Νύχτες φεγγαροφώτιστες,
ονείρατα ιριδένια,
τώρα π' αργοδιαβαίνετε
μακριά ’π’ την κάθε μου έννοια
κι’ οι αναλαμπές σας πέφτουνε
τριγύρω μου κι’ εντός μου
σα σκιές άπιαστες — είδωλα
ενός αιθέριου κόσμου —
τώρα που στ’ άχροα μάγουλα
νιώθω γλυκά και πάλι
φιλήματα απ’ ολόδροσο
λικνιστικό μαϊστράλι,
νύχτες φεγγαροφώτιστες,
ώ, μην ξημερωθείτε
κι’ απ’ το' το θλιμμένο βλέμμα μου
ποτέ να μη σβηστείτε.
Μ’ αν είναι τούτο χίμαιρα,
μια κι’ οι στιγμές διαβαίνουν
κι’ αφού όλα δω τ’ ανθρώπινα
χάνονται, αργοπεθαίνουν,
όταν κι’ εσείς, ώ νύχτες μου,
σαν όραμα χαθείτε,
με τ’ άχραντο κρινόπεπλο
της θύμησης ντυθείτε.
Των αναμνήσεων η πομπή
συχνά θα ξεπροβάλει
κι’ έτσι μες στη χρυσόφτερη
του ονείρου δροσαγκάλη,
θα μένουν αλησμόνητες
η χάρη κι’ η ομορφιά σας,
απέθαντη θα υψώνεται
στη σκέψη μου η θωριά σας,
ώ, νύχτες φεγγαρόφωτες,
ονείρατα ιριδένια,
πρωτόγνωρα σκιρτήματα,
μέθη μενεξεδένια.