Γοργό κυλά το δειλινό, πέφτει κοφτό τ' αγιάζι,
της μέρας αχνοφέγγουνε θαμπές οι αναλαμπές,
σύγνεφα στον ορίζοντα, τριγύρω σκοτεινιάζει
κι’ απλώνεται μια γκριζωπή φοβέρα στις ψυχές.
Αθώρητα και μυστικά στην έξαψη του πόνου
μύριες υπάρξεις τρυφερές κυλιούνται με καημό
και ρυθμικά, κάθε καρδιά, μ' έναν κρυφό παλμό,
καθώς ρολόϊ, γοργομετρά το κύλισμα του χρόνου.
Το δειλινό ξεψύχησε, κοφτό πέφτει τ’ αγιάζι,
αργό το κλάμα της βροχής ολόγυρα αντηχεί
Κι’ όσο αν η ελπίδα μυστικά μες στην καρδιά φωλιάζει
τον πόνο της, ανήμπορη, θρηνεί κάποια ψυχή.