1) Η Κοινοτική τηλεόραση.
Ως γνωστόν, το χωριό ηλεκτροδοτήθηκε το 1971 και μάλιστα δεν συνεδέθησαν όλα τα σπίτια δια μιας στο δίκτυο της ΔΕΗ, αλλά προοδευτικά και σε βάθος χρόνου, κυρίως για λόγους οικονομικούς, επειδή το κόστος εγκατάστασης (απλού πίνακα, ενός λαμπτήρος πυρακτώσεως στο χειμωνιάτικο και ενός στη σάλα, καθώς και ενός επί πλέον στο κατώγι) με την εγγύηση, ήταν υψηλό. Ηλεκτρολόγοι εγκαταστάσεων ήταν από το χωριό μας, ο Σπύρος Μαρίνου Δημόπουλος και ο Σχίζας Αθανάσιος του Ιωάννου, με τον αδελφό του Ηλία καθώς και ο Θανάσης Κωνσταντόπουλος, που έμενε στη Δημητσάνα. Επίσης, κάποιος από το Λεβίδι, χωλός κατά πόδα, ο οποίος ήταν πραγματικό Φαρμακείο. Σε αυτόν δούλεψα βοηθός 2 ημέρες, όταν έκανε την εγκατάσταση στο καφενείο του Μαρίνη του Ρουσσιά, και μου έδωσε 50 δραχμές, αφού από το σφυρί και το καλέμι, για τα αυλάκια και τα κουτιά των καλωδιώσεων στους τοίχους, πληγώθηκαν τα χέρια μου άσχημα, με αποτέλεσμα να μην ξαναπάω για δουλειά και με μηδαμινό μεροκάματο.
Τότε με την ηλεκτροδότηση, ο Σύλλογος Σερβαίων Αθηνών-Πειραιώς, προσέφερε στην Κοινότητα, ως δωρεά, μια ασπρόμαυρη τηλεόραση, που ήταν τοποθετημένη στο μαγαζί του Θανάση του Παναγόπουλου και όσοι ήθελαν, καθισμένοι σε παγκάκια ή όρθιοι, παρακολουθούσαν τα προγράμματα και τα επίκαιρα της ΥΕΝΕΔ και ΕΙΡΤ. Εκεί, σε αυτήν την αίθουσα, πλέχτηκαν ειδύλλια, ρίξαμε μια ματιά στον κόσμο των άλλων ηπείρων, είδαμε τι σημαίνει διαφήμιση (Ακάκιε τα μακαρόνια να είναι ΜISKO), ο Χρήστος ο Μαραγκός, ως αγροτικός Γιατρός, μας έλεγε ορισμένα επιστημονικά πράγματα, κλπ. Αργότερα, δειλά-δειλά, η ασπρόμαυρη τηλεόραση μπήκε σε κάποια σπίτια του χωριού, μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Ο τακτικότερος θαμώνας, ο οποίος παρακολουθούσε με δίψα, περιέργεια, θαυμασμό και ικανοποίηση τις εκπομπές, της τότε κρατικής τηλεόρασης, ήταν ο αείμνηστος Παναγής Ι. Στρίκος (Στρικοπαναγής), ο οποίος έφευγε και τελευταίος από την αίθουσα. Εδιηγείτο δε με ακρίβεια όσα η ανεπτυγμένη αντίληψή του απεκόμιζε από τα τηλεοπτικά προγράμματα και μάλιστα, τα επιστημονικού και τεχνολογικού περιεχομένου, τοιαύτα.
Σε κάποιο σήριαλ, νομίζω η «Ταβέρνα», που έτυχε να την παρακολουθεί και ο Παπα-Σωτήρης με τον γιό του τον Δημήτρη και ημάς τους τότε Γυμνασιόπαιδες, ο πρωταγωνιστής πέταξε την ατάκα, ότι αυτό είναι της μοδός, αντί του σωστού της μόδας, και εμείς οι υποτίθεται εγγράμματοι, αντιληφθήκαμε το λάθος και ρίξαμε το γέλιο της ζωής μας, προεξάρχοντος του παπά. Έκτοτε, μέχρι που έφυγε για την Αθήνα ο παπα-Σωτήρης, το «της μοδός» ήταν το αγαπημένο μας ανέκδοτο και το αναφέραμε σε κάθε τι, που συζητούσαμε.
- 2) Αραποσίτια, χλωρά ρεβίθια και χλωρές φακές.
