Θύμισες- Τα κάλαντα του Άγιο Βασίλη
Και ένα άλλο θυμάμαι τότε να έγινε με την ζάχαρη, με τον Άγιο Βασίλη και τα κάλαντά του!..
Δοξασμένο να είναι το όνομά Του.
Μα τούτη τη φορά, τα παιδιά τραβήξανε (τραβήξαμε), για τη χάρη του μαρτούρια, τα βάσανά τους.
Όπως είμαστε τα παιδιά στην αγορά, παρέες- παρέες, μας φώναξαν για να τους ειπούμε τα κάλαντα, απέξω από του Παναγούλη το καφενείο και του "Κατσέπα" το μαγαζί, τρεις τέσσερις μεγάλοι άνθρωποι.
Ο ένας ήτανε στο επάγγελμα μαραγκός. Μαζεύτηκαν μετά εκεί και άλλοι πολλοί που ήσαν και μαστόροι.
Ήταν μαζί τους και οι δύο μας δάσκαλοι.
Τα παιδιά αρχίσαμε τα κάλαντα να ψέλνουμε, να ψέλνουμε:
-Αρχή μηνιά και αρχή χρονιά...
-Άγιος Βασίλης έρχεται...
Εκεί, τα ρωτάει ένας, ο μεγαλύτερος, ο γεροντότερος:
-Τι είπατε; Δεν άκουσα...
Τα παιδιά αρχίσαμε από την αρχή και τα λέγαμε πιο δυνατά, για να τα ακούσουνε όλοι.
Φοβόμασταν, ήσαν μπροστά εκεί και οι δάσκαλοι.
Ο δάσκαλος τότε ολημερίς γύριζε, γιορτή, καθημερινή και σχόλη με τη βέργα, το χάρακα, στο χέρι και όπου έβλεπε παιδί να έπαιζε, να μην συμπεριφέρεται κατά τη γνώμη του καλά, έτρωγε τις χαρακιές του. Ας ήταν γιορτινές ημέρες.
Τότε δεν ήταν όλα, αμόλα!...
Πρωί, μεσημέρι, βράδυ, ήσουνα ολοχρονίως μαθητής, στην αυστηρή επίβλεψη, στο σεβασμό και υπακοή στο δάσκαλο!...
Και οι δάσκαλοι, ήσαν τότε ...Δάσκαλοι!...
Μόλις έφταναν πάλι στο έρχεται, τα σταμάταγαν με την ερώτηση:
-Τι;... Δεν άκουσα...
-Έρχεται;...
-Ποιος είναι;...
-Ποιος έρχεται;...
Και πάλι από την αρχή τα παιδιά άρχιζαν και για να τα ακούσουνε αυτοί καλά, τα έλεγαν ακόμα πιο δυνατά, που οι φλέβες στο λαιμό τους από το ζόρι πεταγόταν σαν ραβδιά.
Η φωνή τους έκλεισε, τους πόνεσε ο λαιμός τους και όσο να προσπαθούσαν, φωνή δυνατή δεν έβγαινε.
Τότε, ένας από την παρέα των μεγάλων, ο πιο θαρρετός πηγαίνει στο μαγαζί και έρχεται με τη μεγάλη σέσουλα γεμάτη ζάχαρη.
-Ανοίξτε το στόμα σας μας λέει:
Όλα τα παιδιά άνοιξαν το στόμα τους και τους έριξε μέσα και το γέμισε ζάχαρη.
Τα παιδιά την έφαγαν και άδειασαν το στόμα τους αμέσως.
Θέλετε και άλλη τα ρώτησε, μας ρώτησε. Και με μία φωνή, ναι!... του απαντάνε...
Τότε, αμέσως, με τη σέσουλα περισσότερη ζάχαρη στο στόμα τους αδειάζει.
Όλα τα παιδιά προσπαθούσανε- προσπαθούσαμε, με το σάλιο τη ζάχαρη να λιώσουν, μα το σάλιο ήταν λίγο-λιγοστό, τη ζάχαρη να νικήσει!...
Τα έφραξε!..
Κόντεψε να τα πνίξει!....
Αλλά που τη ζάχαρη να φτύσουν!...
