Χ.  Ι.  Μαραγκού

1.  Ο φουσκωμένος λογαριασμός.

Ήταν η εποχή που στο χωριό όλοι σχεδόν οι πατριώτες έβαλαν τηλέφωνα στα σπίτια τους. Αυτό τους έδωσε μεγάλη ανακούφιση, γιατί η ταλαιπωρία με το τηλέφωνο τα προηγούμενα χρόνια ήταν πολύ μεγάλη και η όλη διαδικασία (για να επικοινωνήσει κάποιος με τους δικούς του) αγχώδης και βασανιστική. Ο πατριώτης Γ. Δ. Βέργος έχει γράψει ένα ενδιαφέρον άρθρο για την ιστορία των τηλεφώνων του χωριού.

 

Όταν μπήκαν τα τηλέφωνα στα σπίτια, όλοι ήσαν ενθουσιασμένοι, αλλά με προσοχή τηλεφωνούσαν, όπου υπήρχε ανάγκη, ώστε να κάνουν και οικονομία. Από την Αθήνα και άλλες πόλεις συνήθως τηλεφωνούσαν τα παιδιά στους «γέρους» του χωριού, για να δουν τι κάνουν…

Κάθε τόσο έρχονταν οι λογαριασμοί στο χωριό και ρωτούσε ο ένας τον άλλο:

Εσένα πόσο σούρθε;  

Σε κάποιο λογαριασμό, ένας πατριώτης διαπίστωσε πως το ποσόν που του χρέωσε ο ΟΤΕ ήταν πάρα πολύ μεγάλο (φουσκωμένος λογαριασμός), ενώ ο ίδιος δεν είχε κάνει παρά ελάχιστα τηλέφωνα. Βγαίνει αγανακτισμένος και στεναχωρημένος στο καφενείο, το λέει στους πατριώτες, επιμένοντας   πως αυτός δεν έχει κάνει παρά ελάχιστα τηλέφωνα και πως ο ΟΤΕ έχει κάνει λάθος!

Συζητήθηκε το θέμα, και με την παρότρυνση των «ειδικών»,   ο πατριώτης ζήτησε από τον ΟΤΕ Τρίπολης την κατάσταση των τηλεφωνημάτων που είχαν γίνει από την συγκεκριμένη συσκευή. Έτσι λύθηκε το πρόβλημα, αλλά δημιουργήθηκε κάποιο άλλο.

Όπως διαπιστώθηκε, από την συγκεκριμένη συσκευή  είχαν γίνει και τηλέφωνα …με έξτρα χρέωση και επί πλέον και δύο κλήσεις στο 100!

Τι να πει ο άνθρωπος; Πλήρωσε το λογαριασμό και …ούτε γάτα, ούτε ζημιά.

100 είναι αυτό.  Τι δουλειά είχε αυτός με αυτό το νούμερο.

                                                    

 

2. Τα σακούλια του διακονιάρη.

Καλοκαίρι καιρός στο χωριό και πολλοί πατριώτες έφτιαχναν και κάποια επισκευαστική δουλειά το σπίτι τους, που λίγο-πολύ όλα τα σπίτια του χωριού την είχαν ανάγκη. Συνήθως έπαιρναν το «Μήτσιο» από την Αλβανία, που έχει και φορτηγάκι και πετούσε και τα μπάζα από την οικοδομή.

Σε κάποια ανάλογη περίπτωση, ο «Μήτσιος» έκανε την επισκευή και όταν τέλειωσε τη δουλειά μάζεψε και ότι μπάζα υπήρχαν και πήγαινε να τα πετάξει. Ένας πατριώτης, που καθόταν στο καφενείο (έξω) και έπινε τσίπουρο, λέει στο «Μήτσιο» όταν τον είδε να περνάει με το αυτοκίνητο και με λίγα μπάζα.

-Που θα τα πετάξεις αυτά ρε;

Έκανε πως σκεφτότανε ο «Μήτσιος», γαμογέλασε και του απαντάει:

-Εκεί που πέταξα και τα δικά σου, πέρυσι που έφτιαχνες το σπίτι.

Μιλιά ο άλλος, γιατί …ακούγανε και οι άλλοι που καθόσαντε δίπλα!

Αυτό θυμίζει λίγο κάποιες παροιμίες:

«Ο διακονιάρης τα σακούλια του μπροστινού του βλέπει.

Τα δικά του δεν τα βλέπει, γιατί είναι στην πλάτη του…»

«Πήγε για μαλί και βγήκε κουρεμένος»

«Το πονηρό πουλί από τη μύτη πιάνεται».

 

 

3. Τα τρία ούζα.

Θα πήγαινε το παιδί στο Γυμνάσιο Λαγκαδίων.

