Ο γέρος, ο Παναγιώτης ζούσε μαζί με την κυρά του ζωή νοικοκυρεμένη και ταπεινή. Μάζευε από ενωρίς τις οικονομίες του.
Νοικοκύρης ήτανε από τα νιάτα του, ο Παναγιώτης.
Σιγά, σιγά τα χρήματά του αυγάταιναν και τα φύλαγε τα σιγούρευε να τα έχει για τα γεράματά του. Σε κανέναν να μη του γίνει βάρος τρανό, μεγάλο!...
Και αυτό ο παππούς δεν το ήθελε, δεν το μπόραγε η καρδιά του, δεν το βάσταγε η συνείδησή του, να τον ταΐζει, ο άλλος ή τα παιδιά του.
Για αυτό έκανε από ενωρίς μόνος του τα κουμάντα του, κανένα να μη επιβαρύνει, να μη στενοχωρήσει, σε κανέναν να μη γίνει βάρος!... Σε συγγενή, σε παιδί, σε φίλο πιστό, μεγάλο!...
Όχι ότι θα το αφήνανε τα παιδιά του, αλλά την ώρα την δύσκολη, την κακιά, την ώρα της ανάγκης, τάχα είχαν και μπορούσανε και που να πάνε, να βρούνε τα χρειαζούμενα, να δανειστούνε;

Και όλους του άλλους συμβούλευε, το ίδιο με αυτόν για να κάνουν.
Πάντοτε προσπαθούσε από μόνος του και τότε και τώρα, με την τριχιά να δέσει το γάιδαρο του και να τον έχει πολύ σίγουρο, για τον εαυτόν του!..
Ποτέ να μη λυθεί και φύγει!... Γι αυτό του έβαζε διπλό, όχι μόνο το σχοινί στην καπιστριάνα, στο δέσιμο, αλλά και στο περδούκλι.Καλά τα κατάφερνε μέχρι ενός σημείου.
Κάλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε, έλεγε συχνά, συχνά, πυκνά και πάντα, σε ανάλογες κουβέντες, συζητήσεις και περιπτώσει ο Παναγιώτης
Τα μάζευε ο παππούς, ο Παναγιώτης τα λεφτά, τα κοίταγε τα χάιδευε, τα μέτραγε και χαιρότανε η καρδιά του, αισθανόταν σιγουριά και ασφάλεια, για τα γεράματά του.
Μια ημέρα του καλοκαιριού, μια ημέρα σχόλη, ένα ντατσούνι πέρασε από την γειτονιά του και διαλαλούσε τα εμπορεύματά του.
Σαν είδε η γύφτισσα τον παππού, να κάθεται στην βεράντα του σπιτιού του, μαζί με την κυρά του, της ήρθε δίψα μεγάλη στο λάρυγγα, ήθελε να τον καταβρέξει, την κάψα του να του διώξει . Λίγο νεράκι ζήτησε στην γιαγιά, για να της δώσει, ήταν όπως φαινότανε και γκαστρωμένη.

Ο παππούς μόλις την είδε, την είδε, σε αυτή την κατάσταση, την λυπήθηκε, θυμήθηκαν τα δικά του, που για μία στάλα από νερό, περπατάγανε μισή ώρα δρόμο για να το βρει!... Και βάλε!..
Της είπε με καλοσύνη:
Έλα πάνω παιδάκι μου, επάνω, μπες μέσα, άνοιξε το ψυγείο, πιες εσύ κρύο νεράκι, όσο θέλεις, δώσε και στους άλλους και αν μπορείς μου φέρνεις από ένα ποτήρι και σε μένα.
Το για να σηκωθεί η γερόντισσα, δεν το μπορεί και μη το περιμένεις....
Αν θέλεις και ψωμάκι, κόψε, πάρε.
Δόξα το Θεό!
Έχουμε τώρα, τίποτα δεν μας λείπει!
