑΡΑΥΓΗ
(Τραπεζιού)
Με γέλασαν..., μια χα…, μια χαραυγή,
Ώρε,! της άνοιξης τ’ αηδόνια,
Με γέλασαν και μου ’πανε.
Με γέλασαν και μου..., και μου ’πανε,
Ώρε! ο Χάρος δεν με παίρνει,
Δεν με παίρνει.
Μην με παίρνεις, Χάρε, μην με παίρνεις,
Γιατί δεν με ξα…, με ξαναφέρνεις.
Και ’φτιαξα το, βρε, το σπιτάκι μου,
Ώρε! ψηλότερο από τ’ άλλα,
Από τ’ άλλα.
Μην με παίρνεις, Χάρε, μην με παίρνεις,
Γιατί δεν με ξα…, με ξαναφέρνεις.
Βλέπω το Χα…, το Χάρο να ’ρχεται,
Ώρε! στο άλογο καβάλα,
Καβάλα.
Μην με παίρνεις, Χάρε, μην με παίρνεις,
Γιατί δεν με ξα..., με ξαναφέρνεις.
128. ΚΟΒΩ ΜΙΑ ΚΛΑΡΑ
(Τσάμικος)
Κόβω μια κλάρα, να ζεις, κουμπάρα,
Κόβω μια κλάρα, λεμονιά.
Κόβω μια κλάρα, λεμονιά,
Με δυο λεμόνια δίφορα.
Και τη φυτεύω, σε κοροϊδεύω,
Και τη φυτεύω στο γιαλό.
Και τη φυτεύω στο γιαλό,
Κι αν μαραθεί, δεν σ’ αγαπώ.
Κι η κλάρα ε…, να ζεις, κουμπάρα,
Κι η κλάρα εμαράθηκε.
Κι η κλάρα εμαράθηκε,
Η αγάπη με παράτησε.
129. ΚΑΤΩ ΣΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ ΤΑ ΧΩΡΙΑ
(Τσάμικος)
Κάτω στου Βα…, λέει, κάτω στου Βα…,
Κάτω στου Βάλτου τα χωριά.
Και στα πέντε βιλαέτια,
Φάτε, πιείτε, βρε! αδέρφια.
Τούρκα δέρνει, λέει, Τούρκα δέρνει,
Τούρκα δέρνει τη σκλάβα της.
Αχ! Τη δέρνει, τη μαλώνει,
Και βαριά τη βαλαντώνει.
Δείρε με Του…, λέει, δείρε με Του...,
Δείρε με, Τούρκα, δείρε με.
Δείρε με και μάλωσέ με,
Κι όσο θέλεις, παίδεψέ με.
Αύριο, σαν θα…, λέει, αύριο σαν θα...,
Αύριο, σαν θα ’ρθει αφέντης μου.
Όλα θα τα μαρτυρήσω,
Όρκο κάνω να μην ζήσω.
Τι είδες, σκλα..., λέει, τι είδες, σκλα…,
Τι είδες, σκλάβα, τι θα πεις.
Αχ! Και τι θα μαρτυρήσεις,
Που όρκο κάνεις να μην ζήσεις.
Ό,τι είδαν τα…, λέει, ό,τι είδαν τα...,
Ό,τι είδαν τα ματάκια μου.
Αχ! Αυτό θα μαρτυρήσω,
Που όρκο κάνω να μην ζήσω.
130. ΕΧΕ ΓΕΙΑ, ΚΑΗΜΕΝΕ ΚΟΣΜΕ
(Συρτός, το τραγουδούσαν, συνήθως, στις εθνικές γιορτές)
Έχε γεια, καημέ…ενε κόσμε,
Έχε γεια, καημέ…ενε κόσμε.
Έχε γεια, γλυκιά ζωή,
Έχε γεια, γλυκιά ζωή.
Και ’συ, δύστυ...υχη Πατρίδα,
Και ’συ, δύστυ…υχη Πατρίδα.
Έχε γεια, παντοτινή,
Έχε γεια, παντοτινή.
Έχετε γεια, βρυσούλες,
Λόγγοι, βουνά, ραχούλες.
Έχετε γεια, Σουλιώτισσες,
Κι εσείς, Σουλιωτοπούλες.
131. ΞΕΚΙΝΑΕΙ ΜΙΑ ΨΑΡΟΠΟΥΛΑ
(Συρτός)
Ξεκινάει μια Ψαροπούλα,
Απ’ το γιαλό, απ’ το γιαλό.