Όπως έχω αναφέρει και σε προηγούμενα άρθρα μου, το χωριό τότε είχε 400 περίπου κατοίκους και οι τότε γεωργοί, όταν καλλιεργούσαν στα χωράφια τους αραποσίτια, έσπερναν και ρεβίθια ή φακή. Το καλοκαίρι, πριν τη συγκομιδή των σπαρθέντων αγαθών, εμείς η τότε νεολαία του χωριού και οι μεγαλύτεροι νέοι που παραθέριζαν στο χωριό, ελθόντες εξ Αθηνών ή άλλα αστικά κέντρα, το εσπέρας προς βράδυ, πηγαίναμε περίπατο στο Δημόσιο δρόμο, από Ζαχαρού προς Τρανη-Βρύση-Σουληνάρι ή στον Αγιο-Θανάση, παρέες-παρέες, αλλά και γονείς με τα παιδιά τους, κυρίως διαμένοντες στην Αθήνα.
Όταν είχε δύσει εντελώς ο ήλιος και έπεφτε το πρώτο σκοτάδι, αφού είχαμε εν τω μεταξύ κλέψει από τα χωράφια, αραποσίτια ή ρεβίθια ή φακές, ανάβαμε φωτιές και ψήναμε τα αραποσίτια, τα οποία ήταν νοστιμότατα. Οι κλάρες με τα χλωρά ρεβίθια ήταν αλμυρές, καθώς και οι κλάρες με τις φακές και πηγαίναμε κατ ευθείαν στη βρύση στου σουληνάρι να ξεδιψάσουμε, να σβήσουμε την αλμύρα από το στόμα μας. Τότε τραγουδάγαμε και τραγούδια της εποχής όπως:
«Τι έχεις καημένε πλάτανε και στέκεις μαραμένος,
νύχτα και ημέρα στο νερό»
«Δέκα εντολές έχω να σου ειπώ, αν κυρά μου θες για να σ αγαπώ»,
«Πετραδάκι-πετραδάκι»,
«Αχ ωραία Αιγιώτισσα»,
κλπ.
Πολλές φορές, οι υποστάντες την κλοπήν απειλούσαν, απηυθύνοντο στο τοπικό Σταθμό χωροφυλακής για τις απώλειες της εσοδείας, όμως, αυτή η εθιμοτυπία, είχε λάβει χαρακτήρα εθιμικού δικαίου. Σήμερα, κρίνοντες εκ του διελθόντος χρόνου, του πανδαμάτορος και φθοροποιού, νοσταλγούμε τα τότε κλέα ανδρών, την οργήν των ζημιωθέντων, την ανεπίστρετον ευδαιμονίαν των Ησιοδείων ημερών του τότε ακμάζοντος χωριού μας, τους προαπελθόντας πατέρας και αδελφούς ημών!!
- 3) Η δοκιμή του μπάρμπα-Στέλιου
Την εποχή εκείνη, κάθε βράδυ στο χωριό, η οινοποσία έδινε και έπαιρνε. Ιδιαιτέρως στο ταβερνείο του Μπορόγιαννη, πολλές φορές η κρασοκατάνυξη κράταγε μέχρι τα μεσάνυχτα, με απαραίτητη συνοδεία ασμάτων, κλέφτικα τραγούδια, αγάπης κλπ. Δηλωτικά τα εξής:
«Ασημούλα»,
«Πήρα ρόκα πήρα αδράχτι»,
«Εψές προψές εδιάβαινα απ’ τα βουνά της Πιάνας»,
«Τ’ ακούς κουμπάρα Γιώργαινα»,
«Απόψε δεν κοιμήθηκα»,
«Που πας Ελένη μοναχή».
Ο μακαρίτης ο μπάρμπα-Γιάννης Μπόρας, ήταν από τους καλύτερους τραγουδιστές του χωριού και έδινε το έναυσμα για το γλέντι, σχετικά εύκολα και οποιαδήποτε στιγμή, είτε με κρασομεζέ, είτε ξεροσφύρι
Εκεί, λοιπόν, στο ταβερνείο, όχι καθημερινώς, αλλά θορυβωδώς, έδινε το παρών και ο κρασόφιλος, μακαρίτης, μπάρμπα Στέλιος Σχίζας, ο οποίος, κρατώντας το κεφάλι του με το χέρι του, τραγούδαγε τον «Μόραβα», με χαρακτηριστική και αξέχαστη στάση σώματος και χροιά φωνής. Συνήθως εκάθητο μόνος του, σπανίως με παρέα. Μία βραδιά κρασοκατάνυξης και πολλών τραγουδιών, έμεινε στο μαγαζί τελευταίος και περασμένη ώρα. Πάει ο καταστηματάρχης στο γέρο Στέλιο και του λέει:
-θα κλείσω, πρέπει να φύγεις για το σπίτι σου.
Εκείνος του απαντάει.
