Κι’ εσύ, στ’ αλήθεια, κάποτε
τότε πού ξέχωρα έστεκες
με όνειρα εξαίσια, είχες ξεκινήσει.
Κι’ είχες ψυχή απαλή σα λούλουδο
Κι’ ήταν η σκέψη πάλευκη λουσμένη μέσ’ στο φως.
Τότε...
(τι όνειρο πλάνο!)
Πανώρηα τα μελλούμενα π’ αγνάντευες
Κι’ άπλετο πόθον ένιωθες
το μύρο της ανθρώπινης αγάπης σου
τριγύρω να σκορπάς.
Και τώρα...
Τώρα κραυγές καημού κι’ οδύνης
κραυγές απελπισμένες
βγαίνουνε από τα χείλη σου,
χείλη πλασμένα για χαμόγελο
για ύμνο στην Ομορφιά.