Τώρα από όλα έχουμε παιδάκι μου, άμα πεινάνε ας φάνε και οι άλλοι, πάρε το και όλο..... Κάποιο παιδάκι θα περάσει, θα του ειπώ, να πεταχτεί στο φούρνο, άλλο ψωμί θα μου πάρει.
Η γύφτισσα ανέβηκε πάνω, ήπιε κρύο νερό, πηγαίνει και στο γύφτο, που καθόταν στο ντατσούνι.
Γυρίζει, δίνει και στο παππού ένα ποτήρι νερό, πίνει λίγο και ευχαριστιέται και από μέσα του λέει:
<<Να που υπάρχουν και καλοί άνθρωποι!>> Δεν χάλασε η πλάση, όπως λένε! Και δόξα τον Θεό!
Η γύφτισσα, έκοψε ψωμί, στους άλλους το πηγαίνει, κατέβηκε ο ένας, ο άνθρωπος από το ντατσούνι, βάζει στης γύφτισσας την ποδιά, ντομάτες, αχλάδια και μπανάνες και θαρρετή ανέβηκε στη βεράντα και της γερόντισσας, της γιαγιάς, της τα πηγαίνει. Πάρε τα αυτά, γιαγιά, για χάρισμα, της είπε, που είσαι καλή και έχεις φιλότιμο και μου έδωσες κρύο νεράκι και ήπια και δροσίστηκα εγώ και δροσίστηκε και τούτο, το κακόμοιρο που έχω μέσα μου, που έσκασε από την κάψα.
Αυτά είπε βιαστικά και πέρασε και τα άφησε στης κουζίνας το τραπέζι.
Ούτε η γερόντισσα το ήθελε το φίλεμα, για το νερό, η γύφτισσα να το ξεπληρώσει, μα ούτε και γέροντας καταδεχότανε, να γίνει τέτοιο
πράγμα!...
Αμέσως σηκωθήκανε και δύο μπαίνουν, όλοι τους μέσα.
Της λένε αυτό που κάνεις, δεν πρέπει.
Η γύφτισσα επέμενε, έκανε για να φύγει, την κράτησε όμως από το μανίκι ο παππούς και της λέει:
Το πόσο κάνουν, τα πράματα να τα πληρώσει και αυτή του απαντάει. Εφ όσον παππού επιμένεις, δώσε ένα τάλιρο και πάλι ευχαριστημένοι είμαστε όλοι!...
Ωστόσο ο γύφτος έμπαινε στην πόρτα.
Κοιτάει ο παππούς την τσέπη του, ψάχνεται δεν βρίσκει ψιλά, το τάλιρο να συμπληρώσει, ήθελε στην ακρίβεια να είναι τα πράγματα, τα λεφτά, τα φρούτα να πληρώσει.
Δύο λεφτά παιδάκι μου περίμενε, καθυστέρηση της είπε, ο παππούς να πάω μέσα να τα φέρω.
Πηγαίνει μέσα ο παππούς, ξωπίσω του πάει και αυτή!...
Ψάχνει ο παππούς για το κομπόδεμα και κάνει το λάθος και παίρνει το μεγάλο, που το είχε για την ασφάλεια του, στα γεράματα του.
Και μόλις το είδε η γύφτισσα του το πήρε, όπως ήταν, από τα χέρια και του λέει:
Παππού, μη ψάχνεις άλλο ποια!... φτάνει!..
Ο Παππούς σάστισε, κάθισε, αμίλητος και την αγναντεύει, που φεύγει τρέχοντας με το γύφτο και όταν λίγο συνήλθε άρχισε να χουχουλιέται.Μετά, ήρθε η γκρίνια!....
Τα βάρη τα έριξε στην γερόντισσα του, που ήθελε να αγναντεύει, τριγύρω, τα γύρω της, από την βεράντα!
Να πίνει τον καφέ της και τώρα για το φταίξιμο της, της λέει:
Πιες και τώρα, αντί καφέ φαρμάκι!...
Και κάτσε και τραγούδα και σε λίγο θα έρθει η ώρα που θα βαρείς και τον ταμπουρά, όπως τα έκανες, με το μυαλό που έχεις για σπίτι!...
