Μαρίνας Αθ. Μαραγκού
Από το ιστολόγιό της Texnografia.blogspot.gr
Η τουρκική κατάκτηση
Τα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης, οι τέσσερεις αιώνες σκλαβιάς, όπως συνηθίζεται να περιγράφεται αυτή η περίοδος, δεν καλύπτει όλες τις περιπτώσεις. Η τουρκική παρουσία στον ευρύτερο βυζαντινό χώρο σημειώνεται από το 1071, μετά τη μάχη του Ματζικέρτ, όπου οι Τούρκοι κυριάρχησαν στη Μικρά Ασία πολύ πριν από την Άλωση. Σε άλλες περιοχές της χώρας ήταν, αντιθέτως, πιο σύντομη. Η Κρήτη κατακτήθηκε μόλις το 1669, ενώ οι ενετικές οχυρώσεις που συναντούμε άφθονες στον Μοριά μαρτυρούν την εκεί κυριαρχία των Βενετών κατά το διάστημα 1684-1715. Επίσης, η σημερινή Βόρεια Ελλάδα κατακτήθηκε πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης και προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος μόλις το 1913 (Μακεδονία, Ήπειρος) ή και το διάστημα 1919-1923 (Θράκη).
Η κατάκτηση ήταν αποτέλεσμα της δράσης ενός από τα πολλά εμιράτα των Σελτζούκων Τούρκων και αυτός ο πρώτος πυρήνας της τουρκικής εξάπλωσης έλαβε το όνομα οθωμανικός από τον ιδρυτή της κατακτητικής δυναστείας Οσμάν. Η κατάκτηση του μικρασιατικού και του βαλκανικού χώρου έγινε ραγδαία, αφού οι Οθωμανοί γνώριζαν καλά να προσεταιρίζονται μεγάλα τμήματα πολλών κοινωνικών ομάδων, προσφέροντάς τους αξιώματα στη νέα κατάσταση και μοιράζοντας προνόμια σε όσους αμαχητί παραδίδονταν στην εξουσία τους. Τον 18ο αιώνα πλέον η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχει εξαπλωθεί και περιλαμβάνει τεράστιες εκτάσεις μέχρι την Αραβική Χερσόνησο.
.
Η κρίση των θεσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Ο σουλτάνος, που ήταν κύριος της γης, τη μοίραζε στους άρχοντες πολεμιστές του με αντάλλαγμα να τον υπηρετούν, δηλαδή να εκστρατεύουν και να πολεμούν μαζί του ακολουθώντας ένα, θα λέγαμε, «φεουδαρχικό» σύστημα. Εν τω μεταξύ, για να εξασφαλίζεται ο σουλτανικός θρόνος από τυχόν φιλοδοξίες των αρχόντων, στηριζόταν σε έναν διοικητικό και στρατιωτικό μηχανισμό που στελεχωνόταν από «απίστους» –χριστιανούς– ή εξωμότες που, όπως ήταν επόμενο, δεν μπορούσαν να προσβλέπουν στην υπέρτατη εξουσία. Η ρίζα των Φαναριωτών ακολουθεί τα βήματα αυτών των μηχανισμών εξασφάλισης των ισορροπιών της Αυτοκρατορίας, όπως επίσης και η ίδια ρίζα ήταν η αιτία της επώδυνης για τους χριστιανούς πρακτικής τού παιδομαζώματος. Το σώμα των γενιτσάρων ετροφοδοτείτο με παιδιά επιφανών χριστιανών υπηκόων για τον προσωπικό στρατό των σουλτάνων ο οποίος υπερείχε των στρατευμάτων των σπαχήδων, των αρχόντων δηλαδή του πολέμου.
Κατά τον 17ο αιώνα οι πόλεμοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας διεξάγονταν πολύ μακριά, στη Μεσοποταμία, στις στέπες, στην κοιλάδα του Δούναβη, και το κόστος των εκστρατειών έγινε τόσο μεγάλο που μηδένιζε τα κέρδη που μπορεί να προέκυπταν από τις στρατιωτικές νίκες. Μάλιστα, άλλοι πόλεμοι, όπως ο Κρητικός, που κρινόταν στη θάλασσα, ανάγκαζε τους Οθωμανούς να συγκροτούν πολυέξοδους στόλους.