Ο πατέρας του πήγε στο λαγκαδινό ράφτη να του φτιάξει ένα παντελόνι. Του είπε περίπου το μπόι του παιδιού, και διάλεξε και το «ντρίλι», το ύφασμα δηλαδή που ο ράφτης θα έφτιαχνε το παντελόνι. Μετά από κάποιες μέρες, που ξαναπήγε ο πατέρας   στα Λαγκάδια, πήρε το παντελόνι του παιδιού και το έφερε στο χωριό. Το πρόβαλε ο «γυμνασιόπαις» αλλά το ένα μπατζάκι ήταν ποιο κοντό από το άλλο. Κακή στενοχώρια στην οικογένεια, γκρίνια   και το παιδί μόνο που δεν έκλαψε. Αρπάζει το παντελόνι και τρέχοντας σκαπέτισε στο βουνό (στη λεσιά), κατ ευθείαν για τα Λαγκάδια και το ράφτη. Πήγε στο μαγαζί και αφού πρόβαλε το παντελόνι έκανε ο ράφτης τις απαραίτητες διορθώσεις.

Ευχαριστημένο το παιδί πήρε το δρόμο της επιστροφής.

 

Είχε ακούσει όμως από τους πατριώτες, που πηγαινοέρχονταν στα Λαγκάδια, πως για να βγάλεις την ανηφοριά της «τσικούλας» (πλαγιά του βουνού από το ρέμα του «μπούφη» μέχρι τη «λεσιά» που ξαγναντίζεις   στο χωριό, απόσταση   πάνω από μισή ώρα) πρέπει να πιείς όχι ένα αλλά τρία ούζα.

Αυτό έκανε και ο μέλλον γυμνασιόπαις.

Πήγε στο μαγαζάκι, εκεί προς τον Αγιώργη των Λαγκαδίων,   ήπιε τα τρία ούζα –το ένα μετά το άλλο- και πήρε το δρόμο της επιστροφής για το χωριό.

Όμως, σε λίγη ώρα,   ο μπούφης και η τσικούλα άρχισαν να γυρίζουν γύρω από το κεφάλι του και ο ίδιος άρχισε να τρικλίζει και να πηγαίνει πέρα-δώθε.

Τελικά κατάφερε μετά από ώρες να φτάσει στο χωριό, …μισομεθυσμένος και παραπατώντας. Έπεσε στο κρεβάτι και όταν συνήλθε κατάλαβε πως το πιοτό δεν είναι παίξε-γέλασε, θέλει «ρέγουλα» και όσο μπορεί κανείς πρέπει να το αποφεύγει!

Πράγματι, και μέχρι σήμερα που πλησιάζει τα 90, και επισκέπτεται τα καλοκαίρια το χωριό δεν τον βλέπομε να πίνει. Καμιά μαστίχα καμιά φορά!

 

4. «Άμεση επέμβαση»

Πέθανε ο γέρος και το σπίτι έμεινε στους κληρονόμους.

Παλιό σπίτι και με πολλές φθορές (ιδιαίτερα η στέγη είχε πρόβλημα στα σπίτια του χωριού), όπως όλα τα παλιά πέτρινα χωριάτικα σπίτια. Αυτό που συνήθως έκαναν οι πατριώτες ήταν να ρίξουν ολόγυρα ένα τσιμέντινο συνάζι με σίδερα στο πάνω μέρος της πέτρας, εκεί ακριβώς που ακουμπάει η στέγη με τα κεραμίδια. Έτσι έδεναν ολόγυρα τα τοιχία και στερεωνόταν κάπως το σπίτι

Αυτό θέλησε να κάνει και ο Λιας (τυχαίο όνομα), ένας από τους κληρονόμους του σπιτιού.

Είπε και σε έναν συγγενή του -που ήξερε αυτή τη δουλειά- να τον βοηθήσει, και πρωί-πρωί ξεκίνησαν να βγάζουν τα κεραμίδια, στο σημείο που θα έριχναν το μπετό. Δεν πέρασε λίγη ώρα και νάσου η «εξουσία», με τον αστυνόμο να πλησιάζει σε μικρή απόσταση!

Καλημέρισε ο αστυνομικός   τους μαστόρους που ήσαν πάνω στη στέγη, και τους ρώτησε αν έχουν άδεια για τις εργασίες που κάνουν. Του εξήγησε ο Λιας ότι ένα συνάζι θα ρίξουν, για να κρατήσουν τα τοιχία και του έδειξε τη ρωγμή που υπήρχε στον τοίχο, πάνω από το παράθυρο.  Του είπε δε πως γι αυτό δεν χρειάζεται άδεια.

Εμάς άλλα μας πληροφόρησαν, απάντησε ο αστυνομικός, ότι φτιάχνεις σπίτι παράνομα!  

Χαιρέτησε και έφυγε, το όργανο της τάξης…

Φεύγοντας, τον ρώτησε ο Λιας:

-Θα πάτε για έλεγχο και σε άλλα σπίτια, κυρ αστυνόμε;

-Όχι, απαντάει αυτός, η καταγγελία είναι μόνο για σένα.

 

Συνέβαιναν και συμβαίνουν και αυτά! 

Τι να πει κανείς.


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.