Όλοι μας θα θέλαμε να σβήσουμε από τη θύμησή μας κάποιες άσχημες συμπεριφορές και πράξεις, κυρίως σαν παιδιά αλλά και αργότερα σαν ενήλικες, που απερίσκεπτα κάναμε και για τις οποίες αργότερα μετανιώσαμε.

 

Σκαλίζω τη μνήμη μου και πάω νοερά πενήντα χρόνια περίπου πίσω, τότε που τα καλοκαίρια στο χωριό μας ερχόταν από κάποιο χωριό της Ηραίας (δεν θυμάμαι ποιο) ένας μεσόκοπος να ζητιανέψει και να μαζέψει σιτάρι, καλαμπόκι, παλιά ρούχα και ότι χρήσιμο γι΄αυτόν του δώσουν οι χωριανοί. Ήταν φαίνεται ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη για τα ζωή του.

Ο «μουγκός» -έτσι λέγαμε τον δυστυχή ζητιάνο- ήταν μια αλγεινή φιγούρα στο μίζερο έτσι κι αλλιώς μικρόκοσμο του χωριού μας.

Προς το τέλος Ιουνίου αρχές Ιουλίου ερχόταν και «κατασκήνωνε» μέσα στο ιερό της κάτω εκκλησίας, που τότε όπως θυμόμαστε ήταν γιαπί και εγκαταλειμμένη. Έφερε μαζί του κάτι παλιές στρατιωτικές κουβέρτες, τριμμένα υφαντά, σαΐσματα και μπατανίες και το βράδυ τα έστρωνε στο χώμα κάτω στο δάπεδο του ιερού και κοιμόταν. Παρόλο που ήταν καλοκαίρι φορούσε χοντρά παλιά και τριμμένα σακάκια και μαντύες και μια βρόμικη λιγδιασμένη «σκούφια», την τραγιάσκα του και μαζί με τα παλιά άρβυλα ολοκλήρωνε την θλιβερή εικόνα του δυστυχισμένου ανθρώπου.

Ο "μουγκός" προξενούσε στα μικρά παιδιά φόβο, στα μεγαλύτερα φόβο και αποστροφή ανάμεικτα με συναισθήματα ρατσιστικής επιθετικότητας, που κατέληγε σε παιχνίδι με πειράγματα, λοιδορισμούς και σε ακραίες περιπτώσεις και πετροβολισμό. Ο μουγκός κρατούσε δυο μαγκούρες για να στηρίζεται αλλά και να προστατεύεται από τα σκυλιά του χωριού που κι αυτά με μια αντανακλαστική από τα παιδιά επιθετικότητα καταδίωκαν τη φιγούρα του "μουγκού" με μεγαλύτερη σκληρότητα από ότι τους άλλους ανθρώπους. Στον ώμο του είχε ένα δισάκι που στο ένα σακίδιο έβαζε το σιτάρι και στο άλλο καλαμπόκι. Μαζί με το δισάκι είχε στη πλάτη του και ένα-δύο σακούλια υφαντά. Σε αυτά έβαζε ψωμί, κανένα κομμάτι τυρί, ντομάτες ή ακόμη και τσιγαρίδες και ότι άλλο του έδιναν οι νοικοκυρές του χωριού, που τον λυπόντουσαν και τον βοηθούσαν. Για αποθήκη είχε βέβαια και τις τσέπες του, πού ήταν πελώριες και ξεχειλωμένες.