Ξεκινάει μια Ψαροπούλα,
Απ’ την Ύδρα τη μικρούλα,
Και πηγαίνει για σφουγγάρια,
Όλο γιαλό..., όλο γιαλό.
Γεια, χαρά σας, παλικάρια,
Και στο καλό, και στο καλό.
Γεια, χαρά σας, παλικάρια,
Να μας φέρετε σφουγγάρια,
Κι όλα τα μαργαριτάρια,
Απ’ το γιαλό, απ’ το γιαλό.
132. ΠΟΥΛΑΚΙ ΞΕΝΟ
(Τσάμικος)
Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο,
πουλί χαμένο, πού να σταθώ.
Πού να φωλιάσω, σε ξένο δάσο,
σε ξένο δάσο, να μη χαθώ.
Bραδιάζει η μέρα, σκοτάδι παίρνει,
Και δίχως ταίρι, πού να σταθώ.
Πού να ’κουμπήσω, να ξενυχτήσω,
Να ξενυχτήσω, το ορφανό.
Γυρίζω να ’βρω φωλιά, να κάτσω,
να ξενυχτήσω, να μη χαθώ.
Κάθε κλαράκι κρατάει πουλάκι,
κρατάει πουλάκι ζευγαρωτό.
133. ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΗΜΕΝΗ ΣΟΥ ΠΟΔΙΑ
(Συρτός)
Στην κεντημένη σου ποδιά,
Βρε! βλάχα.
Βρε! βλάχα, βλαχοπούλα,
Κι Αρβανιτοπούλα.
Λαλούν αηδόνια και πουλιά,
Βρε! βλάχα.
Βρε! βλάχα, βλαχοπούλα,
Κι Αρβανιτοπούλα.
Στην κεντημένη σου ποδιά,
Βρε! βλάχα.
Βρε! βλάχα, βλαχοπούλα,
Να ’ρθω κι εγώ να πέσω.
Στην κεντημένη μου ποδιά,
Λεβέντη.
Λεβέντη, λεβεντάκη μου,
Εσύ δεν χωράς να πέσεις.
Γιατί έχω μάνα κι αδερφό,
Λεβέντη.
Λεβέντη, λεβεντάκη μου,
Με βάζουνε στη μέση.
134. ΜΑΝΑ, ΣΓΟΥΡΟΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ
(Συρτός)
Μάνα, σγουρός, μάνα, σγουρός,
Βασιλικός.
Μάνα, σγουρός βασιλικός,
Πλατύφυλλος και δροσερός.
Μάνα, ποιος τον..., μάνα ποιος,
Τον επότιζε;
Μάνα, ποιος τον επότιζε,
Και τον εκορφολόγισε;....
135. ΚΑΤΩ ΣΤΟ ΓΥΑΛΟ
(Συρτός, σατιρικός, στα τρία)
Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι.
Κάτω στο γιαλό, κοντή, νεραντζούλα φουντωτή.
Γάμο κάνανε, μ’ ένα σπυρί σιτάρι.
Το αλέθανε, κοντή, νεραντζούλα φουντωτή.
Το αλέθανε, στου σφοντιλιού την τρύπα.
Το σακιάζανε, κοντή, νεραντζούλα φουντωτή.
Το σακιάζανε, στης ψείρας το τομάρι.
Ψείρα ζύμωνε, κοντή, νεραντζούλα φουντωτή.
Ψείρα ζύμωνε, κονίδα κοσκινούσε.
Κι ο κυρ-ψύλλαρος, κοντή, νεραντζούλα φουντωτή.
Κι ο κυρ-ψύλλαρος το φούρνο συδαυλούσε.
Και πετάχτηκε μια σπίθα, μες στου ψύλλου την αρίδα.
Τρέξτε, φίλοι και γειτόνοι, γιατί ο ψύλλος δεν γλυτώνει.
Τρέξτε, φίλοι και κουμπάροι, γιατί ο ψύλλος θα πεθάνει.
Κι ο κυρ-κάβουρας, κοντή, νεραντζούλα φουντωτή.
.
Κι ο κυρ-κάβουρας, για τον γιατρό πηγαίνει.
Έλα, έλα, κυρ-γιατρέ, κάθισε στον καναπέ.
Και διατάζει μια αλοιφή, για του ψύλλου την πληγή.
Ψείρα ζύμωνε, κοντή, νεραντζούλα φουντωτή.
136. ΟΤΑΝ ΠΕΡΝΑΣ
(Συρτός)
Όταν περνάς, γιατί,
Τα μάτια χαμηλώνεις.
