Τι και αν τα χρόνια περνούν και μεγαλώνουμε, την παιδική ψυχή και μνήμη δεν την σβήνει η γομολάστιχα του χρόνου, όσος καιρός και να περάσει.
Σήμερα, Πρωτομαγιά 2009, η σκέψη μου πήγε στις σχολικές εκδρομές που κάναμε τη δεκαετία 1950 - 60 στο χωριό, όταν στο δημοτικό σχολειό μαθαίναμε γράμματα γύρω στα 200 παιδιά τη χρονιά.
Ο καλός μας δάσκαλος ο Γιώργος Ανδρ. Δάρας, που πάντοτε τον θυμάμαι και ευγνωμονώ σαν πολύ καλό παιδαγωγό, μας προετοίμαζε για τη γιορτή της Άνοιξης, δείχνοντας το μήνα Μάη στον κυκλικό χάρτη με τις τέσσερες εποχές του χρόνου και τους αντίστοιχους μήνες. Μας εξηγούσε ότι ο μήνας των λουλουδιών γιορταζόταν και στην αρχαία Ελλάδα και ότι τη γιορτή αυτή την ονόμαζαν "Ανθεστήρια". Ήταν ο Μάης ο μήνας της αναζωογόνησης της φύσης που τα πουλιά έφτιαχναν τις φωλιές τους, ερχόντουσαν τα χελιδόνια από την Αφρική, ερχόταν και ο κούκος και έπρεπε το πρωί να είχαμε φάει κάτι πριν τον ακούσουμε και μας "ρουμπώσει", όπως μου έλεγε η γιαγιά μου.
Ο Μάης ήταν ο μήνας που οι τσοπάνηδες (Ρουσαίοι, Μποραίοι κλπ) φεύγανε από τα χειμαδιά της Λιοδώρας και το Αναζήρι και ανέβαιναν στα βουνά, περιγραφές με λογοτεχνικό τρόπο που συνέπαιρναν τη φαντασία μας, γεμίζοντας τις καρδιές μας με αγνό παρθένο ρομαντισμό.
Η εκδρομή ήταν ολοήμερη και οι μανάδες μας ετοίμαζαν το λιτό φαγητό μας, που συνήθως αποτελείτο από μια φετούλα ψωμί, λίγο τυράκι και ένα βραστό αβγό, τυλιγμένα όλα (θα το θυμούνται οι μεγάλοι) σε μια πετσετούλα με κόκκινα και άσπρα τετραγωνάκια. Η σάκα μας εκείνη την ημέρα δεν είχε βιβλία, παρά μόνο το κολατσιό μας. Δεν είχαν τα παιδιά τότε πολυτελείς τσάντες, αλλά σακούλια που ύφαιναν οι μανάδες μας στο λάκο (αργαλειό). Θυμάμαι την πρώτη μου σάκα που ήταν το ένα από τα δίδυμα κόκκινα σακούλια από σπάρτο που είχε φτιάξει η μάννα μου, όπου το ένα έγινε τορβάς (έβαζαν μέσα κριθάρι, το κρεμούσαν στο λαιμό του γαϊδουριού που έβαζε μέσα το κεφάλι του για να τρώει τον καρπό) και το άλλο η σάκα μου. Για να την διακρίνω της είχε κεντήσει τρία μαύρα αστεράκια..
Το πρωί της Πρωτομαγιάς, αφού ο Θεός είχε ακούσει τις προσευχές μας και ο καιρός ήταν καλός, από κάθε γειτονιά με το άκουσμα της καμπάνας να κτυπά (δεν είχαμε ρολόγια και ο δάσκαλος κάθε πρωί και απόγευμα χτυπούσε την καμπάνα της κάτω εκκλησιάς, που ήταν κρεμασμένη στο πουρνάρι για να πάμε στο σχολείο), λεφούσι τα παιδιά πηγαίναμε στη Ράχη που ήταν το παλιό σχολείο (σήμερα στεγάζει το ιατρείο) ή αργότερα στο κάτω σχολειό. Οι χαρούμενες φωνές μας, που έμοιαζαν με τσιτσιρίσματα των σπουργιτιών που ερωτεύονταν φτερουγίζοντας από κεραμίδι σε κεραμίδι, από αυλή σε αυλή, και από μουριά σε μουριά, ακούγονταν σε όλο το χωριό.
