Γιώργου Τρουπή
Καθηγητή Ιατρικής

 Αναδημοσίευση από την εφημερίδα "Αρτοζήνος"
 1953. Μετεμφυλιακή και μετ΄αδελφοκτόνος εποχή.

Το χωριό στα φόρτε του.

Γεμάτο. Ανθρώπους, ζα, γιδοπρόβατα, γουρούνια, κότες, γάτες και σκυλιά.

Παραγωγή; Καρύδια, Νερά και Πέτρες.

Πολλές πέτρες.

Φτώχεια μεγάλη. Και μεγάλη ανέχεια.

Διακονιαραίοι πάμπολλοι, με πρώτο τον μουγκό. Ποιος δεν τον θυμάται;

Χωριό ορεινό, μαστορικό, ιστορικό αλλά και ηρωικό.

Άνθρωποι ξωμάχοι με ροζιασμένα χέρια και μπαλωμένα ρούχα και παπούτσια.

Φρούτα; Κανένα αγριάπιδο, αγκόρτσα, κανα κορόμηλο, κανένα μήλο και βατόμουρα.

Καρπούζι, πεπόνι, πορτοκάλι, μανταρίνι ούτε για δείγμα.

Φράουλες; Λέξη άγνωστη.

Σύκα αχλάδια και αυγά; Ερχόταν και μας πουλούσαν γυρολόγοι από τα κάτω Χωριά (σε όποιον είχε τον παρά).

Ήμασταν όλοι ίσοι. Και όλοι αγνοί.

Ξεχώριζε λίγο ο δάσκαλος, ο παππάς και ο χωροφύλακας.

Η φτώχεια σε έσπρωχνε στη μαστοριά, στο εμπόριο ή στα γράμματα.

Αρκετά. Ας είναι μέχρι εδώ.

 

Είπαμε 1953. Μάης μήνας.

Η άνοιξη στα μπούνια της. Όλα καταπράσινα. Ευωδιάζει η πλάση.

Montmorency tart cherries on the tree

Παπαρούνες παντού. Χωράφια, κήποι περιβόλια και αγριολούλουδα.

Πολλά αγριολούλουδα, που μοσχομυρίζουν όλο το χωριό.

Η φύση οργιάζει. Χαρά Θεού. Xάρμα ομορφιάς. 

Μα!!! Εκείνη η κερασιά στη Μούσγα δίπλα στου Σιουπάτη, του μπάρμπα Σπήλιου (Μητρο-Σπήλιου).

Σκέτος πειρασμός.

 Κατάφορτη!! Με κάτι πετροκέρασα χοντροκέρασα μεγέθους καρυδιού!!!

Τα λιμπιζόσουνα βλέποντάς τα από το καμένο αλώνι πηγαίνοντας προς Τρανή βρύση.

Ντάλα μεσημέρι. Κάψα πολλή.

Το χωριό σκαρφαλωμένο, ξαπλωμένο στην πλαγιά του Παλιόκαστρου κοιμάται αποσταμένο ύστερα από την κουραστική πρωινή ξωμαχιά.

Ησυχία παντού. Ούτε γαύγισμα σκυλιού.

Συνωμοσιολόγοι τρεις (3). 

Προεφηβική ηλικία. Η αφεντιά μου, ο Θανάσης και ο Λιάς. 

Ραντεβού στις χαρδαβέλες στο μαγαζί του Μήτσου Βέργου κάτω από το σπίτι του δάσκαλου Χρήστου Ντάρα.

Σκοπός και στόχος: Επιδρομή στην κερασιά του μπάρμπα Σπήλιου.

Ταξινομηθήκαμε: Εγώ τσίλιες στου Δήμα την καρυά, ο Θανάσης κι ο Λιάς τρυγάγανε της κερασιά γεμίζοντας κόρφους και τσέπες.

Και ξαφνικά φωνή από τη Ζαχαρού

 

«ΈΙ,ΈΙ, ΈΙΙΙ».

Ο μπάρμπα Σπήλιος !

Πανικός.

Εγώ σφύριγμα φυγής.

Ο μπάρμπα Σπήλιος λεβεντόκορμος κι ευθυτενής, εμένα με γνώρισε.

Οι άλλοι γκρεμοτσακίστηκαν πηδώντας φράχτες, μάντρες, Μούσγας, Ψόφιου, Γκερμάζη και γίναν άφαντοι, πέφτοντας τα κεράσια από πάνω τους.

Εγώ λαγός.

Τρανή βρύση, Θυμιακαίικο αλώνι, χωράφια Τερζή, Γκρόπα, και Πλαγάκι καταϊδρωμένος και σκιαγμένος, στο πλάτωμα που καθόταν ο δάσκαλος Γιώρης Ντάρας και αγνάντευε την αγορά του χωριού λιαζόμενος.

Σουρούπωσε! 

Η νύχτα έπεσε αρκετά. Τα μαγαζιά κλείνανε.

Κατέβηκα στο χωριό. Μπήκα στο μαγαζί ταβέρνα του πατέρα μου. Ήταν έτοιμος να κλείσει. Μπαίνοντας κλειδώνει τις πόρτες. Παίρνει την φαλτσέτα. 