Ο γέροντας πολύ στενοχωρήθηκε, έπεσε αμίλητος να πεθάνει, και αμέσως ήρθανε τα παιδιά του και κάθε ημέρα έρχονταν από δύο, δύο τα εγγόνια.

Ερχόταν και το μικρότερο και του έφερνε από δύο-τρεις, τις κούτες τα τσιγάρα και άλλα πολλά καλούδια.

Τότε ο παππούς επήρε το πάνω του, δεν ήθελε ποια να έρθει ο χάρος, βλέποντας τριγύρω του, όλη την σειριά του.
Και είδε και κατάλαβε ,για τα καλά, πως τον αγαπάει η φαμελιά του!

Αυτή την ώρα, επανάλαβε και αυτός, αυτό που έχουν ειπεί και λένε πολλοί άλλοι, σε πιο σκληρότερες εποχές !
<< Σαν έχεις καλά παιδιά, τι τα θέλεις τα λεφτά!...Τι θα τα κάνεις ; ...>>
Και έτσι του ήρθε πάλι το χαμόγελο στα χείλη του, δεν θέλει πια να πεθάνει!
-Το έμαθαν όλοι οι συγγενείς γνωστοί και φίλοι και όλοι τους δεν το πίστευαν αυτός, αυτό να πάθει, τέτοια γκάφα.
Το έμαθε και γριά συμπεθέρα του, που αυτή ήξερε καλά, από οικονομία, από φτώχεια!Το πώς μαζεύεται η μία δεκάρα, να γίνει δυο!... Και οι δύο δεκάρες, τρεις, να βρίσκονται στην άκρη... Με χίλιες δύο, στερήσεις!...
Πολύ στεναχωρήθηκε Την πιάσανε τα κλάματα, σαν το μικρό παιδί... Έκλαιγε!... Και όποτε το θυμάται κλαίει!... Που μορμώ δεν είχε!...
Και τι να της ειπεί και το παιδί της; Έτσι που την έβλεπε. Τι να κάνει; Μη την βρει κανένα εγκεφαλικό φοβόταν και τότε είναι η συμφορά του! Η συμφορά του θα είναι, η μεγάλη! Τότε τι να την κάνει;... Καλύτερα να....
Σιώπα μάνα της είπε και μη κλαις και μη στενοχωριέσαι, για την συμπεθέρα σου και τον συμπέθερό σου, μη βαριά αναστενάζεις και έτσι μη κάνεις.
Δεν είναι δα και της μεγάλης ανάγκης!...
Το σπίτι, δικό τους το έχουνε, έξω δεν πρόκειται να τους βγάλουν, [ δεν είναι και της μεγάλης της ανάγκης] δεν πρόκειται η συμπεθέρα σου, ποτέ της να πεινάσει!...
Εξ άλλου τόσους έχουν τριγύρω τους, θα ιδούμε τι θα γίνει; Κάτι θα κάνουμε άμα έρθει η μεγάλη ανάγκη!
Τώρα ο γιατρός λέει, πως δεν πρέπει να τρώνε και πολύ, για να ζήσουνε περισσότερο, και με το λίγο που θα τρώνε λέει, ο γιατρός πως τους φτάνει, δεν πρέπει να πεινάνε και τα λεφτά τι τα θέλανε και τα μαζεύανε; ...
Να χαθεί να χάνεται και αυτός, με τα γράμματα που έμαθε και την γιατρειά που λέει πως ξέρει και δίνει!... Ξέρει αυτός! Από αυτά!...Τι ξέρει;...Για να μη ειπώ, τι! Τι να ειπώ;.... Την... την...
Είμαι μια γριά γυναίκα και έχω και τσίπα επάνω μου.Δεν μου επιτρέπεται και δεν μου ταιριάζει! Να ειπώ το κάτι παραπάνω!...
