Hταν ημέρα του Φθινοπώρου, καιρός μουντός από το πρωί ψιλόβρεχε, το πήγαινε πρι-πρι.
Ωφέλιμος για τα χωράφια, για τα σπαρτά, που όμως δυστυχώς δεν είχαν σπαρθεί.
Πώς να σπαρθούν; Οι άντρες στον πόλεμο, οι γυναίκες, οι γέροι τα μικρά παιδιά, είχαν την θέληση να σπείρουν, δεν είχαν τα μέσα και την δύναμη !
Πόσο χωράφι μπορούσαν να σκάψουν με τον κασμά;
Τα μουλάρια που ήταν χρήσιμα για το όργωμα και το σπαρτό, τόσο πολύ μυαλό είχαν οι τρανοί, που τα επιτάξανε όλα και τα έστειλαν και αυτά για ήρωες στο πόλεμο για την ελευθερία της πατρίδας!
Στον πόλεμο του 40, ηρωικά και αυτά να πέσουν!
Αλλά ούτε εκεί προσέφεραν πολλά, δεν πρόκαναν.
Για εκεί που θα ήσαν χρήσιμα, το όργωμα για να ζήσει ο κόσμος, δεν τα άφησαν, τα περισσότερα ψόφησαν από την πείνα και τις κακουχίες μέχρι να φτάσουν στο Αιτωλικό.
Δεν έπαιρναν για το πόλεμο, οι απρογραμμάτιστοι μόνο τα μισά μουλάρια του χωριού;
Δεν άφηναν τουλάχιστον τα άλλα μισά ; Και να τα επιτάξουν για κοινωνική προσφορά;
Να σπείρουν όσα περισσότερα χωράφια μπορούσαν για να έχουμε παραγωγή σιταριού, κριθαριού, τροφίμων.
Έκαμαν τότε οι άμυαλοι, αυτό το κακό και έτσι έπεσε η μεγάλη πείνα από την έλλειψη σιτηρών!
Αυτά γινόταν τότε, τα ίδια, αλλά με διαφορετικό τρόπο, γίνονται και τώρα από τις λάθος αποφάσεις των ηγετών και τα λάθη και την στραβιά καθοδήγηση του λαού!...
Και ο λαός πάντα υπόφερε και υποφέρει από τις κουταμάρες και τις αποφάσεις των άλλων! Και πληρώνει τα ...σπασμένα!
Τα σύννεφα ομίχλης, πήγαιναν και ερχόντουσαν ανακατωμένα στον ουρανό, η καταχνιά ανέβαινε από του Γκερμάζι στην πλαγιά του χωριού και σιγά, σιγά το σκέπαζε. Η αντηλιά του ηλιοβασιλέματος, που σε άλλη περίσταση και εποχή θα ήταν η ομορφιά η πορφυρή μαγεία του ουρανού, τώρα τον έκανε το φόβητρο της φωτιάς.
Φωτιά πολέμου, φωτιά καταστροφής και συμφοράς! Φωτιά, φόβου, τρόμου και θανατικού!
Πόλεμος!... Ακόμα και οι Θεοί κρύβονται!
Η καταστροφή του πολέμου έχει αφήσει τα αχνάρια της!...
Η πείνα μεγάλη, η ανέχεια υπαρκτή !
Το ψωμί, σπάνιο είδος πολυτελείας ανύπαρκτο!
Το βελάνι τα αγκόρτσα και τα λάχανα και αυτά τελειώνουν, λάδι ούτε σταγόνα, αλάτι σπάνιο !
Πού να το βρουν και με τί ζώο να το μεταφέρουν;
Τα ζώα έπεσαν και αυτά σαν ήρωες για την ιδέα την μεγάλη, την λευτεριά της πατρίδας!
Ζαλιά έφερναν το αλάτι από το Κατάκολο.
Η φτώχεια, η ξυπολυσιά, η γύμνια, ήταν απελπισία και συμφορά μεγάλη.