Τότε βρύσες, νερό, μέσα στο χωριό δεν υπήρχε, το κρασί ήτανε μπόλικο και λιγοστό το νεράκι...
Κρασί μας δώσανε, μας ποτίζανε πολύ, τη ζάχαρη από το στόμα, από το λαιμό να λιώσει.
Από το κρασί και τη ζάχαρη, ζεστάθηκε το κορμί μας και ήτανε η καλύτερή μας!...
Μετά πάλι από την αρχή τα κάλαντα του Αγίου Βασίλη... αρχίσαμε.
Στο έρχεται, πάλι με ερωτήσεις μας σταματάνε.
-Ποιος έρχεται;
-Ο Άγιος Βασίλης απαντούσαν δυνατά τα παιδιά, για να ξαναρωτηθούνε.
-Αλήθεια... έρχεται;
-Ποιος τον είδε;...
-Εγώ!... λέει ο Λιάς, ο πιο κοντός από όλους.
-Ναι, λέει από κοντά και ο Θανάσης
Γέλια... από όλους τους μεγάλους...
-Αλήθεια λες;
-Έρχεται;
-Από πού έρχεται;
-Και τι θέλει που έρχεται...
-Από πού, τον είδες και ξανάφανε;
-Στου Λιμημής, τον είδα και ερχότανε καβάλα σε ένα ψαρή μουλάρι, τώρα, θα κοντεύει να περάσει την τρανή βρύση, όπου και να είναι θα ξαναφάνει στη Ζαχαρού.
Τότε ξεκαρδίστηκαν στα γέλια, όλοι οι χωρικοί που είχανε μαζευτεί πολλοί γύρω- τριγύρω, μαζί και οι δάσκαλοι.
-Έχει κουδούνι το μουλάρι;
Τον ρωτάει ο μάστορας, ο ξυλουργός, για να πάρει αμέσως την απάντηση.
-Ναι!... Το είδα και το άκουσα!...
-Αμ! τότε δεν θα είναι ο Άγιος Βασίλης... θα έρχεται ο γέρο Πανάγος από τον Αρτοζήνο, στη Σίβα του καβάλα.
Ο Λιάς στενοχωρήθηκε και σκύβει το κεφάλι.
-Για πήγαινε, του λένε, μια πηλάλα, μέχρι τη Ζαχαρού και άμα δεν φαίνεται εκεί, πήγαινε και μέχρι το καμένο αλώνι και αμέσως να γυρίσεις να μας ειπείς.
Πήγαινε και εσύ μαζί, Θανάση.
Τα παιδιά το βάλανε στην πιλάλα!
-Όχι, εγώ τον είδα και ξανάφανε στη Λεσιά και ερχότανε από τα Λαγκάδια και ροβόλαγε στις λεύκες, στην Κερσίζα, αλλά ήτανε ώρα πολύ και πρόφταινε να είχε έλθει...
Εκτός αν το μουλάρι ήταν σκαστό της δίψας χειμωνιάτικα και έκατσε στην τρανή βρύση να το ποτίσει.
Αλλά, δεν ξέρω, μήπως έκανε λάθος το δρόμο και το έκοψε, από το πάνω το μονοπάτι για την ζευγολατήτσα;...
Είπε ο φίλος μας ο Παναγής από τον απάνω μαχαλά.
-Α, α, α!... Έτσι μπορεί να έγινε!
-Μπράβο – μπράβο!..
Εσύ έχεις πολύ μυαλό και σου κόβει!...
Ποιος είναι ο δάσκαλός σου;...
Εσύ θα γίνεις τρανός - μεγάλος... μπορεί να γίνεις και πολιτικός, σαν τον Τουρκοβασίλη με την μαγκούρα και ίσως τον ξεπεράσεις...
Ο Παναγής φούσκωσε από υπερηφάνεια, εψήλωσε δύο πόντους!...
-Πάρε τώρα και εσύ την καραμέλα σου την νάσκο, που είναι και μεγάλη και τρέξε μια πιλάλα. Πάρε από το σπίτι τη μαγκούρα, όποια και αν βρεις εύκαιρη και πιάσε καρτέρι στου Γιωργιού το αλώνι και κώλωσέ τον, όπως κωλώνεις τις μαρτίνες από τα σπαρτά και γύρισέ τον, να κάνει προς τα κάτω, από εδώ για να περάσει.