Τα αδιέξοδα αυτά έφεραν την κρίση και προκάλεσαν την αλλαγή του χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας. Το κύριο βάρος έπεσε, όπως πάντα συμβαίνει, στους θεσμικά πιο αδύναμους υπηκόους του σουλτάνου, τους ραγιάδες, τους χριστιανούς. Αυτοί δέχθηκαν πολύμορφες πιέσεις, πάρα την εξαφάνιση του παιδομαζώματος κατά τον 18ο αιώνα, με κύριο άξονα την πληρωμή περισσότερων φόρων επαχθούς μορφής. Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της εποχής είναι η εμφάνιση του τσιφλικιού, όπου μπορούσε κανείς να αποκτήσει γη πια απλώς αγοράζοντάς την. Έτσι, ο ιδιοκτήτης μπορούσε να συγκεντρώσει τη γεωργική παραγωγή, να την εμπορευματοποιήσει και να πληρώσει σε χρήμα τους φόρους του στον σουλτάνο. Αυτό είχε ως συνέπεια πολλά δεινά για τους χωρικούς, οι οποίοι δούλευαν για τον αφέντη τους όντας στο έλεος των προσωπικών του επιδιώξεων.
Κατ’ αυτήν την περίοδο, μέσα σε μια διεθνή συγκυρία που υποθάλπει αυτές τις τάσεις, εντείνεται η μετανάστευση των Ελλήνων προς το εξωτερικό, προς τα γειτονικά κράτη της Αυστρίας, την Ιταλία, την Κεντρική Ευρώπη, και, συνάμα, το σύντομο πέρασμα των Ενετών (1684-1715), παρότι δεν ήταν ευπρόσδεκτοι, ανοίγει δρόμους για τη Δύση.
.
Οι ραγιάδες, οι Ρωμιοί, οι Έλληνες
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι Έλληνες εκείνης της εποχής δεν θύμιζαν σε τίποτα τη δόξα του τόπου και της γλώσσας που είχαν κατά τους παλαιότερους καιρούς. Η πείνα, η φτώχεια, η εξαθλίωση ήταν η μοίρα των περισσότερων, εκτός από λίγους τυχερούς, έμπορους, προεστούς κτηματίες, καροβοκυραίους των νησιών ή αξιωματούχους της εξουσίας του σουλτάνου. Όλοι όμως ανεξαιρέτως ζούσαν σε μια μόνιμη και επικίνδυνη ανασφάλεια ενός κράτους που δεν το διείπε κανένα γραπτό δίκαιο ή κάποιος σταθερός νόμος. Ο «ελληνικός χώρος» απαρτιζόταν από ένα μωσαϊκό γλωσσών, διαλέκτων, θρησκειών, πολιτιστικών ταυτοτήτων. Συνελόντι ειπείν, στις πόλεις οι ορθόδοξοι συνυπήρχαν με τους μουσουλμάνους, αλλά και με αρκετούς Εβραίους.
Οι μουσουλμάνοι αυτοί μπορεί να ήταν εξισλαμισμένοι χριστιανοί που μιλούσαν Ελληνικά, ή να ήταν κονιάρηδες και χαλντούπηδες –Τούρκοι μετανάστες– αλλά και εξισλαμισμένοι Αλβανοί οι οποίοι, από την εποχή των Φράγκων δουκών που τους είχαν φέρει για να αυξήσουν τα εργατικά χέρια, συνέχιζαν να αποικούν προς τον Νότο σε άγονες περιοχές που τις έβγαζαν από την αφάνεια, κάτι που μαρτυρείται και για τα άγονα νησιά όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες. Στα ορεινά υπήρχαν Βλάχοι, απόγονοι της Μεγάλης Βλαχίας των βυζαντινών χρόνων. Στις Κυκλάδες, από την άλλη, ζούσαν «Δυτικοί» Έλληνες, καθολικοί στο θρήσκευμα, που έτρεφαν περιφρόνηση για τους «Ανατολικούς» συμπατριώτες τους. Σε αυτή τη γεωγραφική ενότητα της Αυτοκρατορίας ακούγονταν ελληνικές, τουρκικές, αλβανικές διάλεκτοι, βλάχικα, ισπανοεβραϊκά, «βουλγαρικά» (σλαβόνικα). Ένα κράτος πολυεθνικό και σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και την ολοένα πιο έντονη επιρροή του ευρωπαϊκού πολιτισμού που ακτινοβολούσε στις πιο προοδευμένες περιοχές, όπως η Χίος.
