.Γ. Δ. Βέργος
Με αφορμή τις πρόσφατες πυρκαγιές αυτών των ημερών (ιδιαίτερα στη Βαρυμπόμπη, στη Β. Εύβοια και σε μας στη Γορτυνία), που δυστυχώς έκαψαν περί τις 800.000στρέμματα δάσους και αρκετά σπίτια και ζώα, θυμήθηκα και μερικές πυρκαγιές που έχουν γίνει στο χωριό μας.
Ήταν παραμονή της Εορτής του Αγίου Κωνσταντίνου. Η φωτιά πιθανόν να προήλθε από αναμμένο καντήλι. Θυμάμαι που κουβαλούσαν νερό με τα βαρέλια οι γυναίκες από την τρανή-βρύση και με βαρέλες τα παιδιά (τότε δεν είχε έρθει ακόμα το νερό στο χωριό). Η καταστροφή ήταν ολική.
Η φωτιά και σε αυτό προήλθε μάλλον από αναμμένο καντήλι. Οι ζημιές δεν ήτα ολικές. Στην αντιμετώπιση αυτής της πυρκαγιάς πρωτοστάτησε ο Παρασκευάς Λιατσόπουλος (Λιατσόγιαννη), που με κίνδυνο της ζωής του μπήκε μέσα στο φλεγόμενο σπίτι και πέταξε από μια πόρτα ή παράθυρο στην κήπο όλα τα ρούχα και ότι άλλο μπορούσε. Να είναι καλά.
Την ίδια σχεδόν εποχή (δεκαετία 1950), πήραν φωτιά μια αποθήκη του Γιώργη Τερζή, κολλητά στο σπίτι του, καθώς και μια φωτιά στο σπίτι του Κωσταντή Β. Σχίζα (Καρτσαγκούλη). Έτρεξε ο κόσμος και έσβησε έγκαιρα τις φωτιές, χωρίς να προκαλέσουν ολική καταστροφή των σπιτιών.
Το 1963 ή 1964, έγινε μια φοβερή πυρκαγιά στους Αράπηδες. Πήρε φωτιά το σπίτι του Κώστα Μπουρνά τη νύχτα. Κοιμόταν μέσα η γυναίκα το γιού του Βαγγέλη, Σταμάτα, μαζί με το δίχρονο κοριτσάκι τους και το νεογέννητο αγοράκι τους. Πήρε το αγοράκι αλαφιασμένη η γυναίκα και το έβγαλε έξω. Γύρισε να πάρει και το κοριτσάκι της αλλά δεν μπόρεσε γιατί είχε πάρει φωτιά το κρεβατάκι του. Όρμησε ο αδερφός της αείμνηστος Νίκος Χρονόπουλος (Ντρουμέκας), που άκουσε τις φωνές και έτρεξε και έβγαλε το κορίτσι, λιπόθυμο και με πολλά εγκαύματα. Στην αγκαλιά τρέχοντας ήρθαν στο χωριό. Χτύπησαν την πόρτα μας (είμαστε κουμπάροι) και από εκεί πήραμε το λεωφορείο και πήγαμε στη Δημητσάνα και στη συνέχεια με ταξί στο Νοσοκομείο στην Τρίπολη. Είχε πολλαπλά εγκαύματα το παιδί τρίτου βαθμού και σε μεγάλο μέρος του σώματός του, ίσως και περισσότερο από 50 %. Νοσηλεύτηκε πολύν καιρό στο Νοσοκομείο. Όμως, ήταν τυχερό και τελικά έγινε καλά, με κάποιες ουλές κλπ.
Τη δεκαετία του 1980, κάηκε και το σπίτι του Ανδρέα Κουτσανδριά (ή Κουτσανδρέα). Όπως έμαθα η φωτιά αυτή προήλθε από βραχυκύκλωμα, που προκλήθηκε από γυμνά καλώδια στο ταβάνι, τα οποία είχαν ροκανίσει τα ποντίκια.
Θυμάμαι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, μια εντυπωσιακή φωτιά στο κοντινό μας χωριό Λυκούρεση. Ήταν καλοκαίρι και είχαν μαζέψει οι άνθρωποι τα σιτηρά τους στο αλώνι, για να αλωνίσουν. Ήταν βράδυ όταν ακούσαμε την καμπάνα του χωριού τους να χτυπάει επίμονα και βγήκαμε στο προαύλιο της Εκκλησίας να δούμε τι συμβαίνει. Είχε λαμπαδιάσει ο τόπος. Θυμάμαι που έλεγαν ότι κάηκαν όσες θημωνιές ήταν ακόμα και δεν είχαν προλάβει να τις αλωνίσουν.
