Αναδημοσίευση
Πλατεία Αγ. Κωνσταντίνου, λίγο κάτω από την Ομόνοια. Σήμερα πουλάνε γούνες από την πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση και γυναικείες διαλυμένες ψυχές, που ήλθαν στην Ελλάδα, στον παράδεισο και έπεσαν θύματα της ελεύθερης αγοράς.
Παλιότερα η πλατεία ήταν μεγάλο διαμετακομιστικό κέντρο, σταθμός υπεραστικών λεωφορείων, η πιάτσα της Αθήνας που χάθηκε, η καρδιά της πόλης. Από αυτή τη πλατεία άρχιζαν τα ταξίδια στο χωριό, στην Αρκαδία.
Τα παλιά λεωφορεία είχαν στο πίσω μέρος τη μεταλλική σκάλα που οι αχθοφόροι από εκεί ανέβαιναν στην οροφή τους και τοποθετούσαν τις αποσκευές των επιβατών. Διαδικασία χρονοβόρα διότι πάντοτε οι αποσκευές πήγαιναν στη πλάστιγγα για να μετρηθούν. Τα παλιά λεωφορεία Mercedes και Scania είχαν περιορισμένους χώρους, μεγάλες όμως αντοχές οι μηχανές τους.
Όταν το λεωφορείο άρχιζε τη διαδρομή του, η εικόνα που παρουσίαζε ήταν πολύ κωμική, στην οροφή του κάθε λογής πραμάτεια, από αποσκευές μέχρι και κότες!! Στου Σκαραμαγκά, μας εντυπωσίαζε η λίμνη Κουμουνδούρου, γεμάτη χιλιάδες πουλιά και δίχως βάθος όπως έλεγαν κάποιοι επιβάτες, μάλλον για να απογειώσουν τη παιδική μας φαντασία.
Φτάνοντας το λεωφορείο στη Κακιά Σκάλα, τα πράγματα δυσκόλευαν αρκετά. Παρακαλούσα το θεό να περάσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται, φοβόμουν μήπως και τα βράχια ενώνονταν!! Βίωνα τη Μυθολογία σε τούτο το πέρασμα.
Στη πόλη της Κορίνθου η πρώτη στάση, κάποιοι κατέβαιναν – κάποιοι ανέβαιναν. Κυρίαρχη μορφή στα μικρά πρακτορεία ο σταθμάρχης με τη σφυρίχτρα. Έδινε ρυθμό στη μικρή κοινωνία, πάντα βλοσυρός και εντυπωσιακός συνάμα με το καπέλο του. Τον φοβόμουν, όπως και τους αστυνόμους.
Σολωμός – Χιλιομόδι – Άγιος Βασίλης και μετά τα εντυπωσιακά Δερβενάκια. Στο βάθος ψηλά πάντα διέκρινα το μνημείο. Μού άρεσε πολύ το στενό αυτό, ήταν γεμάτο ιστορία, γεμάτο μάχες σώμα με σώμα. Λίγο παρά πάνω, στη πρώτη διασταύρωση με το τραίνο, οι παραγωγοί από τη Νεμέα πουλούσαν τα κρασιά τους.
Στη πλατεία του Άργους η επόμενη στάση. Πολυκοσμία, οι άνθρωποι σε διαρκή κίνηση, φωνές δίχως κάποιο συγκεκριμένο προορισμό. Όλοι κάπου πήγαιναν δίχως να κατανοώ το πού. Έτρεχα δίπλα στο πρακτορείο να πιάσω σειρά για σουβλάκι καλαμάκι, τη νοστιμιά του ακόμα την κρατάω. Με το άκουσμα της σφυρίχτρας το μαγαζί άδειαζε και το λεωφορείο συνέχιζε τη πορεία του.
Όταν περνούσε το λεωφορείο τους Μύλους και τη διασταύρωση για Κιβέρι – Ξηροπήγαδο – ’Αστρος, η αδρεναλίνη άρχιζε και ανέβαινε λές και ζήλευε το αγκομαχητό του. Ο δρόμος στενός μέχρι το πρώτο πέταλο. Πολλοί επιβάτες στο παλιό «κολοσούρτη» έκλειναν τα μάτια από το φόβο, ειδικά σε κείνα τα πέταλα που η μούρη του λεωφορείου έχασκε στο γκρεμό. Πάντα θυμάμαι τον αγώνα του οδηγού στο κολοσούρτη, πως έστριβε το τεράστιο τιμόνι στα πέταλα, πως άλλαζε ταχύτητες χαράζοντας πορεία με το λεβιέ. Στα γυρίσματα του ο κολοσούρτης αποζημίωνε όσους σαν κι εμένα είχαν τα μάτια ανοικτά και έκαναν πως δεν φοβόντουσαν, μας χάριζε σε κάθε του στροφή τον Αργολικό κόλπο, το απόλυτο μπλέ μιας ονειρικής εικόνας.
Μια ώρα δρόμος ήταν η διαδρομή αυτή και ίσως περισσότερο μέχρι να φτάσουμε στο διάσελο και να πάρουμε την κατηφόρα για τον Αχλαδόκαμπο . Απέναντι μας τώρα έστεκε η γέφυρα του τρένου ενώνοντας ένα μεγάλο φαράγγι. Ο δρόμος για τον Αχλαδόκαμπο είχε τις δικές του δυσκολίες, στενότερος από τον κολοσούρτη και με κλίση πολύ μεγαλύτερη από αυτόν.
Μετά τον Αχλαδόκαμπο το λεωφορείο παίρνοντας γι’ άλλη μια φορά ανηφορική πορεία, βγάζοντας μαύρους καπνούς πίσω του, έβγαινε δειλά – δειλά στο Αρκαδικό οροπέδιο. Ο τόπος έλαμπε σαν τον χρυσό από τα θερισμένα χωράφια και τις εναπομείναντες καλαμιές, το χώμα μοσκοβόλαγε αγριάδα και το τέλος μιας περιόδου γόνιμης για τον αγρότη. Τα επόμενα χωριά, Στενό, Αγιωργίτικα, ήταν γεμάτα ζωή. Στα ηλιοκαμένα πρόσωπα διέκρινες χαρά, σκεπασμένα όλα από τη τραγιάσκα που τη φορούσαν χειμώνα – καλοκαίρι. Ο καταναλωτισμός ήταν άγνωστη λέξη για τους ήρωες αυτούς της καθημερινότητας. Είχαν να θρέψουν φαμελιά, που να μείνουν εκτός από τα απαραίτητα για αγορές περιττές.
Στο βάθος φάνηκε η Τρίπολη, η πόλη μας, πρωτεύουσα της πατρίδας μας, των παππούδων μας, άρα και δική μας. Μπαίνοντας στο σταθμό δίπλα στον Άγιο Βασίλη, τα πράγματα έπαιρναν τη σωστή τους διάσταση, η κούραση μονομιάς εξαφανιζόταν. Το ταξίδι για το χωριό είχε πολύ δρόμο ακόμα, αρχικά με το λεωφορείο και στη συνέχεια με τ’ άλογα καβάλα. Όλα σαν σε ταινία με πρωταγωνιστές εμάς και σκηνοθέτη την Αρκαδική γή. Η ταινία αυτή συνεχίζεται ακόμα, οι ρόλοι έχουν κάπως αλλάξει, σκηνοθέτης πάντα η ευλογημένη γή, η Αρκαδία του ονείρου και του πραγματικού.
Α.Κ.Β
Πηγή
www.Arcadians.gr