.

 

Στα παλιότερα χρόνια στα χωριά βλέπαμε να γυρίζουν πολλοί τσιγγάνοι πουλώντας την πραμάτεια τους.

Πολλές είναι οι ιστορίες που διηγούνται οι παλιότεροι μ’ αυτούς, που τις περισσότερες φορές οι τσιγγάνοι με τις πονηριές τους, τους έκαναν να πάθουν πολλές νίλες.

Όμως στο παρακάτω περιστατικό δεν ξεγέλασε η τσιγγάνα το Λεωνίδα, αλλά ο Λεωνίδας κατάφερε να ξεγελάσει την τσιγγάνα, σε σημείο που να το μετανιώσει η ίδια.

ΤΣΙΓΓΑΝΕΣΓύριζε η τσιγγάνα, η Σουζάνα με τη κόρη της σ’ ένα χωριό της Γορτυνίας. Κεφαλοχώρι ήταν και πίστευαν και μάνα και κόρη ότι θα πουλούσαν πολλά από τα εμπορεύματά τους. Όμως θες η χειμωνιά, θέλεις το κρύο, θέλεις ότι ήταν φτωχοί οι άνθρωποι και δεν είχαν, δεν κατάφεραν οι δυο τσιγγάνες να πουλήσουν τίποτα χτυπώντας τις πόρτες των κατοίκων του χωριού.

Στο τέλος χτύπησαν και την πόρτα του κυρ – Λεωνίδα, ενός απλού, ήσυχου αλλά έξυπνου ανθρώπου. Θυμάμαι έκανε πολύ κρύο, γιατί έτυχε να ήμουν εκεί. Άνοιξε ο ίδιος ο Λεωνίδας την πόρτα, τις είδε, τις έβαλε στο φτωχικό του.

Άνοιξαν τις πραμάτειες οι τσιγγάνες και τις παίνευαν. Όμως ο Λεωνίδας με τη γυναίκα του άκουγαν, ρωτούσαν για τιμές στο κάθε είδος, αλλά έλεγαν ότι ήταν ακριβά τα πράματα και δε θα έπαιρναν.

Οι καημένες οι τσιγγάνες ήθελαν να πουλήσουν κι άρχισαν να χαμηλώνουν τις τιμές. Ο κυρ-Λεωνίδας πάτησε το μάτι του στη γυναίκα του και σε μένα και συνέχισε λέγοντας ότι είναι ακριβά.

Κρύωναν οι καημένες γυρνώντας όλη τη μέρα. Ήταν απογευματάκι. Πλησίασαν στη σόμπα που έβραζε πάνω της μια κατσαρόλα με τραχανοχυλοπίτες.

Άρεσε η μυρωδιά του φαγητού. Ο κυρ-Λεωνίδας είχε πει να κεράσει τις γυναίκες τσιγγάνες, τώρα που έγινε το φαγητό, πρότεινε να τους βάλει η γυναίκα του να φάνε. Εκείνες στην αρχή έκαναν τις δύσκολες. Συζητούσαν για το αν αγοράσουν ο κυρ-Λεωνίδας και η γυναίκα του κάτι.

Στη γυναίκα του Λεωνίδα είχαν αρέσει δυο ωραία τραπεζομάντιλα. Είχε ρωτήσει μια τιμή, της φάνηκαν ακριβά, αρνήθηκαν. Όμως η μάνα τσιγγάνα κατέβασε την τιμή, αρνήθηκαν και πάλι την ξανακατέβασε.

Το φαγητό στο δωμάτιο μοσχομύριζε. Ξαναπρότεινε ο κυρ-Λεωνίδας στις τσιγγάνες να δοκιμάσουν τον τραχανά. Τελικά δέχτηκαν αλλά κατέβασαν κι άλλο την τιμή στα τραπεζομάντιλα. Το φαγητό τους φάνηκε πεντανόστιμο, πείναγαν φαίνεται οι καημένες. Τέλειωσαν το φαγητό, αλλά θέλοντας σώνει και καλά να πουλήσουν κατέβασαν κι άλλο την τιμή και πιο πολύ την ώρα που ήταν στην πόρτα να φύγουν. Τότε ο κυρ-Λεωνίδας είπε στη γυναίκα του να φέρει λεφτά και τα αγόρασαν και τα δυο τραπεζομάντιλα που είχαν οι τσιγγάνες. Έτσι εκείνες χαιρέτισαν κι έφυγαν και ο Λεωνίδας με τη γυναίκα του έμεινα ευχαριστημένοι γιατί έκαναν καλή αγορά. Μάλιστα έλεγαν ότι την πάτησαν οι τσιγγάνες γιατί στην τιμή του ενός πήραν δυο και ήταν πραγματική ευκαιρία.

Όμως η συνέχεια είναι διαφορετική. Την άλλη μέρα κατά τις δέκα το πρωί χτύπησαν πάλι την πόρτα του σπιτιού του κυρ-Λεωνίδα. Δεν είχαν τίποτα καινούρια πράγματα να πουλήσουν.

Τις καλημέρισε ο κυρ-Λεωνίδας και τις ρώτησε αν έχουν καινούρια πράγματα. Εκείνες απάντησαν ότι δεν έχουν κάτι καινούριο αλλά θα ήθελαν να πάρουν πάλι πίσω τα χρήματά τους ή να τους δώσουν άλλα πράγματα και να επιστρέψει ο κυρ-Λεωνίδας και η γυναίκα του τα τραπεζομάντιλα.

Ο κυρ-Λεωνίδας που πονηρεύτηκε ότι οι τσιγγάνες το μετάνιωσαν γιατί είχαν πουλήσει τα τραπεζομάντιλα σε πολύ χαμηλή τιμή χαμογέλασε και απάντησε.

-Δυστυχώς καλές μου κυρίες δεν τα έχω. Τα έστειλα στα κορίτσια μου κιόλας.

Οι τσιγγάνες δεν τον πίστεψαν. Επέμεναν ν’ αλλάξουν τα τραπεζομάντιλα, ο κυρ-Λεωνίδας δε δεχόταν με αποτέλεσμα να φύγουν στενοχωρημένες.

Το απόγευμα είχαμε πάλι τα ίδια. Πάλι έκαναν επίσκεψη οι τσιγγάνες στο σπίτι του κυρ-Λεωνίδα κουβαλώντας ένα ωραίο χαλί. Μα και πάλι ο κυρ-Λεωνίδας δε δέχτηκε.. Τώρα πείστηκε ακόμα μια φορά ότι οι τσιγγάνες το μετάνιωσαν και ότι είχαν πουλήσει πολύ φτηνά τα τραπεζομάντιλα.

Έφυγαν άπραγες και στενοχωρημένες οι τσιγγάνες. Όσο για τον κυρ-Λεωνίδα ήταν όλο χαρά. Τώρα αν βοήθησαν τα δυο ζεστά πιάτα τραχανά που έδωσε η γυναίκα του να φάνε οι δυο τσιγγάνες μάνα και κόρη, δεν ξέρω να σας πω.

Το σίγουρο είναι μετά απ’ αυτά ότι εκείνες που την πάτησαν τελικά ήταν δυο τσιγγάνες, μάνα και κόρη ενώ στις περισσότερες παρόμοιες περιπτώσεις συνήθως την πατάνε οι πολίτες και όχι ι τσιγγάνοι.

 

(χιμ)

            


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.