-Δεν φεύγω, δεν θέλω να πάω στο σπίτι μου, γιατί θέλει η γυναίκα μου 5.000 δραχμές και δεν έχω. Μήπως έχεις να μου δανείσεις 5.000 δραχμές και θα στις επιστρέψω, με τόκο και σύντομα;
Ο μπάρμπα-Γιάννης του απαντάει πως δεν έχει και ο Γέρο Στέλιος έφυγε με κατεύθυνση προς την Ζαχαρού. Έχει φτάσει στου Μήτσιου του Ρουσσιά και πριν προλάβει ο μπάρμπα Γιάννης να κλείσει τις πόρτες στο ταβερνείο, γυρίζει πίσω, βγάζει από το σακάκι του 5.000 δραχμές και του λέει:
-Έχω λεφτά, δεν θέλω, ήθελα να σε δοκιμάσω, αν με θεωρείς φερέγγυο και τίμιο οικογενειάρχη!
Ο μπάρμπα Γιάννης, μόλις αντιλήφθηκε τι του είπε, «τα πήρε στο κρανίο», που λέμε και του λέει:
-Σου είπα δεν έχω επάνω μου, όχι δεν σου δίνω, περίμενε να πάω επάνω στο σπίτι να φέρω να σου δώσω.
Ο γέρο Στέλιος κάνει την γνωστή χαρακτηριστική του κίνηση μεταβολής και φεύγει, λέγοντας:
-τώρα είναι αργά.
Εδώ να σημειώσω, αν δεν με απατά η μνήμη μου, ότι, ο γερο Στέλιος είχε φοιτήσει στο Σχολαρχείο Λαγκαδίων και μάλιστα, ήταν καλός μαθητής!
Αιωνία τους η μνήμη!
- 4) Σταμάτησε του ρολογιού τους δείκτες.
Την εποχή εκείνη, στο μουσικό στερέωμα εμεσουράνει το «ΝΕΟ ΚΥΜΑ», με πολλούς άξιους εκπροσώπους-ερμηνευτές, όπως η Πόπη Αστεριάδη, ο Μιχάλης Βιολάρης, η Καίτη Χωματά και ιδιαιτέρως η Ρένα Κουμιώτη. Όταν δουλεύαμε στα Δασικά, εμείς τα παιδιά τραγουδάγαμε σχεδόν όλη την ημέρα και μαζί μας οι μεγαλύτεροι ημών, ομορφαίνοντας την ημέρα μας, δίνοντας ζωή, θόρυβο και φωνές στην ατμόσφαιρα, με συντραγουδιστές τους μαστόρους και ιδιαιτέρως τον Μπορόγιαννη, που του άρεσε το τραγούδι,
σταμάτησε του ρολογιού τους δείκτες
και είχε την τιμητική του, δεκάκις, της ημέρας.
Επίλογος των άρθρων μου για τα δασικά και παρεπόμενα..
Η συμβολή μου στα δασικά έργα ήταν η πιο όμορφη, ξένοιαστη και αμειβόμενη περίοδος της ζωής μου, σύνδεσμος εφηβείας και ωριμότητας. Πρώτη εμπειρία εξαρτημένης και επίπονης εργασίας, αφετηρία για αγώνες στο στίβο της ζωής, έξω από την μοίρα του χειρώνακτος και εντός της αρένας των Γραμμάτων και των Τεχνών. Αφορμή για να σκεφθώ πόσο δύσκολα οι γονείς μας ανέθρεψαν τις οικογένειές τους, αφορμή για να τούς προσφέρω ότι καλό επέτρεπαν οι πνευματικές και σωματικές μου δυνάμεις.
Ό,τι έργο ζωής συντελείται σήμερα, στις καμένες περιοχές της Ελλάδος, συνετελέσθη στου Σερβου πριν 50 χρόνια, με τα δασικά έργα και είμεθα ευγνώμονες στους συλαβόντες την ιδέα της εποποιίας.
Θέματα άσχετα με τα έργα στα δασικά μπήκαν στο πόνημα που διαβάζετε, μόνο για την καταγραφή ιστορικών πραγματικών γεγονότων (Ιστωρ-ίστορος=γνώστης, μάρτυς). Τούτο επειδή υπέλαβα ότι, δεν θα δοθεί άλλη ευκαιρία να καταγραφούν, ως κτήμα ες αεί, κατά Θουκιδίδην, είναι γεγονότα, εν οις παρέστην, αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυς. Νομίζω δε ότι και οι μετ’ εμού συμπαραγενόμενοι μάρτυρες, εν ζωή όντες, θα δείξουν το αληθές τούτων.
Εν Γαλατσίω Αττικής, 10.04.2022
Αθανάσιος Κων. Γκούτης
(ΧΙΜ)