Να σημειώσουμε ότι οι χριστιανοί υπήκοοι, οι ραγιάδες, αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι (Ρουμ), λόγω τού ότι η έννοια Έλληνας είχε δεινοπαθήσει στα χρόνια του Βυζαντίου και είχε τεθεί υπό διωγμόν, θα εμφανιστεί ωστόσο ξανά στα κείμενα των ύστερων Βυζαντινών διανοουμένων, κατά τον 14ο αιώνα, θα χαθεί πάλι και θα επανεμφανισθεί με τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό.
.
Το Πατριαρχείο και οι Φαναριώτες
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία χώριζε τους υπηκόους της σε τρία μιλέτια (θρησκευτικές κοινότητες), σύμφωνα με τα πολιτικά και τα κοινωνικά τους δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους: το μιλέτι των πιστών, των μουσουλμάνων, το μιλέτι των Εβραίων και το μιλέτι των Ρουμ, των Ρωμαίων, με επικεφαλής τον Πατριάρχη και τον εκκλησιαστικό μηχανισμό. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε φροντίσει αμέσως μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Πόλη να αναβαθμίσει τον θεσμό του πάλαι ποτέ «οικουμενικού» Πατριαρχείου, ο οποίος είχε πληγεί εξαιτίας της ίδρυσης και σλαβικών πατριαρχείων ενώ ήδη είχε προκύψει και η σύγκρουση των ενωτικών και των ανθενωτικών, προκαλώντας πια το καίριο πλήγμα. Ο Μωάμεθ τοποθέτησε λοιπόν έναν ανθενωτικό Πατριάρχη, για προφανείς λόγους, τον Γεώργιο Σχολάριο, το 1454, με το όνομα Γεννάδιος Β’, αποκαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό το κύρος, τα προνόμια και τις εξουσίες του θεσμού. Τοιουτοτρόπως, η Εκκλησία κατέστη ένας διοικητικός μηχανισμός αυστηρά ιεραρχημένος, με δικαίωμα φορολόγησης των πιστών, με δικαστικά προνόμια και με οργανωτική αυτονομία. Η ανάδειξη στη θέση του Πατριάρχη γινόταν, στην παρακμάζουσα Αυτοκρατορία, κατόπιν εξαγοράς, με πλειστηριασμό. Να τονισθεί μέσα στα θετικά ότι η Εκκλησία, στηριζόμενη στα εκκλησιαστικά κείμενα, χρησιμοποίησε την ελληνική γλώσσα, διατηρώντας την ζωντανή και μάλιστα διευρύνοντάς την. Εντούτοις, το Πατριαρχείο παράλληλα αποδύθηκε και σε έναν αγώνα παρεμπόδισης κάθε δυτικής πνευματικής επίδρασης.
Πρέπει να παραδεχθούμε ότι η θέση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν σαφώς καλύτερη από αυτήν άλλων μη μουσουλμανικών πληθυσμών. Εκτός από την Εκκλησία, που ήδη είδαμε εν συντομία, διοικητική ισχύ είχε και η ελληνική αριστοκρατία των Φαναριωτών, όνομα που προήλθε από τη συνοικία της Κωνσταντινούπολης όπου κατοικούσαν.
