Κάθε βραδάκι περπατώ, ανηφορίζω στο χωριό.
Μπαίνω στο καφενεδάκι, χρόνια τόχω το μεράκι.
Βρήκα τον καθηγητή, στου καφενείου την αυλή.
Μιλάω στον καθηγητή, που έχει ιδρύσει μια σχολή.
Έχει ιδρύσει μια σχολή, για όσους δεν ξέρουν δηλωτή.
Τον Παναγή το Μαραγκό, δεν έχει άλλον το χωριό.
Γράφουμε για τη σχολή, Θέλω να μάθω δηλωτή.
Παίζουμε κάνα χαρτάκι, μας διαβαίνει το μεράκι.
Παίζουμε τη δηλωτή, ποιος θα χάσει, ποιος θα βγει.
Ρίχνω τον άσο τον καρό, τον αρπάζει με ένα ευχαριστώ.
Ρίχνω το δύο το σπαθί, Το χέρι του γίνεται αστραπή.
Παίρνω το δέκα το καλό, να σταματήσει το κακό.
Οι ντόπιοι μες το μαγαζί, βοηθάνε τον κυρ-Παναγή.
Θα βγούμε στα εξήντα ένα, τα μάτια μου δακρύζουν αίμα.
Σαν τελειώνει η παιξιά, μετράμε τώρα τα χαρτιά.
Πρώτος μετράει ο Παναγής, γιατί έχει και από μια ξερή.
Πόντους μετράει 7, 8, 9 και μια ξερή δεκαεννιά.
Εγώ μετρώ χαρτιά δεκαοχτώ, κοιτώ την πόρτα που θα βγω.
Έτσι διαβαίνει η ζωή, στο κεντρικό το μαγαζί.
Ποίημα: του Γεωργίου Σχίζα (Αρφάνη)