Αυτές τις μέρες ακούμε από τα κανάλια TV ότι η παιδεία έχει πολλά προβλήματα με κλειστά σχολεία ελλείψεις εκπαιδευτικών κλπ, και ήρθαν στη μνήμη μου βιώματα από τα μαθητικά μου χρόνια και αποφάσισα να τα καταγράψω.
Από το δημοτικό σχολείο για να γίνουμε δεκτοί στο Γυμνάσιο δίναμε εξετάσεις το πρώτο δεκαήμερο του Ιουλίου, και οι τυχεροί ανοίγαμε τα φτερά μας και μερικώς να απογαλακτισθούμε από τις οικογένειές μας στην ηλικία των 12 χρονών.
Τα πιο κοντινά Γυμνάσια ήταν των Λαγκαδίων και της Δημητσάνας, τα περισσότερα όμως Σερβιωτόπουλα προτιμούσαμε τα Λαγκάδια γιατί ήσαν πιο κοντά στο χωριό μας. Οι μανάδες μας ετοίμαζαν κάθε Σεπτέμβρη τα μπογαλάκια μας που ήταν ένα στρώμα και συγκεκριμένα ένα ματαράτσι (Ένας υφαντός με διαστάσεις ανάλογες του κρεβατιού σάκος) παραγεμισμένο με σάλμη ( Το πολύ χονδροκομμένο άχυρο από κριθάρι), η από πούσια ( Τα φύλλα από τα καλαμπόκια), ένα σάϊσμα ( Από γιδίσιο μαλλί την κοζιά όπως τη λέγαμε), ένα πάπλωμα, μια μαντανία , ένα προσκέφαλο, και ένα μεγάλο σακούλι με το οποίο θα μεταφέραμε το ψωμί και ότι άλλο είχαμε για την εβδομαδιαία διατροφή μας..
Κατά τις είκοσι Σεπτέμβρη φορτώνανε τα πιο πάνω στο μουλάρι και ο ένας από τους γονείς μας επισκεπτόταν τα Λαγκάδια και έψαχνε να βρει σπίτι για τη διαμονή μας. Πολλά σπίτια ήσαν ανοιχτά για να υποδεχθούν τα σχολιαρόπαιδα νοικιάζοντας τη σάλα του σπιτιού τους η κανένα ξεχωριστό δωματιάκι. Αφού βρισκόταν το κατάλυμα γινότανε άγραφη συμφωνία, γιατί ο κόσμος τότε είχε μπέσα, για το ενοίκιο που θυμάμαι ήταν πενήντα δραχμές το μήνα μαζί με ένα φόρτωμα ξύλα για να μας μαγειρεύει η σπιτονοικοκυρά μας και να ζεσταινόμαστε το χειμώνα στο τζάκι.
Έτσι στις εικοσιτέσσερες του Σεπτέμβρη (,Εικοσιπέντε Σεπτέμβρη άνοιγαν τα σχολειά και τελείωναν στις εικοσιπέντε Ιούνη, τη δεκαετία του 50 από ότι θυμάμαι), όλα τα παιδιά μικρά και μεγάλα φεύγαμε από το χωριό «με το σακκούλι μας στον ώμο» και καταλήγαμε στο νοικιασμένο δωματιάκι στα Λαγκάδια.
Την πρώτη μέρα στο σχολείο γινόταν αγιασμός και μας έδιναν το ωρολόγιο πρόγραμμα των μαθημάτων,όλα στην ώρα τους τότε, σήμερα όμως άστα να πάνε…!!
Η παιδεία δεν ήταν δωρεάν, πληρώναμε εγγραφή στο Σχολείο και αγοράζαμε βιβλία, πηλίκιο τα αγόρια και ποδιά τα κορίτσια μαζί με τα έξοδα για την έκδοση ενδεικτικού συνολική δαπάνη 200 περίπου δραχμών). Στη συνέχεια, και πριν από τα Χριστούγεννα εισφορά 340 δραχμών που μειωνόταν λόγω απορίας στο ¼ (85 δραχμές). Τα πιστοποιητικά απορίας εξέδιδε ο παπάς του χωριού (Παπαναστάσης ή Παπασωτήρης.
Επιπλέον στο προαύλιο του Γυμνασίου την πρώτη μέρα μετά τον αγιασμό γινόταν ένα παζάρι αγοραπωλησίας μεταχειρισμένων βιβλίων. Τα παιδιά της πρώτης τάξης αγόραζαν βιβλία που πωλούσαν τα παιδιά της δευτέρας τάξης, της δευτέρας από της τρίτης τάξης κ.ο.κ΄. Με αυτή τη διαδικασία στη βιβλιοθήκη μας έχουν μείνει για ανάμνηση μόνο βιβλία της τελευταίας τάξης τα παιδιά της οποίας είχαν αποφοιτήσει .
Τα χρόνια ήσαν δύσκολα, αλλά ωραίες αναμνήσεις για τώρα.
Μαθήματα κάναμε 6 μέρες την εβδομάδα, και ανελλιπώς 5 – 6 ώρες την ημέρα. Κάθε Σάββατο με το σχόλασμα του σχολείου, ποιος μπορούσε να μας κρατήσει….Όλα τα παιδιά παρέα γυρίζαμε στο χωριό, στα σπίτια μας στη ζεστασιά της οικογένειάς μας. Την Κυριακή το πρωί πηγαίναμε στην εκκλησία του χωριού και παίρναμε από τον μακαριστό Παπαναστάση βεβαίωση ότι εκκλησιαστήκαμε την οποία καταθέταμε την επομένη στον καθηγητή της τάξης μας.
Την Κυριακή το απόγευμα που ξεκινούσαμε για τα Λαγκάδια, τα πόδια μας είχαν βαρίδια, πηγαίναμε με κρύα καρδιά γιατί είμαστε και εμείς τότε μικρά παιδιά…..
Αυτά τα λίγα είναι ένα σταχυολόγημα από τα πολλά που θυμάμαι και θα μπορούσε ο κάθε μαθητής εκείνων των χρόνων να γράψει ολόκληρο βιβλίο με τα δικά του βιώματα.
Όκτώβρης 1955. Μαθητές Γυμνασίου στα Λαγκάδια. Χρήστος Δημητρόπουλος, Χρήστος Αναστασόπουλος και Θοδωρής Γ. Τρουπής Φορούσαμε τις καλές μας αλαξιές και πηλίκια με την κουκουβάγια. |
Θοδωρής Γ. Τρουπής