Τι μπορώ να ειπώ; Εμένα θα μου ειπεί, αυτός, τέτοια λόγια και πράγματα; Τι ξέρει αυτός; Πείνασε;... Δεν πείνασε!... Δίψασε;... Δεν δίψασε!..Άλλοι αγκομαχούσανε να τον σπουδάσουν! Και αυτός, αυτά τα σπουδάγματα έμαθε; Και αυτά τα λόγια λέει; Πως δεν του χρειάζονται του κακόμοιρου του γέρου τα λεφτά; Τώρα ποιος είναι η χάρη του; Και ποια η αφεντιά του!...Που μόνο λόγια λέει; ...Για στείλτε το μου από εδώ, να σου τον συγυρίσω!
Πρώτα τους ντρεπόμουνα τους γιατρούς, μην ήσαν ντε... και χρειαζούμενοι!... Τώρα δεν τους έχω, μεγάλη ανάγκη!... Εκατό χρονών κοντεύω να φτάσω, μην αρρωστήσω και μη δεν μου προσθέσουν, την μία ημέρα, την μία ώρα στην ζωή;....
Και τι να την κάνω; Δεν την θέλω! Τον Μιχάλη που θέλω να έρθει δεν έρχεται! Τι πρέπει πια να κάνω;

Αυτό νε ντε τον άνθρωπο, τον γιατρό που το ξέρεις εσύ, φέρτε το μου ντε από εδώ, να δεις πως θα του τα ψάλλω!... Που λέει και αυτός, πως δεν τα θέλει, η χάρη του, ο γέρος τα λεφτά του; Τους κόπους του; Ο γέρος, ίδρωσε, δούλευε, κόπιασε! Να του τα φάνε άλλοι; ....Οι λωποδύτες,... οι παλιάνθρωποι;...Πού είναι το κράτος;... Πού;.... Πού είναι οι χωροφύλακες ,
να μη κοτάει, κανένας τους να τσάξει, να τους κάνουν, αυτούς που κλέβουν τους κακούργους, να τους τσακίζει, το κάτουρο !
Ανοικτά, μπεριάνι τα αφήναμε τις πόρτες, τα σπίτια μας στο χωριό και δεν έλειπε καρφίτσα, βελόνα! Τι είναι τούτο εδώ τώρα;...Βαβυλωνία, Βαβυλωνία!
Ούτε ο κασμάς, ούτε στάχυ σιτάρι από το χωράφι, ούτε ρόγα από το αμπέλι έλειπε. Μόνο κανένα Θεό πούλι τσίμπαγε καμιά, και από αυτή, έτρωγε την μισή, από την ρόγα ή το σύκο, ή το σταφύλι, την άλλη μισή την άφηνε και το άφηνε επάνω....
Ρε, ούτε το Θεό πούλι δεν τόλμαγε, ούτε και η καρακάξα, να το πάρει να το φάει ολόκληρο το σύκο, τότε! Ούτε, ο ασβός άρπαζε από το χωράφι, το αραποσίτι στον Αρτοζήνο όπως τα αρπάζουν, οι άνθρωποι τώρα! Δεν έλειπε τίποτα!... Εκεί που το αφήναμε, εκεί το βρίσκαμε! Και τώρα τι κάνουν εκείνοι, οι παπάδες; Δεν συμμορφώνουν τον κόσμο; Το μόνο τώρα που κάνουν και γίνεται, είναι, να χτυπάνε την καμπάνα και μόνο να μαζεύουνε τις προσφορές ! Γιατί δεν κάνουν!... Δεν κάνουνε, κανένα κήρυγμα τρανό, να βγάλουν μεγάλο τελάλη, και να του το ειπούν, λιανά για να το καταλάβει ο κόσμος!...
Πως δεν πάμε καλά.... Δεν περπατάμε, στο ίσιωμα, τον ίσιο το δρόμο και θα πέσουμε όπως πάμε στα βράχια, να γκρεμοτσακιστούμε. Και αν δεν ακούνε, να τους ειπούνε: Πως θα διαβάσουνε τον μεγάλο αφορισμό, τον μεγαλύτερο αφορισμό που υπάρχει, να γίνουν όλοι τους αυτοί μπούλμπερη, να ξεβρομίσει η πλάση!
