Χαμόγελα ζεστά της άνοιξης.
Κορίτσια δεκατέρω χρονών.
Σχολειό κι αινίγματα,
παιχνίδια… όνειρα…
Η Πόπη η μαυρομάτα κι η ξανθή Ρηνιώ.
Στα πρώτα τους τα τρεμουλιάσματα.
Κρυφά στενάγματα στο δειλινό…
«Λυσίου Λόγοι»… κούκλες…
Αχ τα σύνορα,
διαβαίνανε, των δεκατέσσερω χρονώ.
Κάπου ένα δάκρυ’ αλλά κελάηδημα,
γλυκό η ζωή των αηδονιών.
….Γκέο – Βαγκέο…
Βάσανο το διάβασμα…
μα τι γλυκειά η ματιά των αγοριών.
ψέματα ζωή! Ποιος να περίμενε
το χάρο μες στον κεραυνό…!
Και θέ μου΄
καίει την ομορφιά την άγουρη,
της άνοιξης των δεκατέσσερω χρονών…!
Κορδέλες… Ξαφνιασμένα πρόσωπα
κάτω απ΄ τα μάτια τα κλειστά τον ουρανό,
σα να ρωτούσαν:
Μα, σε βρίσκει ο θάνατος,
σαν είσαι μόνον δεκατέσσρω χρονών;
………………………………………………………..
Δυό παπαρούνες κάθε Μάη στα μνήματα,
κι ώχ, κάθε πρωτοβρόχι…Μακρυνό,
ένα σκοπό μου φέρνει,
-όλο παράπονο-
…. Η μαυρομάτα η Πόπη κι η ξανθή Ρηνιώ….