Οι Φαναριώτες, επωφελούμενοι από τους δισταγμούς των σουλτάνων να δώσουν σημαντικά αξιώματα σε ομόθρησκούς τους, καταλάμβαναν σημαντικές θέσεις στους μηχανισμούς της Υψηλής Πύλης. Δύο από τα σημαντικότερα αξιώματα βρέθηκαν στα χέρια Φαναριωτών, του Μεγάλου Δραγουμάνου (διερμηνέα) της Πύλης, αντίστοιχο με τον σημερινό υπουργό Εξωτερικών, και του Δραγουμάνου του Στόλου (υπουργού Ναυτικών). Εξάλλου, από τις αρχές του 18ου αιώνα, μετά τις μεγάλες συγκρούσεις της Πύλης με τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, ανέλαβαν να κυβερνούν, σχεδόν αυτόνομα, τις παραμεθόριες ηγεμονίες του Δούναβη. Στο Βουκουρέστι και στο Ιάσιο εγκαταστάθηκαν Έλληνες οσπαδόροι (διοικητές), δημιούργησαν Αυλές και μηχανισμούς εξουσίας στελεχωμένους από Έλληνες, ενώ καλλιέργησαν τις τέχνες και τα γράμματα, προσδίδοντας στο Φανάρι έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Η θέση των οσπαδόρων γινόταν με πλειστηριασμό ακριβώς ίδια όπως του Πατριάρχη. Τα ποσά ήταν τεράστια και τα δανείζονταν οι ενδιαφερόμενοι από τους χριστιανούς της Πόλης και κατόπιν τα ξεπλήρωναν από τους πόρους των ηγεμονιών τους, σωρεύοντας ταυτόχρονα τεράστιο προσωπικό πλούτο.
.
Κοινότητες, προεστοί, αρματολοί και κλέφτες
Την Οθωμανική Αυτοκρατορία απασχολούσαν μόνο η συλλογή φόρων –αφού δεν διέθετε κεντρικό κρατικό μηχανισμό– και η δημόσια τάξη. Η συλλογή των φόρων νοικιαζόταν και ο ενοικιαστής μπορούσε να σκεφτεί όποιον τρόπο ήθελε ώστε να βγάλει τα λεφτά που έδωσε, μαζί με κάποιο κέρδος για τον εαυτό του. Οι φόροι ωστόσο ήταν κάτι το σταθερό ενώ η παραγωγή μιας αγροτικής οικονομίας και τα διαθέσιμα δεν ήταν. Με αυτόν τον τρόπο, γεννήθηκαν πολλοί ενδιάμεσοι οργανισμοί και θεσμοί, με πρώτες τις κοινότητες.
Η κοινότητα που περιελάμβανε περισσότερα χωριά και δραστηριότητες φρόντιζε για την πληρωμή των φόρων, από τη μια, και την κατανομή των χρεών στην κοινωνία, από την άλλη. Το σύστημα αυτό στηριζόταν σε κάποιους πλούσιους ανθρώπους, εν είδει μεσαζόντων ανάμεσα στους παραγωγούς και στην κεντρική εξουσία. Αυτοί ήταν οι προεστοί, οι δημογέροντες, οι κοτσαμπάσηδες ή προύχοντες, αναλόγως της περιοχής. Ο πλούτος δεν μετριόταν τόσο με την ιδιοκτησία της γης όσο με τους μηχανισμούς που διέθεταν για να διεκπεραιώσουν την αποστολή τους. Αποθήκες, μεταφορικά ζώα, άνθρωποι για έλεγχο και προστασία, χρήματα, δυνατότητες εμπορίου και τοκογλυφίας, πλέγματα γνωριμιών, σχέσεων και πρακτόρων είχαν συνθέσει μια εξουσία, η οποία εκτιμάτο ιδιαιτέρως από τους σουλτάνους.
Τώρα, όσον αφορά τις σχέσεις των προυχόντων και των εκτός νόμου ενόπλων, τους κλέφτες, αυτές ήταν ομολογουμένως αμφίσημες. Ναι μεν τους φοβούνταν και τους εχθρεύονταν αφού απειλούσαν τις περιουσίες των εχόντων, είχαν όμως ανάγκη και τις υπηρεσίες τους, τη στρατιωτική τους δύναμη για τις δύσκολες ώρες τους. Οι σχέσεις μεταξύ προεστών και καπετάνιων (από το ιταλικό κάπι=αρχηγοί) υπήρξαν αντιφατικές. Πότε τούς είχαν στη δούλεψή τους –όπως οι Δεληγιανναίοι τον Κολοκοτρώνη– και πότε τούς πολεμούσαν μανιωδώς. Όταν δημιουργήθηκε το πρόβλημα των ατάκτων Αλβανών μετά τα Ορλωφικά, στον Μοριά ήρθαν κοντά αυτές οι ομάδες, λίγο αργότερα όμως οι προεστοί πρωταγωνίστησαν σε αυτό που ονομάζουμε «χαλασμός των κλεφτών».