Έτσι όπως γύριζε ο "μουγκός" στις γειτονιές από σπίτι σε σπίτι, έπεσε στην παρέα μας που είμαστε πεντέξι παιδιά και παίζαμε στεφάνι, εκεί στο πλάτωμα του δρόμου στα νταρέικα, κοντά στην πάνω εκκλησία. Μόλις μας πλησίασε ο δυστυχισμένος αυτός άνθρωπος, σιγά-σιγά όπως περπατούσε φορτωμένος και σκυφτός περισσότερο από το βάρος των ρούχων που φορούσε παρά από ότι είχε μαζέψει στα σακούλια του, εμείς αντιδράσαμε αμέσως και χωρίς συνεννόηση. Αρχίσαμε όλη η παρέα να τον περιτριγυρίζουμε, παίζοντας τα στεφάνια με μεγάλη ταχύτητα. Τα στεφάνια, όπως τρίβονταν πάνω στις συρμάτινες βέργες έκαναν δαιμονισμένο θόρυβο, που αυτός δεν τα άκουγε αλλά εμάς μας είχε συνεπάρει το σκηνικό και αυτό φαινόταν στα αναψοκοκκινισμένα πρόσωπά μας. Τον είχαμε ακινητοποιήσει τον άνθρωπο κάνοντας συνεχώς κύκλους γύρο του, τρέχοντας το ένα παιδί πίσω από το άλλο, κάνοντας έτσι ένα αδιαπέραστο κλοιό.

Για μας τα παιδιά εκείνης της ηλικίας ήταν ένα παιχνίδι, γι΄αυτόν όμως ήταν δοκιμασία και μεγάλη ταλαιπωρία, χωρίς εμείς να είμαστε σε θέση να το εκτιμήσουμε αυτό, ούτε και να καταλάβουμε τα συναισθήματά του, Το πρόσωπό του ήταν ιδρωμένο και κατακόκκινο, όλο οργή. Μας απειλούσε κουνώντας τις μαγκούρες του με άναρθρες κραυγές, αλλά εμείς δεν είχαμε σκοπό να λύσουμε την πολιορκία. Τόσο διασκεδαστικό το βρίσκαμε που κάποιο από τα παιδιά άφησε το στεφάνι του να πέσει πάνω στα πόδια του ανήμπορου αυτού ανθρώπου. Τότε θυμάμαι που άρχισε να κλαίει και δάκρυο να τρέχουν στο υγρό από τον ιδρώτα πρόσωπό του. Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι που κάποια γυναίκα πέρασε από κει και μας μάλωσε λέγοντας μας:

"Δεν ντρεπόσαστε μαμούρια; Αφήστε τον άνθρωπο να πάει στη δουλειά του. Τον έχει μουντζώσει ο θεός, μην τον τουραγνάτε και σεις".

Έτσι λύθηκε η πολιορκία του "μουγκού".Τώρα που ξαναθυμάμαι τη σκηνή αυτή και άλλα πειράγματα που κάναμε στο "μουγκό", θάθελα να τα σβήσω από τη μνήμη μου. Ήταν ανεπίτρεπτη αυτή η συμπεριφορά σε έναν ανήμπορο και δυστυχισμένο συνάνθρωπό μας, που δεν γνωρίζαμε αλλά και δεν μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την αθλιότητα και την ανέχεια στην οποία ζούσε. Τον θεωρούσαμε καταρχήν ξένο σώμα στη μικρή μας κοινωνία και ευκαιρία για τα παιδικά μας παιχνίδια.

Η εικόνα αυτή του "μουγκού", να κοιμάται σε μια γωνιά της εκκλησιάς (ο χτισμένος τοίχος δεν ξεπερνούσε το 1,5 μέτρο) για να μην τον χτυπάει ο αέρας, πάνω σε τριμμένα και σκονισμένα στρωσίδια, έχει στιγματίσει τις παιδικές μου αναμνήσεις. Δυστυχώς οι δικοί μας και η κοινωνία του χωριού εκείνης της εποχής δεν μας είχαν δώσει να καταλάβουμε από τη μικρή μας ηλικία πως και ο "μουγκός" είναι άνθρωπος σαν και εμάς και πως δεν πρέπει να τον περιπαίζουμε. Αντίθετα πρέπει να τον βοηθούμε. Δεν μας είχαν περάσει δηλαδή το μήνυμα: "Μην κατατρύχετε τους αδυνάτους". Ας φροντίσουμε εμείς και οι νεότεροι να το περάσουμε στα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, όσο γίνεται νωρίτερα στη μικρή ηλικία. Ο κόσμος θα γίνει καλύτερος.

Τουθεύς

Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.