Από οτιδήποτε υπήρχε ανάγκη, από ποδεμή, από ντυμασιά, από τροφή.
Εμπορεύματα και τρόφιμα λιγοστά!
Η μαύρη αγορά οργίαζε στον μεγαλείο της, το κράτος ανύπαρκτο, οργάνωση καμία, κοινωνία σε αποσύνθεση.
Όποιος μπορεί, μπορεί !...
Και μόνο το συναίσθημα και η ανθρωπιά λειτουργούσε, όσο λειτουργούσε, και επιβίωσε ο άνθρωπος!
Φιλότιμο!.... Φιλότιμο!... και μόνο ο φόβος [το σέβας ] Θεού!... μόνο γλύτωσε τότε τον άνθρωπο!... και έμεινε ανθρώπινο κεφάλι πάνω στην πλάση.
Το κράτος είχε καταλυθεί!..... Γερμανική κατοχή!
Ο γέρο Νύσιος, από την κάτω μεριά του χωριού, επήρε την μαγκούρα του, έβαλε το ρασάκι του ριχτά και ανηφόρισε σιγά-σιγά, περνώντας από όλη την συγγένεια να ιδεί και να μάθει τι κάνουν και πως μπορούσε να τους είναι χρήσιμος στην ανάγκη τους.
Ήταν άνθρωπος καλοκάγαθος, καλοσυνάτος, της βοήθειας, της ορμήνιας, της υπομονής και της μπέσας.
Ο μπάρμπα Νύσιος ήταν αγαπητός από όλους.
Για όλους πάντα έλεγε τον καλό τον λόγο και δεν ήθελε ποτέ του το κακό, το άδικο.
Πέρασε και από του φίλου του, του Θανασιού το σπίτι, τον φιλέψανε εκεί ένα τσίπουρο και στυλώθηκε η καρδιά του.
Ο Θανασιός είχε καζάνι που έβγαζε το ρακί και πάντα υπήρχε κάτι τις στην άκρη για φίλο, για συγγενή, για περαστικό για φίλεμα!
Μετά τράβηξαν μαζί με τον φίλο του τον Θανασιό, το υπόλοιπο δρόμο της ανηφόρας για την αγορά να μάθουν τα νέα.
Τα νέα τότε μεταφερόσαντε από στόμα σε στόμα και το νέο ήταν παλιό, όταν το μάθαιναν, αλλά την ώρα που το μαθαίνεις, τότε για σένα είναι νέο.
Μπήκαν σε όλα τα μαγαζιά τα οποία ήσαν άδεια από εμπορεύματα, μόνο λίγο κρασί και ρακή ήταν το εμπόρευμα.
Η πληρωμή γινόταν με το δεφτέρι και τον κατάλληλο καιρό, με το είδος, το κατσίκι, ή το τυρί.
Τα χρήματα σπάνια ! Και εκείνα, Ράλικα!..
Δεν τα κοίταγε κανένας, μόνο η χρυσή λιρίτσα είχε πέραση! Αλλά ποιος την είχε;
Πέρασαν από όλα τα μαγαζιά και μπήκαν στο μαγαζάκι του Θοδωρή του Αλούπη που ήταν και τσαγκάρικο, έβαζε καμιά προκαδούρα σε καμιά αρβύλα και καμιά σόλα στην βακέτα, τα παπούτσια.
Καινούρια παπούτσια, ποιος είχε την δύναμη, λεφτά να φτιάξει ; Δεν υπήρχαν και υλικά!
Εκεί βρήκαν μερικούς νεαρούς άνδρες που για να ζήσουν έκαναν μικρεμπόριο από ρούχα στρατιωτικά, παπούτσια, αρβύλες στρατιωτικές, σταφίδα, αλάτι.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου και την κατοχή της χώρας από τους Γερμανούς οι υπεύθυνοι των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αντί να ανοίξουν τις αποθήκες εφοδιασμού και να πάρει ο κόσμος τις προμήθειες από ότι υπήρχε, έκλεισαν τις αποθήκες και τις κατέλαβε με ότι υπήρχε ο Γερμανικός στρατός.