Αλλά μπορεί και φαίνεται, ότι, και ας με συγχωρέσει ο Θεός, ότι από αυτά τα λίγα που ακούω στο κουτί, και τα λίγα που καταλαβαίνω, από αυτά που λένε, το μόνο που κατάλαβα είναι πως και αυτοί, οι καλοί, οι τρανοί παιδάκι μου χαλάσανε! Και αν αυτό είναι αλήθεια; Πως χαλάσανε και αυτοί!..Αυτό!.. Πια;.. Τότε... Τι να περιμένεις;... Θα χαθεί η πλάση!... Καλά, καλά έχεις δίκιο μάνα, της είπε το παιδί της για να την καθησυχάσει. Ο Θεός μας αγαπάει όλους, δεν θα μας χάσει!
Ο παππούς τι τα ήθελε;... Τα λεφτά, τα μεγάλωσε τώρα τα παιδιά του.... Δεν του πεινάνε!....
Τι λες; Τι λες; Που δεν τα ήθελε! Είσαι με τα καλά σου;
Ο κακομοίρης ο γέρος τα μάζευε σιγά, σιγά, τα μέτραγε και χαιρότανε, έβλεπε μπροστά του τα κόπια του, τον ιδρώτα του, τώρα, τώρα!.. Κακή του θλίψη, μαύρη του στενοχώρια!.. Παρηγοριά δεν παίρνει ....
Ρωτάτε και εμένα που ξέρω, από τέτοια: Ο λόγος του κάθε ενός, στην συμφορά του άλλου, καλός είναι!...
Και να σου το ειπώ, και αυτό, το κάτι, λιανά- λιανά, και το άλλο, να το καταλάβεις: << Ο λόγος του ξένου ανθρώπου και του δικού σου, καλός είναι!... Αναπεύει, δεν θεραπεύει! ...>>
Άμα έχεις δικά σου νύχια ξύνεσαι, δεν περιμένεις του άλλους, το πότε και αν θέλουν να σε ξύσουν και να είναι το ξύσιμο στο παρακαλετό! ... της παρακάλιας.... όπως το λένε!
Σαν θέλεις τούτα, άκου τα και βάλε τα, καλά στο μυαλό σου και ας ξέρεις πλιότερα τα γράμματα, εφτούνα, δεν τα λένε!...Όσα χαρτιά και να διαβάσεις και μη στραβώνεσαι να τα βρεις, δεν θα τα βρεις πουθενά γραμμένα! Πολλά διάβασε και κείνος ο γιατρός και είδαμε και ακούσαμε τι λέει!... Η αφεντιά του!...Αν δεν τα λες, εσύ αυτά και θέλεις να με κοροϊδέψεις, να μη στενοχωριέμαι, με αυτό που κάνανε οι ανεχρόνιαγοι!...
Σιώπα της λέει της μάνας του, το παιδί της. Ο γύφτος με την γύφτισσα θα τα είχαν μεγάλη ανάγκη, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους...Ο παππούς τα μεγάλωσε, τώρα δεν του πεινάνε!
Να χαθεί να χάνεται, να πάει να δουλέψει, όχι να κάνει τον γέροντα να θλίβεται, η καρδιά του, κακή σουβάλα να του έρθει.
Είναι και καιρός αυτός που τώρα ήρθε; Ανάποδος καιρός ήρθε!
Άμα κανένας τότε έκανε καμιά παλιανθρωπιά, υπήρχαν κανονισμοί καλοί, που αυτά τα κανόνιζαν. Τον έπιαναν, τον μουντζούρωναν, τον έβαζαν ανάποδα καβάλα σε ένα γαϊδούρι, το διάλεγαν να είναι και μαύρο.
