Ο Νικήτας Σχίζας Προπολεμική φωτογραφία |
Νικήτας Βασιλείου Σχίζας (Νοσταλγός του χωριού)
Ο Νικήτας, γιος του Βασίλη Πέτρου Σχίζα (Πετρόπουλου) και της Μαρίας (Μαριγώς) Δημητρίου (Μήτρου) Δημόπουλου, γεννήθηκε στο χωριό στις 25 Μαρτίου 1909. Αδέλφια του ήταν ο Πέτρος (θυγατέρα του είναι η Μαρία, χήρα Παρ. Βέργου), μόνιμος κάτοικος του χωριού, ο Δημήτρης, που πέθανε νέος, η Κανέλλα σύζυγος Παναγιώτη Κλεισούρα, η Παναγιώτα σύζυγος Αθανασίου Κομνηνού (ο γιος της ήταν ο παπά-Χρήστος) και η Σταμάτα σύζυγος Ιωάννη Χρονοπούλου, που πέθανε νέα. Ο Νικήτας, μεγάλωσε στο χωριό και φοίτησε στο τότε Λύκειο Λαγκαδίων με σύνοικους τον ξάδελφό του Γιώργο Ιωάννου Μπόρα, Παρασκευά Ιωαν. Λιατσόπουλο Κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων ο Νικήτας εισήχθει στη Φυσικομαθηματική σχολη του ΕΚΠΑ, ο Γιώργος στην Ιατρική και ο Παρασκευάς στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή. Συνέχισαν τη συνοίκηση και τους θερινούς μήνες παραθέριζαν στο χωριό, όπου επιδίδοντο στο κυνήγι. Κατά τη διάρκεια του πρώτου έτους των σπουδων του, ο Νικήτας έχασε τον πατέρα του. Με την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της οικογενείας, Ο Νικήτας συνέχισε τις σπουδές του μέχρι και το τελευταίο έτος. Πριν λάβει το πτυχίο, για οικονομικούς λόγους διέκοψε τις σπουδές του και μετέβει στην Κρήτη για εργασία. Εκεί, στη σχολή που διατηρούσε η Ιερά Μονή Αρκαδίου, εργάστηκε ως καθηγητής. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του νυμφέυθηκε την Ειρήνη Γιαννάκη, από τα Χανιά. Τότε, δέχθηκε την επίσκεψη της μητέρας του. Αυτή παραβρέθηκε σε τοκετό μιας αγελάδας. Βλέποντας τις περιποιήσεις που είχε η αγελάδα από τους εργαζομένους της μονής (ζεστά νερά, ψαλίδια για τον ομφάλιο λώρο, πετσέτες για το καθαρισμό των νεογνών), είπε «Αχ, αγελαδίτσα μου, αν είχα τις περιποιήσεις σου, άλλα τόσα παιδιά θα έκανα». Από τότε δε, έχουν περάσει ογδόντα πέντε το πολύ έτη, και όχι αιώνες.
Τον Οκτώβριο του 1940 βρίσκεται με τη σύζυγό του στην Αθήνα προκειμένου να δώσει εξετάσεις για το πτυχίο. Τον πρόλαβε όμως ο πόλεμος και βρέθηκε στο Αλβανικό μέτωπο. Όταν μετά τη λήξη του πολέμου έφθασε στην Αθήνα, έμαθε πως οι Γερμανοί είχαν βομβαρδίσει το κατάστημα και την υπερκείμενη αυτού οικία του πεθερού του. Έτσι, με τη σύζυγό του ήλθε στο χωριό. Έμειναν στο πατρικό του σπίτι με την οικογένεια του αδελφού του Πέτρου, και τη μητέρα του. Αργότερα φιλοξενήθηκε από το θείο του Γεώργιο Σχίζα, το σπίτι του οποίου είναι δίπλα στα πατρικό του Νικήτα. Στη συνέχεια διέμειναν σε οικία που του παραχώρησε η αδερφή του πατέρα του Γιαννούλα, (σύζυγος Ιωάννη Ηλία Μπόρα). Κατά τη διάρκεια της κατοχής, κατοίκησε το χωριό και εντάχθηκε στο ΕΑΜ. Και τη διετία 