Έχεις παράπονο,
Και δεν το φανερώνεις.
Δεν μου μιλάς, γιατί,
Δεν θες να μου μιλήσεις.
Ρίξε μου μια ματιά,
Να με παρηγορήσεις.
137. ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΝΕΙ ΚΥΚΛΟ
(Συρτός)
Δυόσμε, βασιλικέ μου,
Γιατί μαράθηκες,
Ποιος σ’ έβαλε στα λόγια,
Και με παράτησες.
Το φεγγάρι κάνει κύκλο,
Στης αγάπης μου τον κήπο.
Έβγα να σε ειδώ,
Έβγα να σε ειδώ,
Έβγα να σε ειδώ,
Να παρηγορηθώ.
Το φεγγάρι κάνει αλώνι,
Στης αγάπης το μπαλκόνι.
Ποιος σε φίλησε,
Ποιος σε φίλησε.
Ποιος σε φίλησε,
Και σε κοκκίνισε.
138. ΝΑ ’ΜΟΥΝ ΕΛΙΑ ΣΤΑ ΣΑΛΩΝΑ
(Τσάμικος)
Ώρε! να’ μουν ελιά, νά ’μουν ελιά,
Στα Σάλωνα.
Να ’μουν ελιά, στα Σάλωνα,
Και κλήμα, στη Βοστίτσα.
Ώρε! να ’μουν και στα..., να ’μουν,
Στα Καλάβρυτα.
Να ’μουν και στα Καλάβρυτα,
Δραγάτης στα κορίτσια.
139. ΚΑΤΩ ΣΤΑ ΒΑΘΕΙΑ ΠΛΑΤΑΝΙΑ
(Τσάμικος)
Κάτω, στα βαθειά τα πλατάνια,
Κάτω, στα βαθειά τα πλατάνια.
Και κρυόβρυση, Διαμαντούλα,
Και στην κρυό..., στην κρυόβρυση.
Κάθονται τρία παλικάρια,
Κάθονται τρία παλικάρια.
Και μια λυγερή, Διαμαντούλα.
Και μια λυ…, μια λυγερή.
Κάθονται και τρώνε και πίνουν,
Κάθονται και τρώνε και πίνουν.
Και την ερωτούν, Διαμαντούλα.
Και την ε…, την ερωτούν.
Διαμαντούλα, τι είσαι τέτοια,
Διαμαντούλα, τι είσαι τέτοια.
Τέτοια κίτρινη, Διαμαντούλα,
Τέτοια κι…, βρε! κίτρινη.
Μην ο ήλιος σε μαραίνει,
Μην ο ήλιος σε μαραίνει.
Μην το κρύο το νερό, Διαμαντούλα,
Μην το κρύο το νερό.
Ούτ’ ο ήλιος με μαραίνει,
Ούτ’ ο ήλιος με μαραίνει.
Ούτε το κρύο το νερό, Διαμαντούλα,
Ούτε το κρύο το νερό.
Με μαραίνουν τρεις λεβέντες,
Με μαραίνουν τρεις λεβέντες.
Τα μεσάνυχτα, Διαμαντούλα,
Τα μεσά…, μεσάνυχτα.
140. ΚΟΡΗ, ΠΟΥ ΠΑΣ ΣΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ
(Συρτός)
Κόρη, καλέ! κόρη, που πας,
Στον ποταμό.
Κόρη, που πας στον ποταμό,
Τα ρούχα σου να πλύνεις.
Πάρε κι εμέ τα ρούχα μου,
Κόρη μου, να τα πλύνεις.
Να μη, καλέ! να μην τα πλύνεις,
Με νερό.
Να μην τα πλύνεις με νερό,
Μόν’ με τα δάκρυά σου.
Και με το μοσχοσάπουνο,
Που λούζεις τα μαλλιά σου.
Να μη, καλέ! να μην τ’ απλώσεις,
Σε δεντρί.
Να μην τ’ απλώσεις σε δεντρί,
Ούτε και σε κλωνάρι.
Παρά σε πικραμυγδαλιά,
Π’ ανθίζει το Γενάρη.
Να πε…, καλέ! να πέφτουν,
Φύλλα, επάνω σου.
Να πέφτουν φύλλα, επάνω σου,
Τα άνθη, στην ποδιά σου.
Κι αυτά τα πικραμύγδαλα,
Κόρη, στην αγκαλιά σου.
.
.
.
.
(χιμ)