Γ. Δ. Βέργου

Έφυγε από τη ζωή η Ελένη του Νίκου Παπαθωμόπουλου (Παυσανία) και της Βασίλως του Αγγελή Δημόπουλου.  Ο Αγγελής ήταν αδερφός του αείμνηστου Γιατρού Ιωάννη Δημόπουλου, και  διέμενε στα Σαρλέικα, όπου είχε τα κτήματά του. Εγώ  με την Βασίλω είμαστε πρώτα ξαδέρφια, από την πλευρά της μάνας μου.

Η Ελένη γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1949, περί το τέλος του εμφυλίου, που όλα ήσαν κατεστραμμένα  και ο αγώνας για επιβίωση τεράστιος. Τα πρώτα χρόνια του εμφυλίου  θυμάμαι την  αναγκαστική επιστράτευση του πατέρα της  από τον λεγόμενο Δημοκρατικό Στρατό και στη συνέχεια την απόδρασή του,  μετά από 2-3 μήνες. Θυμάμαι που ήρθε νύχτα στο χωριό ο Νίκος και η  γυναίκα του η Βασίλω  αναστατωμένη ήρθε  στο σπίτι μας και μας ξύπνησε. Με κλάματα μας είπε  να πάμε  γρήγορα στο σπίτι τους  γιατί θα  έφευγαν όλοι (παππούς γιαγιά) και ο Τάσος  μωρό (μηνών), για τη Δημητσάνα, ως ανταρτόπληκτοι. Να  πάρουμε από το σπίτι  τους   ότι μπορούσαμε  γιατί θα φτάνανε οι αντάρτες και θα το αδειάζανε!  Αυτοί θα έφευγαν με τα πόδια μέσα στο κρύο και το πολύ χιόνι για τη Δημητσάνα,  μαζί και με άλλους πατριώτες.  Έτσι και έγινε.   Πήραμε πράματα και ζωντανά (κότες κλπ) και όταν γύρισαν από τη Δημητσάνα περί το τέλος του εμφυλίου, τους τα επιστρέψαμε. 

  Όμως, τα βάσανά σας Ελένη δεν τέλειωσαν εδώ. Οι κακουχίες και η ανέχεια οδήγησα τον πατέρα σου, λίγο διάστημα μετά, στο Ασκληπιείο της Βούλας, με σοβαρή αρρώστια (σπονδυλίτιδα), όπου νοσηλεύτηκε πάνω από 4 χρόνια. Η μάνα σας τι να έκανε; Σας άφησε στη γιαγιά Ελένη (Τασίνα) και πήγαινε όπου έβρισκε δουλειά να μπορέσει να τα βγάλει πέρα, να στείλει χαρτζιλίκι στο μπαμπά και να φτιάξει και ένα πιάτο φαγητό να φάτε. Δουλειές τότε ήταν μόνο αγροτικές και στο χωριό μας σπάνια υπήρχαν. Γι’ αυτό πήγαινε στα γύρω χωριά και μέχρι το Λεβίδι θυμάμαι,  είχε πάει για να θερίσει.

   Εσύ κι’ ο Τάσος, είχατε γίνει μπαλάκι,  πότε στη γιαγιά Ελένη, πότε στα Σαρλέικα στον παππού Αγγελή και τη γιαγιά Χριστίτσα. Κάποτε βρέθηκα εκεί για κάποια δουλειά που με είχε στείλει  ο πατέρας μου (ήμουν 14-15 χρονών), και σας βρήκα εκεί.  Μου πρότεινε ο παππούς με το θείο Μήτσο, να σας πάω στο χωριό μας να γλυτώσουν κι’ αυτοί το δρόμο. Είχα κάτι να φορτώσω στο μουλάρι και σας έβαλα μεταξύ στο φόρτωμα με σακιά, σας έδεσα μην μου πέσετε και σας πήγα στο χωριό. Θα είσαστε 2 έως 4 χρόνων. Απόσταση 3-4 ώρες.

Εκείνη την εποχή (1952-53)   θυμάμαι  που ο Τάσος έπαιζε με άλλα παιδιά στην πλατεία της Εκκλησίας   και έπεσε κάτω από την ταράτσα στη γωνία κοντά στην καμπάνα. (Τότε δεν υπήρχαν προστατευτικά κάγκελα).  Το ύψος είναι πάνω από τέσσερα-πέντε μέτρα. Είχε Άγιο  και δεν χτύπησε.      Θυμάμαι ακόμη που αρρώστησες  εσύ πολύ σοβαρά, περί το 1956-57,  και ήρθε ο Χρήστος Δάρας  από την Αθήνα (αδερφός της γιαγιάς σου) μαζί με το γαμπρό του Αντώνη Παπαντωνόπουλο, (ας είναι αιωνία τους η μνήμη), που είχε αυτοκίνητο και σας έφερε στην Αθήνα και νοσηλεύτηκες στο Νοσοκομείο Παίδων. 