Αφού γινόταν η πρωινή προσευχή, παρατεταγμένα τα παιδιά με τη συνοδεία των δασκάλων μας, ξεκινούσαμε για το Λάζο (φωτογραφία) που ήταν ο καθιερωμένος τόπος για την πρωτομαγιάτικη εκδρομή, προφανώς γιατί ο τόπος ήταν μαλακός και δεν είχε πολλές πέτρες. Γι' αυτό, ίσως, την ευρύτερη περιοχή τη λέγανε Ισιώματα. Όταν βγαίναμε από το χωριό περνάγαμε τη Ζευγολατίτσα φτάναμε στου Παπά το Αλώνι. Ψυχική ανάταση ατενίζοντας τα βουνά της Ανδρίτσαινας, τη Βουνούκα που πρόβαλλαν μέσα στο γαλάζιο ουρανό και τη Φραζινέτα που νοερά μας προέτρεπαν το "Άνω σχώμεν τας καρδίας" .
Συνεχίζαμε τραγουδώντας μέχρι τον Αγιαντριά και ακολουθούσαμε το δρόμοπροςτην Κάπελη κάτω από τη σκέπη και σκιά του Παλιόκαστρου στην κορυφή του οποίου δέσποζε το ερειπωμένο τότε, αλλά σημερινό στολίδι, το εκκλησάκι του Αγιολιά. Αριστερά και αποκατώδρομα ήταν ένα ίσωμα -του Μπολόκη τα Κάρβουνα το λέγαμε-, όπου οι τσοπάνηδες (οι μακαρίτες Λιατσοθοδωρής και μπαρμπα-Νικόλας του Κώτσιου, αν θυμάμαι καλά) είχαν τις στρούγκες τους. Ανεξίτηλα προβάλλουν στη θύμησή μου τα τρία ορθωμένα σε σχήμα Π δοκάρια και στη μέση να κρέμεται η τσαντήλα με το φρέσκο τυρί, όπου έτρεχε το τυρόγαλο στο λεβέτι για να γίνει στη συνέχεια η μυζήθρα και όλα αυτά κάτω από τα αδιάκοπα γαβγίσματα των τσοπανόσκυλων.
Όταν φθάναμε, λίγο πριν από τη ραχούλα πάνω από τη βρύση του Λιμιντάρανη, προς τα αμπέλια της Κάπελης, στρίβαμε αριστερά και ράχη-ράχη φτάναμε στον προορισμό μας, το Λάζο. Αρχίζαμε τα παιγνίδια, φωνές χαρούμενες-ανέμελες και τα κορίτσια μάζευαν άγρια λουλούδια που δεν είχαν όνομα, παρά την ποικιλία των χρωμάτων τους. Το μεσημέρι με την προτροπή των δασκάλων μας στρωνόταν το τραπέζι, τρώγοντας το καλύτερο από τις άλλες ημέρες φαγητό μας. Ακολουθούσε το τραγούδι και θυμάμαι τον τίτλο μόνο ενός εξ αυτών που τραγουδούσε ο δάσκαλος ο Δάρας που μου έκανε εντύπωση, το "Ροδακινιά μου ...".
Το απόγευμα γυρνούσαμε κουρασμένοι στο χωριό πάντα συντεταγμένοι και πριν το παράγγελμα "τους ζυγούς λύσατε" στο προαύλιο του σχολείου, ο δάσκαλος μας έλεγε ότι την επομένη θα γράφαμε έκθεση με θέμα "Πως περάσαμε στην Εκδρομή" .
Σήμερα με τα μάτια της θύμησής μου, καθισμένος στο τουράκι του Αγιολιά στο Παλιόκαστρο, αγναντεύω το Λάζο και βλέπω έναν πίνακα ζωγραφικής, που μου θυμίζει πίνακες του γνωστού ζωγράφου Βαρλάμου με 6 πολύχρωμα λουλούδια, ένα για κάθε τάξη του σχολειού μας, όπου τα άσπρα και ροζ πέταλα τους είναι οι τότε μαθητριούλες και το κάθε κόκκινο οι χαρούμενοι μαθητές, στη δε μέση του κάθε λουλουδιού οι δάσκαλοί μας οι "στήμονες".
Μια ανθοδέσμη είμαστε τότε.......
Θ.Τρουπής (Γκράβαρης ) 1.5.2009