Τα προς τα πίσω τον έβαζαν να κοιτάει, την ουρά του γαϊδάρου και όλοι οι άλλοι τον φτύνανε, όταν πέρναγε από μπροστά τους, για την παλιανθρωπιά του. Και μη νομίζεις πως οι παλιανθρωπιές τότε ήσαν τίποτε μεγάλες, για τέτοια ρεζιλίκια, ήταν για το τίποτα, ήσαν μικρές, αν κάποιος έκλεβε κανένα σύκο, κανένα σταφύλι για να το φάει. Όχι για παλιανθρωπιές μεγάλες, αν ήτανε, να έκλεβε, να βάλει στο τορβά, τότε του κόβανε το χέρι και αν ήταν κάτι, το μεγαλύτερο, του παίρνανε, ακόμα και το κεφάλι και ησύχαζε ο κόσμος!...
Ο νόμος τότε δούλευε, δεν ήτανε το παίξε, γέλασε με δαύτον νε, δεν χώραγε τότε τα τέτοια, ο άλλος να τα κάνει. Τώρα είναι, το όποιος μπορεί, μπορεί, να καβαλικέψει ο ένας τον άλλον, σαν να μη συμβαίνει τίποτα! Και όλα να είναι καλά, κανένας δεν τους μιλάει, κανείς δεν τους ενοχλεί, που πρέπει να τους μιλήσει, ο παππάς στο αυτί και ο διάκος, [για να μη ειπώ καλύτερα ο διάβολος] στο κεφάλι.!.. Καλά και πάλι καλά, που δεν τους φόνεψαν κιόλας, να πάνε οι άνθρωποι σκοτωμένοι! Κράτος είναι τούτο εδώ, δεν είναι κράτος, να κάνει ο καθένας ότι, θέλει και μπορεί, στο άλλον!....Πού είναι εκείνοι οι τρανοί, οι παπάδες, τον κόσμο να ορμηνέψουν; Να τους οδηγήσουν να μπούνε όλοι σε μια καλή σειρά, νοικοκυρεμένη, που όλο και συνέχεια λιβανίζουν στον αέρα... Αφού βλέπουν!... Δεν βλέπουν;...
Δεν φεύγει ο διάβολος με το λιβάνι!...Το κάτι άλλο πρέπει να κάνουν, καθόλου δεν τους κόβει; Χάμου έχει κάτσει, ο τρισκατάρατος, σταυροπόδι και όποτε θέλει σηκώνεται και χορεύει!... Τα κάνει άνω, κάτω!... Και τα τραγούδια στα όργανα, άλλος τα πληρώνει!..
Πρώτα-Πρώτα θέλει ο κόσμος το παράδειγμα, ορμήνια, διδαχή, για να γίνουνε καλοί άνθρωποι και μετά αυτοί από ευχαρίστηση, να τους δίνουν και να τους παίρνουνε οι τρανοί,... το κερί και το λιβάνι για να καλοπερνάνε!
Και αυτοί πια, που δεν κάνουν, τίποτα από αυτά και αυτοί που δεν τα θέλουνε να τα μάθουνε, να συμμορφωθούν, τότε, αυτοί θέλουν όλοι τους, από ένα μπερντάχι ξύλο, να ειδής πως γίνονται λουρί, πως στρώνουν, στα ίσια τους, πως συμμορφώνονται και γίνονται και αυτοί καλοί άνθρωποι!... Μπαίνουνε με το στειλιάρι, στο ίσιο τον δρόμο....
Θεέ μου συγχώρα με, αν ξέφυγα, λίγο ή πολύ από τα σύνορα, τα όρια, δεν τα έχω εγώ, με Σένα!.....Εσύ, μη με ξεσυνερίζεσαι, και μένα, από άλλο κακό, μεγάλο φύλαξε με και κάνε με, να μην ακούσω, να μην δω σε κανένα άνθρωπο συμφορές!... Τόσο μεγάλες!....Και τώρα, στείλε κάποιον και πάρε με, εκατό χρονών κοντεύω!.. Εδώ κάτω, τι με φιλάς και τι με θέλεις!..Τζάμπα τρώγω το ψωμί, που πρέπει να φάνε άλλοι!...
Τι με αφήνεις;....