Είχαν γίνει και παλαιότερα πυρκαγιές στο χωριό, απ΄ότι έλεγαν οι παλιότεροι, αλλά δεν θυμάμαι περισσότερα.
Αυτό που θυμάμαι είναι μια αφήγηση της μάνας μου, όταν αυτή ήταν δέκα χρονών.
Ήταν το 1925 περίπου, όταν αυτή και την εικοσάχρονη αδερφή της Αγγέλω (μάνα του αείμνηστου Θάνου Μπόρα), τις άφησε ο πατέρας τους Ηλίας Κ. Σχίζας (Λιασκίζας), στο μαντρί τους, να φυλάξουν τη νύχτα το κοπάδι. Το μαντρί ήταν στην περιοχή «Γκέρκι», προς την Τσίπολη και έπρεπε να κοιμηθούν το βράδι μαζί με το κοπάδι τους, γιατί υπήρχαν πολλές κλοπές (Ο Λιασκίζας ήταν ένας από τους μεγαλοτσοπάνηδες της εποχής, με 150-200 γιδοπρόβατα).
Αφού λοιπόν έβαλαν τα ζώα μέσα στο μαντρί, έβαλαν πάνω σε μια πέτρα ρετσίνι, για να την ανάψουν να δουν να αρμέξουν κάποιες γίδες, να φάνε λίγο γάλα. Το ρετσίνι είναι μια ρητίνη που έριχναν μέσα στα βαγένια με το κρασί όταν τα έπλεναν οι πατριώτες, για να βάλουν το νέο μούστο. Πριν βάλουν το μούστο έβγαζαν το ρετσίνι και το χρησιμοποιούσαν για πρόχειρο φωτισμό και διάφορες άλλες χρήσεις. Αφού τα κορίτσια άναψαν το ρετσίνι για να αρμέξουν τις γίδες, αυτό κύλισε αναμμένο και έφτασε στο φράχτη από ξερά πουρνάρια και άλλα χόρτα που πήραν φωτιά. Θυμότανε η μάνα μου που τα ζώα φοβήθηκαν και μαζεύτηκαν στο αντίθετο μέρος από την έξοδο.
Η πυρκαγιά έγινε ορατή από την Τσίπολη και έτρεξαν κάποιοι Τσιπολαίοι και την έσβησαν. Το κορίτσια κατατρομαγμένα από το φόβο τους, ούτε ήξεραν τι τους είχε συμβεί. Νύχτα ήρθαν στο χωριό (η απόσταση είναι περίπου μια ώρα) και είπαν τα θλιβερά «μαντάτα» στον πατέρα τους. Αυτός δεν τις μάλωσε (παρόλο που ήταν σύνηθες φαινόμενο, να μαλώνουν οι γονείς τα παιδιά όταν κάτι στραβό γινόταν), πήρε τη μαγκούρα του και πήγε στο μαντρί.
Η φωτιά επεκτάθηκε, έκαψε και κάποια δέντρα και τα περισσότερα γιδοπρόβατα. Από τα 150-200 ζώα, είχαν σωθεί 10-15 κι’ αυτά μισοκαμένα, άλλο χωρίς αυτιά, άλλο με εγκαύματα στα πόδια, στο σώμα ή στην ουρά κ.λ.π. Οι άλλοι τσοπάνηδες συμπαραστάθηκαν στον παππού μου και του έδωσαν ένα-δυο ζώα ο καθένας, για να μπορέσει να ζήσει την οικογένειά του. Μάζεψε έτσι γύρω στα πενήντα ζώα, ποτέ όμως δεν κατάφερε να κάνει πάλι τη στάνη που είχε πρώτα. Τα ζώα που του κάηκαν ήταν καλή ράτσα, ενώ αυτά που του έδωσαν ήταν β διαλογής. Τέλος, τα κατάφερε και έγινε πάλι ένας από τους μεγαλοτσοπάνηδες της εποχής του.
Αιωνία τους η μνήμη.
Σέρβου 09 Αυγούστου 2021
Ανάλογο άρθρο, για παλιές πυρκαγιές σε σπίτια του χωριού μας, έχει γράψει και ο Θ. Γ. Τρουπής, που μπορείτε να το διαβάσετε στο σύνδεσμο.
:https://www.servou.gr/2013-06-23-10-30-27/grafipatrioton/53-thimisoutapalia/3812-palies-pyrkagies-stou-servou
(ΧΙΜ)