Στη Ρούμελη, όπως και σε άλλες περιοχές, η απόσταση μεταξύ των τοπικών προεστών και των κλεφτών ήταν μικρότερη, ώστε στο τέλος συγχωνεύθηκαν. Οι αρματολοί, από την άλλη, ήταν άνθρωποι των όπλων, αρχικά άτακτοι και παράνομοι, ληστές, που ωστόσο ήρθαν σε συνεννόηση με την οθωμανική εξουσία. Είχαν αναλάβει την τήρηση της τάξης στις περιοχές τους, την είσπραξη των φόρων και τη φύλαξη των δρόμων και των δερβενίων (περασμάτων), ανταλλάσσοντάς τα με μια σχετική ανεξαρτησία και οικονομικές απολαβές. Κτίστηκαν, έτσι, τεράστιες περιουσίες πάνω σε αυτές τις σχέσεις. Ο Στουρνάρης της Ρούμελης, παραδείγματος χάριν, ήλεγχε 120 χωριά και διέθετε στρατό από 400 άνδρες.
Στα νησιά οι πλούσιες ναυτικές και εμπορικές κοινότητες είχαν σημαντικά προνόμια και εξουσίες. Η Ύδρα, οι Σπέτσες, η Μύκονος ήταν σχεδόν ανεξάρτητες μέσα στην Αυτοκρατορία, με μόνη υποχρέωση να στέλνουν πληρώματα για να στελεχώνουν τα αυτοκρατορικά πλοία. Πιο βόρεια, στη Νάουσα και στα Αμπελάκια, είχαν συσταθεί δίκτυα εμπορίου που συνεργάζονταν με τις ισχυρότατες πλέον εμπορικές παροικίες των Ελλήνων στις πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης.
.
Νέος Ελληνισμός, Αρχαιότητα, Νεοελληνικός Διαφωτισμός
Στα πριν από την Επανάσταση χρόνια οι χριστιανοί ραγιάδες είχαν στραφεί συνειδητά ή ασυνείδητα προς την Ευρώπη, παρά τις δογματικές διαφορές, προσδοκώντας στην απελευθέρωσή τους. Ο ευρωπαϊκός κόσμος βρισκόταν στα πρόθυρα της βιομηχανικής του απογείωσης –εν αντιθέσει με τη στασιμότητα που επικρατούσε στην επικράτεια της Υψηλής Πύλης– και ήταν ορατή η επιτάχυνση των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων στη Δυτική Ευρώπη. Οι καπιταλιστικές αγορές βρίσκονταν σε πλήρη ανάπτυξη και η παρουσία Ευρωπαίων εμπόρων ή ναυτικών στις θάλασσες της Ανατολικής Μεσογείου αυξανόταν, με αποτέλεσμα να ευνοούνται οι Έλληνες, σε αντίθεση με τους άλλους λαούς των Βαλκανίων. Οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, η εξαφάνιση του γαλλικού εμπορίου από την Ανατολική Μεσόγειο έδωσαν ώθηση στην ανάπτυξη του εμπορικού ναυτικού των Ελλήνων. Το 1813 ταξίδευαν 600 ελληνικά πλοία, ενώ ταυτόχρονα εντεινόταν και το μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων προς το εξωτερικό. Ένας μεγάλος αριθμός δραστήριων Ελλήνων έμαθε να σκέφτεται ευρωπαϊκά, δηλαδή αστικά και καπιταλιστικά, κάτι που βέβαια ήταν αδύνατον να ευδοκιμήσει μέσα στο ασφυκτικό καθεστώς των μιλετιών.