Άμα δεν σε ακούει, με την μαγκούρα φοβέρισέ Τον!..
Πάρε και μαζί το γείτονα σου, το Λιά, παρέα να σου κάνει...
Ο Παναγής πηλάλα πήγε, για το αλώνι στη ζευγιλατίτσα... και εκεί ολημερίς σαν στιχηρό καθότανε και ο Λιάς τριγύρω έψαχνε, για αχνάρια λαγού, πάνω στο χιόνι... και βρήκε δυό- τρεις κακαράντζες!...
Και με χαρά μεγάλη, τον πατέρα του ειδοποίησε να ψάξει να βρει το λαγό, κρυφά να τον σκοτώσει.
-Και 'σύ, Γιάννη, να, πάρε την καραμέλα σου και πήγαινε γρήγορα και φύλαγε στο τουράκι, στο κισσό της απάνω εκκλησιάς, μην κατεβεί από της Γκρόπας, το σούρμα, στο βράχο και μπει μέσα στην επάνω εκκλησιά, και όπως είναι κουρασμένος και ξεπαγιασμένος, πέσει χάμου και πλαγιάσει, να ξαποστάσει και άντε μετά να ξυπνήσει....
Και εμάς εδώ, θα μας αφήσει να περιμένουμε, να μας φάει ο στάλος ...
Πιλάλα ο Γιάννης όρθιος, με μια μεταλλική σφυρίχτρα στο χέρι, επήγε στο τουράκι της επάνω εκκλησιάς, στο βράχο, στον κισσό, να φυλάει καραούλι. Και κάπου – κάπου με τη σφυρίχτρα του σφυρίζει και με δυνατή φωνή έλεγε και ρώταγε και λέει:
-Δεν πέρασε;... δεν 'φάνει!...
Μήπως τον είδανε τι έγινε;.. οι άλλοι;..
Απάντηση δεν έπαιρνε καμία!...
Εκεί έμεινε μέχρι που έγειρε και σκαπέτησε ο ήλιος!...
-Τον Θοδωρή, από τον κάτω μαχαλά, με την καραμελίτσα του στο χέρι, τον ξαπόστειλαν για να φυλάει στο Βεργαίικο αλώνι.
-Δεν πιστεύουμε, του είπανε, να άφησε εμάς, το μεγάλο χωριό και να πήγε πρώτα από του Λυκούρεσι και να έρχεται από του Λαχταρί προς τα εδώ.
Αν τον ειδής να έρχεται από εκεί να ξαναφαίνει, το δρόμο δείξε του, να μην αργεί, να έρθει από τον ανήφορο, στο Ακόνι.
Και φέρε τον επάνω, και πάρε τον από κοντά, να μην Τον βγάλεις από τα μάτια σου καθόλου...
Ο Θοδωρής σαν πήγε στο αλώνι και αγνάντεψε και κατάλαβε ότι από αυτό το δρόμο, τον κακοτράχαλο, Άγιος Βασίλης δεν περνάει...
Παίρνει τον τσίλικα του και με τα άλλα παιδιά το παιχνίδι αρχινάει.
Άσε τα άλλα, τα παιδιά, καθένας τους στο καραούλι να φυλάει....
Έτσι, μεσημέριασε, τα κάλαντα τα παιδιά δεν τα είπανε παντού και ο Άγιος Βασίλης εκείνη τη χρονιά, εκείνη τη φορά δεν πέρασε...
Δεν ήρθε, δεν 'φάνει...
Και ας τον περιμέναμε τα παιδιά να περάσει, μέχρι το ηλιοβασίλεμα!...το βράδυ...
Στεναχωρηθήκαμε- Στεναχωρήθηκα!..
Από τότε κάλαντα δεν ξαναείπα!...
Δεν ξέρω, τα άλλα τα χρόνια, πέρασε;.. περνάει;...
Η μήπως ο Άγιος Βασίλης συνέχεια μας ξεχνάει;
Μας ξεγελάει και μας προσπερνάει;...
Το μόνο που ξέρω, πως στο καφενεδάκι του χωριού, όλοι τον αγαπάνε, ολοχρονίς τον προτιμούν, τον σέβονται, στο παίχνιο, τον τιμάμε...