   Αφού ο πατέρας σου  όμως αργούσε στο Νοσοκομείο, η  μάνα σου  αποφάσισε να μετακομίσετε στην Αθήνα,  για να φροντίζει και τον νοσηλευόμενο. Στην Αθήνα εργαζόταν όπου έβρισκε δουλειά για να τα βγάλει πέρα. Κατάφερε και βρήκε δουλειά σε μια Φαρμακοβιομηχανία κοντά στο σπίτι σας. Από εκεί πήρε και τη σύνταξή της.  Εσύ και ο Τάσος τελειώσατε το δημοτικό και έπρεπε να πάτε στο εξατάξιο Γυμνάσιο. Ο μπαμπάς, στο μεταξύ,  είχε βγει από το Νοσοκομείο γύρω το 1957-1958, αλλά δεν ήταν σε θέση να εργαστεί. Τα χρήματα που έβγαζε η  μάνα σας  δεν έφταναν για τα απαραίτητα. Έπρεπε να δουλέψετε  και εσείς.  Γι’ αυτό, το σχολείο μπήκε σε δεύτερη θέση. Πιάσατε δουλειά, πρώτα ο Τάσος το 1961 κι εσύ ένα-δυο χρόνια αργότερα. Εσύ σ’ ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας, να κάνεις διάφορες βοηθητικές δουλειές  και  κάτι ανάλογο έκανε κι’ ο Τάσος.   Αξιέπαινες πράξεις  υψηλού συμβολισμού, που δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα των νέων.

   Όμως δεν παρατήσατε το σχολείο. Γραφτήκατε σε νυχτερινό Γυμνάσιο και από αυτό αποφοιτήσατε.  Λίγοι τα κατάφεραν σε νυχτερινά σχολεία να αποφοιτήσουν. Στο διάστημα αυτό, καταφέρατε  με πολύ αγώνα να φτιάξετε και δικό σας σπίτι.  Όταν ο πατέρας σας συνήλθε λίγο από την αρρώστια, διορίστηκε νεοκώρος στη νεόχτιστη Εκκλησία του Προφήτη Ηλία, που εκεί έγινε και η εξόδιος ακολουθία της ταφής σου.

   Το 1971-1972 γνώρισες τον αείμνηστο αγαπημένο σου Δημήτρη Σκυλοδήμο. Παντρευτήκατε,  αποχτήσατε τον αγαπημένο σας Δημοσθένη το 1973 και η ζωή σας κυλούσε καλά. Δουλεύατε κι’ εσύ και Δημήτρης. Η Μοίρα όμως πάλι σας κυνήγησε. Το καλοκαίρι του 1977 στο εργοστάσιο που δούλευε ο Δημήτρης έγινε έκρηξη μιας φιάλης προπανίου. Ο άτυχος που σκοτώθηκε ήταν ο Δημήτρης. Αιωνία του η μνήμη. Εσύ ήσουν μόνο 27 ετών. Δεν  έφτιαξες ξανά τη ζωή σου, αποφάσισες να μεγαλώσεις το μοναχογιό σου, το Δημοσθένη,  μόνη σου κάνοντας τη μάνα και τον πατέρα να μην του λείψει τίποτα.   Ηρωική  απόφαση. 

   Τότε κατάφερες  με την αξία σου να προσληφθείς στην Τράπεζα Εργασίας. Έφτασες σε υψηλές θέσεις και για πολλά χρόνια ήσουν Διευθύντρια καταστημάτων, θέσεις που πολλοί άλλοι με πιο πολλές γνώσεις και σπουδές δεν τα κατάφεραν.    Από εκεί πήρες τη σύνταξή σου και ευτύχησες να παντρέψεις το γιο σου με την αγαπημένη του Χρύσα. Έφτιαξες μαζί με το Τάσο το σπίτι στο χωριό και όσο ζούσε η μάνα σου δεν έλειψες κανένα καλοκαίρι και πολλές φορές και το Πάσχα, πάντα παρέα μαζί σας και με τα παιδιά σας. Από τότε που έφυγε η μάνα σου, δεν έλειψες κανένα καλοκαίρι να μην βρεθείς στο χωριό. Ήσουν από τους πρώτους που πήγαιναν  και από τους τελευταίους που έφευγαν. Ήσουν πάντα στις συνελεύσεις  και εκδηλώσεις του Συνδέσμου μας παρούσα και είχες χρηματίσει και μέλος του ΔΣ και με έντονη δράση.

    Η τύχη όμως πάλι δεν σου φέρθηκε καλά, να χαρείς ότι έφτιαξες. Η υγεία σου επιβαρύνθηκε από διάφορα προβλήματα, άλλοτε μικρά, άλλοτε μεγαλύτερα. Το καλοκαίρι του 2023 στο χωριό που έφυγε η αδερφή μου Κατερίνα, αιφνίδια, στεναχωρήθηκες πάρα πολύ. Που να φανταστείς, όχι μόνο εσύ, αλλά όλοι μας, ότι η ίδια τύχη περίμενε κι’ εσένα.  Ήρθαν τα Χριστούγεννα. Είχες κάποιες μικρές ενοχλήσεις με την καρδιά σου. Έκανες εξετάσεις, σου πρότειναν να κάνεις μια επέμβαση  "ρουτίνας"  όπως  συνήθως λένε οι Γιατροί. Πήρες τη γνώμη όλων και αποφάσισες να την κάνεις. Που να φανταστείς, όχι μόνο εσύ και όλοι μας, όσοι ξέραμε για την επέμβαση ότι δεν θα σε βλέπαμε  ξανά ζωντανή.  Ταλαιπωρήθηκες σχεδόν  δυο μήνες, όχι μόνο εσύ αλλά και ο Δημοσθένης με τη γυναίκα του κι’ Τάσος με την οικογένειά του.

   Αυτά τα λίγα είχα να πω Ελένη για σένα.

Στο Δημοσθένη, τη Χρύσα, τον Τάσο και την οικογένειά του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια

και σ’ εμάς τους υπόλοιπους συγγενείς εύχομαι να είμαστε όλοι καλά να σε θυμόμαστε.

  Ας είναι Αιωνία σου η μνήμη και  καλό παράδεισο.


Εικόνες από το χωριό