Μέσα στις συνθήκες αυτές συνέτειναν οι προϋποθέσεις για τη γέννηση ενός εθνικού κράτους και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αίσθηση της ελληνικότητας αναπτύχθηκε σε πολλά κοινωνικά στρώματα και τάξεις, με διαφορετικά βέβαια συμφέροντα και πληθώρα προθέσεων, ανάμεσα στους πρίγκιπες του Φαναριού, της Μολδοβλαχίας, στους καλλιεργητές σταφίδας του Μοριά, ανάμεσα στους προύχοντες, στους άρχοντες του Μοριά, στους διανοούμενους της Βιέννης, στους εμπόρους ναυτικούς του Αιγαίου και στους οπλαρχηγούς, αρματολούς της Στερεάς.
Εδώ χρειαζόταν πλέον μια γόνιμη εθνική μυθοπλασία, που να συμβιβάζει δύο αντιφατικά δεδομένα: την ορθόδοξη χριστιανική πίστη και την κοινότητα καταγωγής, που απέρρεε από τη γλωσσική συγγένεια με τους Έλληνες της Αρχαιότητας, τους φορτωμένους με τόση δόξα, άρα, αντάξιους της Ευρώπης και του πολιτισμού και θύματα του ασιατικού δεσποτισμού. Αυτή η ιδέα εξαπλώθηκε ως κοινή πεποίθηση, με προαπαιτούμενο το ξεκαθάρισμα της γλωσσικής ταυτότητας.
.
Το ευρωπαϊκό κίνημα του ανθρωπισμού και οι χρήσεις της κλασικής αρχαιότητας από την ευρωπαϊκή τέχνη και τη διανόηση επέδρασαν δημιουργώντας την πρόθεση να «φωτισθεί» η Οθωμανική Αυτοκρατορία από το ελληνικό πνεύμα και να μετατραπεί σε μια συνέχεια της πρώην βυζαντινής επικράτειας, με τον θρύλο του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά» να γαλουχεί τον απλό λαό και τους λόγιους να έχουν στηρίξει τις ελπίδες τους στους χριστιανούς ηγεμόνες της Ευρώπης. Στο δεύτερο μισό του18ου αιώνα αναπτύχθηκε, λοιπόν, ένα πνευματικό κίνημα βασιζόμενο, συν τοις άλλοις, στα ελληνικά βιβλία και στη μετάφραση βασικών έργων του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού (Λοκ, Καρτέσιος, Νεύτωνας, Βολταίρος κ.ά). Οι Ευγένιος Βούλγαρης, Ιώσηπος Μοισιόδακος, Αθανάσιος Ψαλίδας και πολλοί άλλοι δίδαξαν αυτές τις θεωρίες και ταυτοχρόνως άρχισαν να τελειοποιούν την εθνική ελληνική γλώσσα, ξεκαθαρίζοντας τη γλωσσική ταυτότητα. Ο Ρήγας Φεραίος ήταν ένας από εκείνους που συνέδεσαν τις θεωρίες του Διαφωτισμού με το σχέδιο για δημιουργία ελεύθερου κράτους. Και ο Αδαμάντιος Κοραής, με τη σειρά του, και με στόχο να αναδείξει την ιστορία, τη γλώσσα, τις αρχές, τον πολιτισμό, βοήθησε και στήριξε την ιδέα της διεκδίκησης εθνικού κράτους.
.
