.Αναδημοσίευση από το βιβλίο του πατριώτη, συνταξιούχου δάσκαλου, Γεωργίου Ν. Παγκράτη.

 

Πολλοί είναι οι γνωστοί μου και οι  φίλοι μου. Άλλους τους γνωρίζω από πολλά χρόνια κι άλλους πρόσφατα. Το Διαμαντή όμως που θα αναφερθώ πιο κάτω δεν το γνωρίζω από παλιά αλλά  τώρα τελευταία

Πρόκειται για έναν νεαρό γύρω στα τριάντα. Φαίνεται για καλός και τίμιος. Νοίκιασε σπίτι κοντά στο δικό μας. Γνωριστήκαμε τυχαία σε μια φιλική γιορτή, μάλλον ταιριάξαμε και γίναμε φίλοι.

Ο Διαμαντής ήταν ανύπαντρος, αλλά δημόσιος υπάλληλος και μάλιστα πετυχημένος. Δεν είχε άλλα αδέρφια και ο καημός των γονιών και ειδικά της μάνας ήταν να τον δει παντρεμένο.

Μου το είχε εξομολογηθεί σε μια από τις συναντήσεις μας Καλά είμαι, καλά περνώ, έχω περιουσία, αλλά έχω και τη μάνα μου που γκρινιάζει. Μ’ έφαγε με το παντρέψου και παντρέψου. Δεν ήρθε φίλε μου ακόμα η ώρα. Πίστεψέ με. Μου φέρνουν γυναίκες με προξενιά, αλλά εγώ θέλω να κάνω τις επιλογές μου. Εγώ θέλω να τη βρω μόνος μου. Και θα τη βρω να ’σαι σίγουρος και γρήγορα μάλιστα. Ας τη μάνα μου να λέει

Αυτά μου είπε αλλά εγώ δεν ήξερα να του δώσω λύση. Η φιλία μας  συνεχίστηκε. Δεν πέρασε κανένας χρόνος κι ένα μεσημέρι χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μου. Δεν ήταν άλλως από το Διαμαντή. Με χαιρέτισε και μου έδωσε ένα προσκλητήριο γάμου. Τι είναι αυτό τον ρώτησα. Μου απάντησε χαμογελώντας Άνοιξε το και θα δεις μου είπε. Έφυγε ο Διαμαντής, άνοιξα το προσκλητήριο και τι να δω. Ο Διαμαντής παντρευόταν. Χάρηκα γιατί βρήκε την εκλεκτή της καρδιάς του. Χάρηκα γιατί θα ησύχαζε και η καλή του η μάνα η κυρα Πηνελόπη.

Φυσικά πήγα στο γάμο με την οικογένειά μου. Έγινε ωραίο μυστήριο στην εκκλησία και ύστερα θ’ ακολουθούσε τραπέζι και γλέντι σε κέντρο. Δεν ήταν και πάρα πολλοί οι καλεσμένοι. Ήταν όμως αρκετοί για να δημιουργήσουν μία  ευχάριστη ατμόσφαιρα. Άναψε το γλέντι για τα καλά. Έλαμπαν από χαρά γαμπρός, νύφη, κουμπάροι, γονείς και καλεσμένοι. Έφτασε το κέφι, ο χορός και το τραγούδι στα ύψη .Πολύ μεγάλο το χειροκρότημα από τους  παρακαθήμενους. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό λόγο για τους νεόνυμφους.

Ξαφνικά όλα σώπασαν. Πήγε ο γαμπρός για μια στιγμή στο μικρόφωνο και ζήτησε από τους παρευρισκόμενους να κάνουν ησυχία.

Ησυχία ζήτησε ο γαμπρός, ησυχία έγινε. Όλοι περίμεναν ν’ ακούσουν κι ήθελε να τους ειπεί. Εξ’ άλλου γαμπρός ήταν. Πραγματικά εκείνος δεν άργησε. Πήρε το μικρόφωνο κι άρχισε.

       - Αγαπητοί  φίλες μου και φίλοι μου, αγαπητοί μου καλεσμένοι σταμάτησα για λίγο το γλέντι για να σας πω και να μάθετε για μας μια  λεπτομέρεια που δεν ξέρατε. Τους είπε πρώτα ευχαριστώ γιατί τον τίμησαν με την παρουσία τους και στη συνέχεια τους μίλησε για την εκλεκτή του. Για κάτι που δύσκολα  πετυχαίνει κανείς  όταν ψάχνει να βρει νύφη.

Φίλοι μου, αγαπημένοι μου φίλοι συνέχισε. Πολλά χαρίσματα έχει η αγαπημένη μου. Γι’ αυτό εγώ τη διάλεξα .Καλοσύνη, νοικοκυροσύνη, αγάπη, καλό χαρακτήρα. Μα μάθετε και κάτι άλλο .Μάθετε ότι ταιριάξαμε με τη νύφη τη Διαμάντω κάτι σπουδαίο.

- Ποιο, ποιο ακούστηκαν  πολλά στόματα μαζί.

- Κάντε λίγη ησυχία και θα μάθετε είπε. Πώς με λένε εμένα αγαπητοί μου φίλοι;

- Διαμαντή ακούστηκαν πολλές φωνές

-Πώς λένε τη γυναίκα μου, τη νύφη;

-Διαμάντω ακούστηκαν πάλι φωνές.

Βλέπετε πως τα ταίριαξα. Να ένα κριτήριο, επιλογής της καλής μου.

Ένα χειροκρότημα ακούστηκε, μα τους σταμάτησε συνεχίζοντας.

-Μη βιάζεστε. Θα μάθετε κι άλλα .

Πέστε μου πως λένε τους γονείς μου;

-Βασίλη και Βασιλική ακούστηκαν ξαφνιασμένες φωνές .Κι ύστερα 

     ένα μπράβο… Μα εκείνος συνέχισε.

-Τα πεθερικά μου, πώς τα λένε καλοί μου φίλοι. Πέστε μου σας    

     παρακαλώ; 

-Ελευθέριο και Ελευθερία ακούστηκαν τώρα γέλια

-Μα και τον παππού μου και τη γιαγιά μου Κώστα και Κωσταντίνα δε τους 

λένε;

Έ αυτό πια παρά είχε ταιριάξει. Αν ήταν κριτήριο επιλογής του Διαμαντή, δεν ξέρω να σας πω. Πάντως το έζησα εγώ ο ίδιος που το ‘λεγε την ημέρα του γάμου του και μακάρι να ζήσουν τα παιδιά τους πολλά και ευτυχισμένα χρόνια μαζί

 

(XIM)


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Η διάνοιξη του δρόμου από τον Αγιώργη το Σαρά μέχρι το χωριό, μήκους 12 χιλιομέτρων έγινε το 1950. Οι Σερβαίοι διέθεσαν τις μερίδες τους από τη βοήθεια της UNRA που πουλήθηκαν για να συγκεντρωθούν χρήματα για την μπολντόζα. Επίσης δούλεψαν προσωπική εργασία όλοι οι ενήλικες του χωριού. Οι Αραπαίοι, επειδή είχαν να περπατήσουν μια ώρα παραπάνω από τους Σερβαίους, για να φθάσουν από το σπίτι τους στο έργο και μία να γυρίσουν, κοιμόσαντε το βράδυ εκεί που δούλευαν.