Της Κυριακής απόγιομα. Βροχή...
Καίει την καρδιά μου σαν καρφί στ’ αμόνι.
Ζητιάνα στα κουρέλια η ψυχή,
κι η κάμαρα στενή, και με παγώνει.
Της Κυριακής απόγιομα. Σιωπή...
Το τίκι - τακ του ρολογιού μας μόνο.
Φάντασμα η ώρα, στάθηκεν εκεί,
πάνω στον έρημο στενό μας δρόμο.
Της Κυριακής απόγιομα. ’Αχ αργεί,
να φύγει η συννεφιά. Να ξαστερώσει...
Λες, ήλιος πια ποτέ του δε θα βγει
καμμιά Δευτέρα δεν θα ξημερώσει...
Της Κυριακής απόγιομα. Καημός...
— παιδιάτικές μου Κυριακές... Μαγεία... !—
...Φύγανε χελιδόνια και καπνός...
πένθιμη μακρινή μιά συνοδεία...
(ΧΔ)