Το πολεμικό υλικό, τα τρόφιμα τα χρησιμοποίησε για τον στρατό του, τον ρουχισμό τον αντάλλαξε με τρόφιμα και έτσι τα στρατιωτικά ρούχα παντελόνια, χιτώνια, χλαίνες, άρβυλα, πουλιόντουσαν, αντιπραγματευτικά στην μαύρη αγορά.
Εκεί κάθισαν.
Ο Γερονύσιος κέρασε τα παιδιά μία οκά κρασί και έβγαλε από το τσεπάκι του ρασακιού του τις δεκαρούλες τις τρύπιες που είχε, τις μέτρησε και πλήρωσε το κέρασμα.
Ένα παιδαρέλι που έκανε τον εμποράκο, έδειξε στον γέροντα την χλαίνη την στρατιωτική και την άλλη πραμάτεια.
Ο γέροντας κοίταξε τα πράγματα, δεν είχε όρεξη να αγοράσει.
Ο εμποράκος περισσότερο για να πειράξει τον γέροντα, να καλαμπουρίσουν και όχι για να πουλήσει, έπιασε την χλαίνη την έβαλε γύρω γύρω από την καρέκλα την κούμπωσε και την έστησε όρθια!
Μετά είπε:
- Ωραίο πράμα στητό, στητό, του κουτιού, χαρά σε αυτόν που θα την πάρει!...
Ποιός θα είναι ο τυχερός να ζεσταθεί το κοκαλάκι του; Ποιός ; Ποιός;
Κανένας δεν μίλαγε και όλοι κοιτούσαν!
Ο Γερονύσιος και η παρέα του έπιναν σιγά, σιγά, γουλιά, γουλιά, σαν την κοινωνία το λίγο κρασάκι και συλλογιζόταν, λιγομίλητοι τις συμφορές του πολέμου!
Και με το κρασάκι προσπαθούσαν να τους λυθεί ο κόμπος από τον λάρυγγα, δεν θέλανε να ιδούν τα μάτια τους αυτές τις συμφορές, αλλά να που τις είδαν και τις ένοιωσαν για τα καλά στην καρδιά τους και με δικούς τους ανθρώπους.
Ο εμποράκος-πραματευτής εκεί που καθόταν ο γέροντας λίγο ζαλισμένος από το κρασί που έπινε, την φαρμακίλα του, τον καημό του, την περισυλλογή του, τον πλησίασε και με ύφος περιπαιχτικό είπε στον γέροντα:
- Ένα εικοσαράκι έχει η χλαίνη !
Άμα το έχεις επάνω σου μπάρμπα Νύσιο την παίρνεις και με την υγειά σου, με την υγειά σου !.
Ο Γερονύσιος καλοκάγαθος όπως ήταν του είπε, πως η χλαίνη του φαίνεται πως του είναι μεγάλη και δεν του κάνει.
- Δεν μου κάνει παιδάκι μου, δεν μου κάνει. Εγώ όπως με βλέπεις είμαι κοντούλης !....
Εμπήκα κιόλας από τα βάσανα !...
Δεν μου κάνει, δεν μου κάνει !... Αυτή κάνει για κανένα ψηλό !...
Αυτή θα ήταν καλή για το παιδί μου τον Γιάννη που ήταν και τσολιάς στον βασιλιά !... Εύζωνας !... Στο σύνταγμα Ευζώνων!...
Όχι σε εμένα, για εμένα καλό είναι και το ρασάκι μου, καλό και σάικο είναι, καλό μου το έχει φτιάξει και καλά να είναι ο συγγενής μου ο Καντηλώρος.
Με φτάνει το ράσο, με φτάνει!
- Καλό μπάρμπα είναι το ράσο, δεν σου το κατηγοράμε, αλλά η χλαίνη είναι καλύτερη θα πηγαίνεις και στην εκκλησιά!
