Η 25 του Ιούνη η πιο καλή μέρα για το μαθητόκοσμο γιατί έκλεινε το σχολείο για τις καλοκαιρινές διακοπές.. Την περιμέναμε τη μέρα αυτή περισσότερο από όσο περιμένουν οι πιστοί την ημέρα της Ανάστασης του Κυρίου.
Όχι τόσο γιατί θα γλιτώναμε πια από τα διαβάσματα και τις γραπτές εξετάσεις του δεύτερου εξαμήνου – τα παιδιά της πέμπτης και της έκτης τάξης του δημοτικού έδιναν τότε γραπτές εξετάσεις «εφ’ όλης της ύλης» το πρώτο και το δεύτερο εξάμηνο της σχολικής χρονιάς, μα γιατί θα μέναμε πια ελεύθεροι να ξεχυθούμε στην Τρανηβρύση στα Βαρικά και στα περιβόλια της Μούσγας, στον Αγιολιά και στα χωράφια γύρω από το χωριό και να επιδοθούμε στο αγαπημένο μας σπορ, το κυνήγι των πουλιών με τις σφεντόνες μας.
Δεν υπήρχε αγόρι μεγαλύτερο των δέκα χρόνων, που να μην είχε στην τσέπη του σφεντόνα.. Η σφεντόνα ήταν το σήμα κατατεθέν των αγοριών. Την κρεμούσαμε γεμάτοι περηφάνια και καμάρι στο λαιμό και ήταν για μας φυλαχτό και στολίδι. Βλέπαμε με απαξίωση και περιφρόνηση τα κορίτσια, γιατί αυτά δεν είχαν το προνόμιο των αγοριών να φτιάχνουν και να χρησιμοποιούν σφεντόνες.
Το φτιάξιμο της σφεντόνας ήταν πραγματική ιεροτελεστία. Άρχιζε με την αναζήτηση της κατάλληλης διχάλας.. Έπρεπε να είναι από κλαδί συνήθως «Μέλεγου» δένδρο που ευδοκιμούσε συνήθως στο Τριαναλώνι, στο Δεντρούλι και Παλαιόκαστρο, για να είναι όσο το δυνατό περισσότερο ανθεκτική. Το κλαδί έπρεπε ν’ αποφλοιωθεί, τα δυο σκέλη να δεθούν με σύρμα, για να πάρει το επιθυμητό άνοιγμα, να μείνει έτσι για αρκετό διάστημα στον ήλιο ή να καψαλιστεί σε σιγανή φωτιά. Με σουγιά χαράζαμε πάνω στη διχάλα τα αρχικά του ονόματός μας.
Στη συνέχεια έπρεπε να εξασφαλίσουμε τα απαραίτητα λάστιχα. Η λύση ήταν δαπανηρή γιατί τα λάστιχα έπρεπε να τ΄αγοράζουμε από το μαγαζί του μπάρμπα Μήτσου του Βέργου του μπακάλη του χωριού μας.
Και επειδή χρήματα δεν υπήρχαν, τα πληρώναμε δίνοντας αβγά, που η μάνα υποχωρούσε και μας τα έδινε ύστερα από κλάματα και παρακάλια ωρών.
Χρειαζόμασταν ακόμα ένα κομμάτι δέρμα, αυτό που ενώνει τα δυο λάστιχα και στο οποίο τοποθετείται η πέτρα που εκτοξεύεται από τη σφεντόνα. Αυτό εύκολα το βρίσκαμε από τους τσαγκάρηδες του χωριού ή από κάποιο παλιοπάπουτσο. Για βόλια διαλέγαμε μικρές πετρούλες, όσο γινότανε να είναι στρογγυλές και γεμίζαμε μ’ αυτά τις τσέπες μας. Όταν πια ήταν όλα έτοιμα και έφτανε η πολυπόθητη μέρα, ξεχυνόμασταν στην εξοχή ποιός να προλάβει να πιάσει την καλύτερη θέση κάτω από μουριές ή κερασιές που σύχναζαν τα πουλάκια για να βρουν τον επιούσιο. Έρχονταν τα πουλάκια, ζυγιάζονταν στον αέρα να βρουν κλαδάκι να καθίσουν κι εκεί, στο ζύγιασμα επάνω, τα έβρισκε το φονικό βόλι της σφεντόνας μας. Σαν μεγαλώσαμε, σήμερα το σπορ της σφεντόνας το βλέπουμε σαν βάρβαρη ενέργεια που διαταράσσει την αρμονία της φύσης. Το κυνήγι, κρατούσε ώρες αμέτρητες και πολλές φορές όταν γυρνούσαμε στο σπίτι η υποδοχή από του γονείς μας δεν ήταν και η καλύτερη..
Ήμασταν όμως περήφανοι, αν τύχαινε στην τσάντα μας να υπάρχουν κάποια πουλάκια, απόδειξη της σκοπευτικής μας ικανότητας με τη σφεντόνα. Θαύμαζα σαν τον καλύτερο «κυνηγό» το Στέλιο του Πλαστήρα, που στην Τρανηβρύση ήταν ο Αρχηγός. Στομαχαλά "Τ'Ακόνι" είχε βγάλει όνομα ο Λιάς του Ντόρου , που δεν είχε αφήσει με τη σφεντόνα του τσιροπούλι για τσιροπούλι στον κισσό που ήταν στο Μέλεγο της Στρικογιαννούς και στην απιδιά της Σταύραινας , αλλά και στον απάνου μαχαλά ο Νταρόγιαννης δεν πήγαινε πίσω , που αργότερα διακρίθηκε και στη διμούτσουνη μπιστόλα στο Παλιόκαστρο και το Δενδρούλιπου ντουφεκορίναμε κάθε μέρα σχεδόν όταν βοσκούσαμε τα ζωντανά μας .
Η Σφεντόνα είναι ένα πρωτόγονο όπλο και έχει τη δυνατότητα να εξφενδονίζει πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις με μεγάλη ταχύτητα. Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούταν σε μάχες, ως όπλο που είχε την δυνατότητα να βάλλει από μακρυά τον εχθρό. Η σφεντόνα πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον άνθρωπο ήδη από την 7η χιλιετία π.χ. Η πρώτη γραπτή αναφορά για χρήση σφεντόνας γίνεται στην βίβλο στην εξιστόρηση της μονομαχίας μεταξύ Δαβίδ και Γολιάθ. Σύμφωνα με την βίβλο ο Δαβίδ σκότωσε τον γίγαντα Γολιάθ χρησιμοποιώντας σφεντόνα.
Θοδωρής Γ.Τρουπής
13.6.2010