1942-44 άσκησε τα καθήκοντα του προέδρου της κοινότητας. Μετά την απελευθέρωση, επέστρεψε με τη σύζυγό του στην Αθήνα. Αρχικά, εργάστηκε ως λογιστής στα καταστήματα που διατηρούσαν στη κεντρική λαχαναγορά τα ξαδέλφια του Παναγιώτης, Ηλίας και Ιωάννης Δημόπουλος. Ακολούθως, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου προσελήφθηκε στο υφυπουργείο Εθνικής Ανασυγκρότησης όπου συνεργάστηκε με τον γνωστό πολεοδόμο Κωνσταντίνο Δοξιάδη, που είχε ως άμεσο προϊστάμενο. Όταν έληξε η σύμβαση προσελήφθηκε ως δημόσιος υπάλληλος στο Β’ δημόσιο ταμείο Αθηνών. Δεν εργάσθηκε όμως εκεί καθόσον αποσπάστηκε στο Γενικό λογιστηριο του κράτους (Γ.Λ.Κ, Πανεπιστημίου 37) όπου παρέμεινε μέχρι την συνταξιοδότηση του. Ήταν προιστάμενος στο γραφείο ελέγχου των δημοσίων εσόδων του κράτους. Ανελίχθη ταχύτατα στον τέταρτο βαθμό του Τμηματάρχη Α που ήταν ο καταληκτικός (δεν κατείχε πτυχίο). Από τους συνάδελφους του ήταν αγαπητός και σεβαστός εξ’ου και το παρατσούκλι «παππούς» με το οποίο ήταν γνωστός. Το απόγευμα παρέδιδε μαθήματα . Από τον γάμο του απέκτησε μια θυγατέρα, την Ελένη-Μαρία (Ελμα) η οποία μετά τις γυμνασιακές σπουδές φοίτησε στο τμήμα σχεδιαστών της σχολής Δοξιάδη. Τα βράδια με ολιγομελή, εκλεκτή παρέα φίλων βρίσκονταν για ένα κρασάκι με μεζέ στην χασαποταβέρνα Κούβδου στην περιοχή Αγίας Ελεούσας. Τα πρωινά της Κυριακής πήγαινε είτε στα Λιμανάκια Βάρκιζας για ψάρεμα με πεταχτάρι είτε στα Μεσόγεια για χόρτα. Με ποιητικό ταλέντο ήταν λάτρης του χωριού, όπως αυτά προκύπτουν και από τα ποιήματα του που έχουν δημοσιευθεί στον Αρτοζήνο. Τα καλοκαίρια (διακοπές) βρισκόταν στο Ναύπλιο φιλοξενούμενος του ανιψιού του Βασίλη Πέτρου Σχίζα. Στα αγαπημένα συγγενικά πρόσωπα του ήταν μεταξύ των άλλων τα ανίψια του Βασίλης και Νικολέττα Κλεισούρα και τα τέκνα των δασκάλων Δημητρίου Σχίζα (Τάκης, Θάνος και Νίκος). Τον γνώρισα το 1966 και θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό για αυτό και την αγάπη που μου έδειξε ο ίδιος και τα μέλη της οικογενείας του (Ρένα και Έλμα).
Εν κατακλείδι μια πλήρως ολοκληρωμένη προσωπικότητα με τεράστια μόρφωση, καλοσύνη και ήθος. Επέστρεψε μαζί με την θυγατέρα του Έλμα στην Κρήτη (Μοίρες Ηρακλείου), όπου και απεβίωσε.
Ο Νικήτας αριστερά, με τα εξαδέλφια του Δημήτρη και Θόδωρο Σχίζα |
Στο βιβλίο του Βασ. Δάρα « ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΤΟΥ ΣΕΡΒΟΥ ΓΟΡΤΥΝΙΑΣ, Τόμος Α, σελ. 149, στο Κεφάλαιο Αγιος Κωνσταντίνος, διαβάζουμε»
Το θρησκευτικό μεγαλείο του πανηγυριού του Αγίοκωνσταντίνου, εκφράζει ο Σερβαίος νοσταλγός, Νικήτας Βας. Σχίζας, με τους παρακάτω στίχους.
Στο φύλλο 12 του Αρτοζήνου, είχε δημοσιεθεί και το ποίημα του Νικήτα με τίτλο "Ικέτης"
Γιάννης Κ. Μπόρας
Γιάννης Κ. Μπόρας