Ήτανε και τσαγκάρης. Με κυνηγούσε να με σφάξει, λέγοντας «εγώ το κούτελο το έχω ψηλά», φέρνοντας με πόρτες υπογείου και μαγαζιού και τανάπαλιν. Μιλούσε λίγο και το κρασάκι. Καθημερινή συνήθεια του (Άγιο το χώμα που τον σκέπασε). 

Φαίνεται στο ενδιάμεσο ο μπάρμπα Σπήλιος πήγε και του είπε ότι του κλεψα τα κεράσια και πανάθεμά με αν έφαγα ούτε κουκούτσι.

Είπαμε τα μαγαζιά κλειστά. Σκοτάδι παντού. Άνθρωπος πουθενά. Βοήθεια πουθενά.

Και ώπα!!! Χτύπημα της πόρτας του μαγαζιού.

Ένα ντερέκι ίσα με κει πάνω. Σωστό στοιχειό. Ο μπάρμπα Μαρίνος ο Δημόπουλος (γιος του μπάρμπα Σπήλιου).

- Θοδωρή!  Άνοιξε τα πιω ένα κρασί, τώρα τα στρούγκιασα (είχε πολλά γίδια).

Ο πατέρας μου άνοιξε. Όρθιοι στην πόρτα.

- Σαν να κρατάς φαλτσέτα; Τι γίνεται;

- Το παιδί μου έκλεψε κεράσια του πατέρα σου.

- Σώπα καημένε, δυό κεράσια θα πήρε το παιδί!

- Βάλε μου να πιώ.

Τότε εγώ, φραπ! Περνώ κάτω από τα σκέλια του σωτήρα μου μπάρμπα Μαρίνου.

Λάγκιξα.

Ανέβηκα γρήγορα την αυλή του σπιτιού και λούφαξα κάτω από το λεβέτι –αφού το γύρισα ανάποδα–, που ήταν δίπλα στη Βούτα του Χρήστου Ντάρα, γεμάτο μέχρι τη μέση με νερό και γαλαζόπετρα στην εμπατή της σκάλας του σπιτιού.

Νύχτωσε για τα καλά.

Με ψάχνανε όλοι παντού.

Στην πάνω Εκκλησιά, Ράχη, Σουλινάρη, Λεύκο, κυρίως όμως στην αυλή του σπιτιού που ήταν γεμάτη (ατάκτως εριγμμένα) σιρινένια ξύλα, χοντρά, λιανά και κλάρες για τις γίδες.

Εγώ κάπου–κάπου ανοιγοσήκωνα το λεβέτι κι έκανα κούκου-κούκου να με ακούν αλλά πάλι κρυβόμουν.

Η αδελφή μου η Γιαννούλα ήταν κατάκοιτη στο αριστερό παραγώνι. 

Είχε να σηκωθεί μήνα και βάλε. Βαριά άρρωστη. Έφυγε πάνω στην εφηβεία της.

Στα τελευταία της κατάλαβε ότι κάτι γινόταν κι ως εκ θαύματος σηκώθηκε.

Ήρθε δίπλα στο λεβέτι ακουμπισμένη στην ξύλινη κουπαστή της σκάλας, την ώρα που σήκωνα το λεβέτι, με είδε και φώναξε με σιγανή, αχνή φωνή, «εδώ είναι, εδώ είναι».

Με βρήκανε.

Έτρεξα και λούφαξα γρήγορα κάτω από τη φουστάνα της γιαγιάς μου της Κατερίνης της Παπίτσενας, κατάχαμα στο σάισμα και στην προσκεφαλάδα στο δεξιό παραγώνι του χειμωνιάτικου.

Πεινασμένος και νηστικός, αλλά ασφαλής και σίγουρος που γλίτωσα από την περιπέτειά μου.

 

Υ.Γ. Ύστερα από χρόνια. Φοιτητής. Βρήκα τον μπάρμπα Σπήλιο στο χωριό. 

Του είπα, για να ξαλαφρώσω, αν θυμάται την περίπτωση.

Μου είπε:

- Ναι, Γιωργάκο μου, το θυμάμαι και συνέχισε με μία σοφή κουβέντα. Τότε, έτσι γινόταν, για να ζήσουμε όλοι. Και ζήσαμε. 

Η απάντησή του με εντυπωσίασε στο έπακρον. Νομίζω την άλλη χρονιά έφυγε από τη ζωή.

Ας είναι ελαφρό το χώμα που τον σκέπασε.

Θα την πω όμως την αμαρτία μου.

Πολλές φορές νοσταλγώ αυτή την αναδρομική «παράνομη» ανάμνηση.

Ήμαρτον Θεέ μου!

 

 (ΧΔ)


 

*

 


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Το 1952 εκδηλώθηκε επιδημία τύφου στο χωριό. Οι υγειονομικές αρχές τότε θεώρησαν σαν αιτία της μόλυνσης τις κορύτες στις βρύσες και στα πλαίσια των έργων εξυγίανσης αντικατέστησαν τις καλαίσθητες πέτρινες πελεκητές κορύτες με ακαλαίσθητους μεταλλικούς σωλήνες. Δεν τους πέρασε από το μυαλό ότι το νερό θα μπορούσε να είχε μολυνθεί από το πέρασμά του κάτω από αυλές και σπίτια, αφού οι βρύσες ήταν σε σημείο χαμηλότερο από τα σπίτια. Το υδραγωγείο που έφερε καθαρό νερό από την Κοκκινόβρυση έγινε αργότερα, το 1959.