Δεν ξέρω αν είχε και έχει δίκιο ή άδικο: Εγώ δεν θα την κρίνω!...Γιατί είναι η μάνα!... και την μάνα που είναι μεγάλη, δεν πρέπει!..... Εκατό χρονών όπως λέει, κοντεύει!.....
Ο γιος της για να την αποσπάσει από το παραλήρημα, την φόρα που είχε πάρει, της είπε:
Με την τροπή που πήρανε τα πράγματα, για σκέψου μήπως είναι δύο οι χαρές, πού πρώτα ήταν μία; Όπως εσύ λες, την είχε ο γέρος τη χαρά και ήτανε μεγάλη, και τώρα για σκέψου μήπως γίνανε δύο οι χαρές; Και δεν είναι μόνο δύο, είναι και μεγάλες!
Τι;.. Τι;... Και τι μας λες;...Πώς είναι και γίνεται και εφτούνο; Πού είναι δύο οι χαρές; Και ο γιος της για να την πειράξει και να την μπερδέψει για να την δοκιμάσει και να της πάει αλλού το νου της, της είπε:
Ναι δύο και καλές είναι οι χαρές, μην είναι και περισσότερες;... Δεν ξέρω!...
Η γερόντισσα με ορθάνοιχτα τα μάτια του είπε:Πώς δα και φτούνο είναι;... Να σου ειπώ να καταλάβεις, πως είναι, όπως ακριβώς σου τα λέω. Μια χαρά είχε ο γέροντας όταν τα μάζευε σιγά, σιγά τα λεφτά και τα μέτραγε. Όταν τα έκανε πολλά, η χαρά που είχε, μεγάλωσε! Και μετά που τα μέτραγε δεν είχε μεγάλη χαρά;
Είχε ή δεν είχε ο γέρος, χαρά και ήτανε μεγάλη χαρά;
Είχε παιδάκι μου ο γέρος ο κακοντέλης χαρά μεγάλη και τρανή!
Τώρα τι κάνει; Άστο το τότε! Τώρα τι κάνει....
Τότε κάτσε να τα λογαριάσουμε, που είσαι καλή στους λογαριασμούς και ας μη πήγες σχολειό καθόλου!....
Ναι!... Είπαμε, πόσες φορές θα το λέμε; Άρχισε εσύ που ξέρεις τα γράμματα!
Είπαμε, πως είναι μια η χαρά μεγάλη του γέροντα, ή δεν είναι;
Ναι! Απάντησε η γερόντισσα.
Τώρα θα σου ειπώ και για την δεύτερη, την άλλη την χαρά την μεγαλύτερη, από την πρώτη.
Η γερόντισσα, έσφιξε το δάκτυλο με το άλλο χέρι, για να μη ξεχάσει, την μεγάλη χαρά και περίμενε για να ακούσει, την άλλη.
Ο γύφτος με την γύφτισσα, όταν πήραν από τον γέροντα τα λεφτά και που δεν τους έπιασαν, είχαν και έχουν χαρά, η δεν έχουν;
Έχουν. Απάντησε η γιαγιά, αμέσως.
Να ! Και η δεύτερη μεγάλη χαρά!..
Μία του γέροντα που τα μάζευε και μία της γύφτισσας με τον γύφτο που τα πήραν μαζεμένα και τα έχουν τώρα. Δεν γίνονται δύο οι χαρές και μεγάλες.... χαρές; Είναι δύο ή δεν είναι; Ναι , ναι! Είπε η γερόντισσα που είχε πλησιάσει και το άλλο δάκτυλο μαζί με το άλλο και πήγε να το κρατήσει με την παλάμη, του άλλου χεριού της.
Επομένως τώρα είναι καλύτερα διότι χαίρονται δύο άνθρωποι!... Η γιαγιά, άνοιξε ορθάνοιχτα τα μάτια της σαν κάτι να περιμένει που δεν το ήξερε δεν το είχε ξανά ακούσει, να ειδεί, να ακούσει και περίμενε....Μία, ο γέροντας ,ο παππούς που τα μάζευε και μία ο κλέφτης ο γύφτος που τα πήρε!
