Τον περασμένο χρόνο ο συγχωριανός μας Θάνος Δημ, Σχίζας (Του δάσκαλου), έστειλε άρθρο στην εφημερίδα και ιστοσελίδα μας με εισήγηση να γίνει λαογραφικό Μουσείο στο χωριό, Παλιά ιδέα και στόχος που ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει ληφθεί απόφαση για την υλοποίησή του, Θυμήθηκα το άρθρο του Θάνου την ημέρα που έφυγε για τον Παράδεισο’
Με δεδομένο την προοπτική ίδρυσης, στον κάτω όροφο του Πολιτιστικού Κέντρου, του Μουσείου, όταν ανακαίνισα το σπίτι μου στο χωριό, έκρινα σκόπιμο να φυλάξω ως μελλοντικά εκθέματα μερικά αναχρηκά του σπιτιού, και προπαντός το γιούκο της μάνας μου.
Η ονομασία "Γιούκος" προήλθε πιθανώς από την Τουρκική λέξη yuk, που σημαίνει σωρό από χοντρά ρούχα, σκεπάσματα και στρωσίδια.
Ο γιούκος στο σπίτι μας ήταν στη μεγάλη σάλα του πρώτου ορόφου, Η βάση που «χτιζόταν» σε ένα από τα δύο καρυδένια μπαούλα (προίκα της μάνας μου), Μέσα στο μπαούλο από ότι θυμάμαι υπήρχαν τα συμβόλαια του σπιτιού και των χωραφιών μας, κάποια ρούχα ιστορικά, όπως φουστανέλλα, γυναικείο φέσι της προγιαγιάς μου ,κεντήματα σεντόνια , μεταξωτά μαντήλια (τις μεσσήνες), και τις προπολεμικές γραβάτες του πατέρα μου, οικογενειακές φωτογραφίες κ.λ.π
Ξεχωριστή θέση μέσα στο ειδικό συρταράκι στο εσωτερικό του μπαούλου, υπήρχαν μία ασημένια πουδριέρα, και ένα άδειο μπουκάλι από κολόνια (ΜΕΝΟΥΝΟΣ), δώρα του πατέρα μου στη μάνα μου όταν αρραβωνιάστηκαν το 1939, και παντρεύτηκαν την πρωτοχρονιά του 1940. στο χιονισμένο χωριό μας Σέρβου.
Επάνω στο μπαούλο με μαστοριά και λεπτομέρεια χτιζόταν ο γιούκος με , φλοκάτες, ανδρομίδες, σαϊσματα, μπαντανίες, κιλίμια, κουβέρτες υφαντές στον αργαλειό, σεντόνια, μαξιλάρια, κεντητά ταγάρια κ.λ.π, Ήθελε μαστοριά το χτίσιμο του γιούκου, διότι αν χτιζόταν στραβά έγερνε και έπεφτε, οπότε πάλι από την αρχή. Ένα μεγάλο λευκό και πάντα καθαρό σεντόνι, καρφιτσωμένο με παραμάνες, που όμως δεν ήταν ορατές, τον σκέπαζε και τον τύλιγε πολύ προσεγμένα, τον προφύλασσε από τη σκόνη και τους λεκέδες των εντόμων, κάλυπτε κάθε ατέλεια, δεν «κρέμαγε».
Εκτός από τα υφαντά, στο γιούκο η μάνα μου έβαζε μαζί και τα λίγα «αγοραστά» σκεπάσματα, π.χ. παπλώματα, μάλλινες ή ημισυνθετικές κουβέρτες, σε σημείο και με τρόπο που να φαίνονται περισσότερο.
Σχεδόν πάντα ανάμεσα στα ρούχα έκρυβε και χρήματα, που τα ήξερε μόνο η ίδια, και τα είχε για το γυρολόγο, τον καλαντζή, το μάστορα, ή και για οποιαδήποτε άλλη άμεση ανάγκη του σπιτιού.
Θυμάμαι κάθε χειμώνα η μάνα μου έστεινε τον αργαλειό (Λάκκο τον λέγαμε στο χωριό) δίπλα στο τζάκι και ύφαινε τις φανταχτερές κουβέρτες και κιλίμια, ολόλευκα σεντόνια, κουρελούδες, ταγάρια κλπ. Λόγω του πολύ χειμωνιάτικου κρύου, σε ένα μικρό μαγκάνι, έβαζε αναμμένα κάρβουνα από τη φωτιά του τζακιού κοντά στα πόδια της ώστε να ζεσταίνεται η ίδια, γιατί καθιστή στην ίδια θέση για πολλές ώρες έκανε το κρύο πολύ περισσότερο αισθητό.
Μια φορά το χρόνο, τους πρώτους καλοκαιρινούς μήνες γινόταν το «γκρέμισμα» του γιούκου, και έβαζαν τα ρούχα στον ήλιο να αεριστούν, και να μην τα τρώει ο σκώρος.
Θοδωρής Γ. Τρουπής (Γκράβαρης)