Βαρεί ο Μπερδούσης τον αητό
και τραγουδάει κι ατός του.
Εδώ στη στράτα στο μπωχό
με το Θανάση θα πιαστώ
για να στηθεί ο χορός του.
.
΄Εεεχ... Παναγιά μου, θα σφαγώ
με τα τσακίσματά του.
Ξεσήκωσ΄ούλο το χωριό
κι ο ήλιος στο καμπαναριό
έδεσε τ΄αλογό του.
Κι όχ μαχαλά σε μαχαλά
ξεπόρτισαν οι τσιούπες.
Ανηφορίζουν, ροδολούν,
λοξοτηράνε και γελούν
ρακή γιομάτες κούπες.
.
Ενάγυρα στ΄αγναντερά
μπαλκόνια, παραθύρια,
νιες άλλες είν΄ακουμπηστές
γελούμενες και πλουμπιστές
σεβτάδων θυμιατήρια.
.
Κοντοσιμώνιουν στο χορό
τα νιάτα απ΄τις ταβέρνες.
Και ξεθαρρεύουνε και οι νιες
και στέκουνται δυο πιθαμές
από της γης οι φτέρνες.
.
Βάρει, Μπερδούση, μερακλή...
Φιού!... Χόπα!... Πάει ο χάρος!
Σαν τούτη μέρα κι 'αλλη μια
να ήταν να πιάνουν γνωριμιά
ο φίλος κι ο κουμπάρος.
.
Πως να γινόταν να πιαστώ
Σε μαυρομάτας χέρι...
Η πλεξίδα ναν δεντρογαλιά
Και πέλαγο η αγκαλιά
Που τη φιλεί τ΄αγέρι.
.
Νυφοδιαλέγουν οι γονιοί
με παιδεμένο μάτι.
Κερνάει μεζέ, κερνάει καρσί
με την οκά με τη μισή
τσοπάνης τον εργάτη.
.
Αδελφωμένοι, αγκαλιαστοί
Ω χωριανοί, ώ τραγούδια!
Ώ γλυκερή αναθυμιά
Παλιών καιρών καλούδια!
.
Χάι φουντωμένη λεβεντιά,
κρουστά, μεστά μεδούλια.
Νύχτωσε λίχνο σου κρατώ,
τ΄άστρα στολίδια σου να ιδώ
κορώνα σου την πούλια.