Μία χαρά και μία χαρά, πόσο κάνουν; Ένα και ένα κάνουν δύο!...Μάθαμε... Λέει μόνος του...
Η γιαγιά, παράτησε το δάκτυλο που το κράταγε και μέτραγε την πρώτη την χαρά και κουνώντας και τα δύο τα χέρια της, με αγανάκτηση είπε:
Κρίμα, κρίμα και αλίμονο στο γέροντα που τα μάζευε και το μετάνιωμα, σε μένα που σε έστειλα και στο σχολειό για να με κοροϊδεύεις!...
Τέτοια γράμματα μαθαίνουν στο σχολειό, να κοροϊδεύει , ο ένας τον άλλον!... Για αυτό καλά το κατάλαβα και το είχα στο μυαλό μου και δεν το ξεστόμιζα να το ειπώ, να μη με παρεξηγήσουν. Μου φαίνεται ότι, πιότερο από τους γραμματιζούμενους χαλάει η πλάση!.. Γιατί, αυτοί ξέρουν και με τα γράμματα σε κοροϊδεύουνε, χωρίς να τους καταλάβεις, άμα δεν είναι καλοί άνθρωποι. Ανθρωπιά- ανθρωπιά, ρε να μάθεις, να υπάρχει! Εγώ δεν σε έμαθα τέτοια, πράματα να κάνεις! Και στα παιδιά σου, την ευχή σου έδωσα, ανθρωπιά να τους μάθεις!... .ανθρωπιά!...
Εσένα από ότι μου φαίνεται και εγώ καταλαβαίνω, μπίτι καθόλου δεν σου κόβει .Και αν μου τα λες, αυτά, αλήθεια, όπως μου τα λες, καλά που σου κόβει, να βρίσκεις το δρόμο στο σπίτι να πηγαίνεις!... Πρέπει, αν μου λες στα αλήθεια αυτά τώρα που μου λες, για να μη χαθείς να σου κρεμάσουμε, κουδουνάκι σαν στο πρόβατο... Δύο είναι οι τρομάρες, που πήρε ο γέροντας με την γερόντισσά του, που λαχτάρησε η καρδιά του!...
Πέσε, σε αυτούς που ξέρουνε τα γράμματα, να ορμηνεύουν όλους τους άλλους να γίνουν καλοί άνθρωποι.
Δουλειές να τους δίνουν για προκοπή να κάνουν και σε στρατηλάτη και άρρωστο να είναι φιλότιμο λιγάκι!... Να του δίνουν με αγάπη με συμπόνια, το ένα ποτήρι το νερό, μήπως και αλλάξει η πλάση... Και μέχρι που να αλλάξει ο κόσμος, τα μάτια δεκατέσσερα από τους μπαμπέσηδες, τα λαμόγια, όπως τώρα τους λένε, τους κλέφτες.
Γιάννης Στ Βέργος[γορτύνιος]
21.11.2010

ΛΕΞIΛΟΓΙΟ
-Αυγάταιναν =αυγαταίνω =αυξάνω
-καπιστριάνα= όργανο που κατασκευασμένο από σχοινί η λουρίδες δέρματος εφαρμόζεται στο κεφάλι των αλόγων ,του μουλαριού για να τα κατευθύνουν.
-πεδούκλι= πόδι + δένω = πέδησης =φρένο =βάζω κάτι στα πόδια να μη περιπατάνε.
-κάψα= πολύ ζέστη
-χουχουλιέται= αναπνέει γρήγορα και διακεκομμένα ένεκα ξαφνικού κακού γεγονότος, η αναπνοή κάνει ήχο χου-χου.
Κοτάω= τολμώ
-μπεριανι= διαμπερές=ανοικτό πέρα –πέρα , χωρίς φραγμό η φύλαξη, ανεμπόδιστο.
Τελάλι= φωνή δυνατή που αναγγέλλει κάτι το σημαντικό να το πληροφορηθούν όλοι


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.