Τον παίζανε, τον παίζουνε ακόμα και τώρα τον Άγιο Βασίλη με την τράπουλά του.
Εγώ από τότε, του θύμωσα και από άχτι, δεν πιάνω τα χαρτιά του...
Την ώρα αυτή του παιχνιδιού, κουβέντα- μιλιά, δεν σηκώνουν....
Σε χαιρετούσανε και σε χαιρετούνε, χωρίς να σε κοιτούνε!...
Ο νους τους και τα μάτια τους είναι στο Βαλέ, στο Ρήγα, στη Ντάμα καρφωμένα, μην τους την πάρει ο άλλος!...
Την Ντάμα!!!....
Και μέχρι και τώρα η παράδοση αυτή, στο χωριό μας καλά κρατάει...
Και οι γυναίκες που περιμένανε τους άντρες τους από νωρίς στο σπίτι να γυρίσουν, τη Ντάμα, είχανε και έχουνε πιότερο άχτι, τα μάτια να της βγάλουν!...
Και λέγανε και λένε:
-Εάν ήσαν καλοί αυτοί, ο Ρήγας, ο Βαλές και η Ντάμα καθόσανται νοικοκύρηδες και νοικοκυρά στο νοικοκυριό τους, στο σπιτάκι τους, δεν γυρνάγανε ασύδοτοι, σαν ρέμπελοι στους καφενέδες...
Και για αυτή τη Ντάμα, τι να ειπείς... τι να ειπείς;... και τι να κάνεις;...
-Αν ήτανε αυτή, σπιτικιά, καλή, σουλουπωμένη, δεν θα καθότανε να τη μαραφουλάνε κάθε η μέρα σαράντα πέντε και βάλε, αντρών τα χέρια...
Η σουρλουλού... η Ντάμα!...
Τότε, υπήρχε φτώχεια και οι γυναίκες είχανε τα δίκια τους, γιατί τις ημέρες του Άγιου Βασίλη, τον Άγιο Βασίλη παίζανε στον καφενέ, το τριάντα ένα και στο πείσμα και στο χαρτί, επάνω στη Ντάμα, στο Ρήγα, στο Βαλέ, στον Άσσο, ποντάρανε και χάνονταν, οι οικονομίες...
Και τα άλλα..., μουλάρι, κατσίκα και γουρούνι και έμενε το νοικοκυριό να κοιτάει... τον άσσο και τον ήλιο!...
Από τα χαρτιά, έμεναν τα παιδιά του χαρτοπαίχτη, πολλές φορές, και από φαγητό στερημένα...
Είχανε όμως τότε, τα χαρτιά και τα καλά τους!...
Ετηρείτο η συμφωνία, ο νόμος!..
Ο άγραφος νόμος!
Ο νόμος του λόγου, της προφορικής συναλλαγής!..
Της μπέσας!!!
Κανένας τους, δεν αθετούσε, τότε, ποτέ, το λόγο του, δεν προσέβαλε την υπόληψή του, υπήρχε τότε λόγος, μπέσα και ντομπροσύνη!...
Και η χαρτοπαιξία έχει και αυτή τη χάρη της!...
Μάθαιναν οι άνθρωποι από τα παθήματά τους!...
Και μετά, όταν τέλειωνε η χαρτοπαιξία, παίρνανε τη μορφή των Αγγέλων!...
Όλοι τους οι άνθρωποι αυτοί, ήσαν συνεπείς στις συναλλαγές τους!
Έξυπνοι, εργατικοί, τίμιοι, φιλότιμοι, πρόκοψαν στα ξένα- στις δουλειές τους!...
Άφησαν εκεί, τις διαβολιές τους!...
Και έφυγαν...
Και ο Άγιος Βασίλης συνεχίζει κάθε χρόνο τη στράτα του...
Όλοι περιμένουν το κάτι να τους φέρνει...
Αλλά τώρα τα τελευταία χρόνια άλλαξε το βολί και όλο ζητάει και με το ζόρι ακόμα και από τους φτωχούς παίρνει...
Ας μας χαρίζει τουλάχιστο υγεία, παρηγοριάς ελπίδα...
Γιάννης Στ Βέργος {Γορτύνιος}
Δεκέμβριος 2014