Η Φιλική Εταιρεία
Βρισκόμαστε πια στο τέλος της θυελλώδους περιόδου της Γαλλικής Επανάστασης, η Ευρώπη του Ναπολέοντα καταρρέει το 1814 στο Βατερλό και στο Συνέδριο της Βιέννης (1815) η Ιερά Συμμαχία θέτει τις ανατρεπτικές προθέσεις υπό διωγμόν, αναλαμβάνοντας την προάσπιση των θρόνων. Των Ελλήνων τα βήματα ωστόσο είναι πια πολύ μεγάλα προς την εθνική τους συγκρότηση και δεν μπορούν να κάνουν πίσω. Μολονότι τα απελευθερωτικά κινήματα δεν ευνοούνται, τον Σεπτέμβριο του 1814 ιδρύεται η Φιλική Εταιρεία από τρία φαινομενικά άσημα πρόσωπα, τους Νικόλαο Σκουφά, Αθανάσιο Τσακάλωφ και Εμμανουήλ Ξάνθο. Το 1816 η Φιλική Εταιρεία διαθέτει μόνο 30 μέλη, στρατολογώντας με δυσκολία, αλλά και με τη μικρή, θα λέγαμε διακριτική, ενθάρρυνση από τη Ρωσία, πάντα στο πλαίσιο της αυστηρής επίβλεψης από την τσαρική αστυνομία. Το 1818 η έδρα της Εταιρείας μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη, απελευθερωμένη από τη στενή επιτήρηση των ρωσικών Αρχών και, έχοντας εγκαταλείψει τη μασονική μυστικοπάθεια, στρατολογεί πλέον μέλη μαζικά. Ένα ακόμη πλεονέκτημα από τη μετεγκατάσταση αυτήν είναι ότι μπορούσε να χειρίζεται ελεύθερα τον μύθο της ρωσικής σύμπραξης, της «Αοράτου Αρχής», δείχνοντας καθαρά τον τσάρο, που για τους Έλληνες σήμαινε κυρίως Καποδίστριας.
Ο Κερκυραίος ωστόσο δεν είναι έτοιμος να γίνει αρχηγός και έπειτα από συνεννόηση, από ό,τι φαίνεται, μαζί του, αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, στρατηγός και υπασπιστής του τσάρου, γόνος Φαναριωτών. Ο Υψηλάντης αμέσως επιδόθηκε με ζήλο στην προετοιμασία της εξέγερσης εφόσον και τα γεγονότα πίεζαν, καθώς ο Αλή Πασάς είχε προχωρήσει σε ανοιχτή ρήξη με τον σουλτάνο, και φυσικά καραδοκούσε και ο κίνδυνος της αποκάλυψης της μη συμμετοχής του τσάρου στις ανατρεπτικές κινήσεις. Το βασικό σχέδιο του Υψηλάντη ήταν να ξεκινήσει η επανάσταση από τις παραδουνάβιες περιοχές, τη σημερινή Ρουμανία, εκμεταλλευόμενος τη βαλκανική αναταραχή, τους Σέρβους επαναστάτες και, προπαντός, τους Ρουμάνους του Βλαδιμηρέσκου. Παράλληλα οι Φιλικοί ήθελαν να χτυπήσουν το θηρίο μέσα στο σπίτι του, στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ένα ακόμη μέτωπο, στο οποίο κατευθύνθηκε ο αδελφός του αρχηγού της Εταιρείας Δημήτριος Υψηλάντης, ήταν η Νότια Ελλάδα, ο Μοριάς, τα νησιά, η Μάνη.
Στη συνέχεια, οι βαλκανικές προοπτικές διασκορπίστηκαν στο Δραγατσάνι μετά την ήττα του Υψηλάντη, η Κωνσταντινούπολη έμεινε αμέτοχη και εχθρική και η επανάσταση ρίζωσε μόνο στα εδάφη με συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς και ισχυρή χριστιανική άρχουσα τάξη: στα νησιά, στον Μοριά και στη Ρούμελη.
Τις παραμονές της Επανάστασης η εθνική συνείδηση έχει παγιωθεί σε σημαντικά τμήματα των Νεοελλήνων, τμήματα που είχαν μάλιστα και τις υλικές δυνατότητες –κοινωνική θέση, χρήμα, μόρφωση– για ξεσηκωμό. Μπορούσε συνεπώς να ξεκινήσει η διεκδίκηση ελεύθερου κράτους…
Ό,τι γράφηκε παραπάνω είναι μια απόπειρα κατόπτευσης των χρόνων πριν από τον μεγάλο ξεσηκωμό του Γένους.
.
Πηγές:
Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία, τόμος Γ’, ΕΑΠ.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 27.
Ελλάς, ΠΛΜ, τόμος δεύτερος.
.
(ΧΙΜ)