Άμα έχεις το κοσαράκι, δικιά σου, αλλά δεν έχεις, άμα είχες θα την άρπαζες !
Ο γέροντας πειράχτηκε, δεν το έδειξε και με ηρεμία είπε στον πραματευτή.
- Νομίζω, παιδάκι μου και λεφτά να μην έχω, έχω πρόσωπο, μούτρα όπως τα λέμε και θα με δανείσει ο Θοδωρής, για να μη πηγαίνω γέρος άνθρωπος τώρα μέχρι εκεί κάτω και πως να ανεβαίνω επάνω, μόνο να μου κάνει και όλα τα άλλα τα βρίσκουμε.
- Ναι, μπάρμπα Νύσιο του λέει ο Θοδωρής, μόνο να την θέλεις...!
Ο γέροντας με αργές ήρεμες κινήσεις σηκώθηκε επάνω και ρώτησε τον εμποράκο, πραματευτή.
Δεν μου λες παιδάκι μου του είπε:
- Επιτρέπεται να την δοκιμάσω την χλαίνη ;...
Να μη πάρω και γουρούνι στο σακί να μην αβασκαθεί!
- Ναι, ναι , είπαν όλοι.
Παίρνει ο γέροντας την χλαίνη στα χέρια του, την ακουμπάει δίπλα στο σκαμνί, βγάζει το ράσο το ακουμπάει δίπλα, πιάνει την χλαίνη την φοράει, με τα δύο του χέρια την σταυρώνει μπροστά και χαμογελώντας λέει:
- Σαν να μου πηγαίνει και μου φαίνεται να μου είναι καλή, και γυρίζει μία φούρλα γύρω, τριγύρω.
Τί λέτε εσείς; Τί λες, Θανάση;
- Καλή !... καλή!... με την υγειά σου Νύσιο!...
Με την υγειά σου μπάρμπα, με την υγειά σου!... Να την βρέξουμε !... Να την βρέξουμε!... είπαν όλοι μαζί.
Ο γέροντας παραγγέλνει μία οκά κρασί.
Πίνουν όλοι και του εύχονται καλορίζικη με την υγειά του.
Οι περισσότεροι το έλεγαν χαχανίζοντας περιπαικτικά, νομίζοντας, πως δεν θα έχει τα χρήματα επάνω του και πίνουν στο τσάπα το κέρασμα!
Ο γέρο Νύσιος με μία κίνηση βγάζει από το ένα τσεπάκι του γελεκιού του το κοσαράκι και το δίνει στον εμποράκο, πραματευτή.
Τότε όλοι έμειναν άφωνοι, γιατί η χλαίνη άξιζε πολύ περισσότερο και ένας από όλους είπε:
"Στην μικρή λούφα κοιμάται ο λαγός!.."
Ο εμποράκος, έμεινε σαστισμένος και είπε πως η χλαίνη δεν κάνει τόσο λίγο και αστεία έκανε για να δοκιμάσει τον γέροντα.
- Μπαρπανύσιο δεν κάνει τόσο η χλαίνη! Του είπε.
Ο γέροντας επήρε στο χέρι του το νόμισμα, το σήκωσε λίγο ψηλά και ρώτησε:
- Αυτό, τί είναι; Είναι, η δεν είναι κοσάρι; ...
- Είναι! ... Είπαν όλοι...
- Αυτός, εδώ ο εμποράκος, άκουσα, ή δεν άκουσα τόση ώρα, πόσο πούλαγε την χλαίνη;...
Την πούλαγε ένα εικοσαράκι; ...
Η μήπως δεν άκουσα καλά και κάνω λάθος;....
- Ένα εικοσάρι, είπαν όλοι.
Ο γέροντας είπε:
- Εικοσάρικο ζήτησε, εικοσάρικο παίρνει, παζάρι δεν του έκανα!
Χλαίνη πουλούσε, χλαίνη παίρνω!... μου είπατε με την υγεία μου !
Κέρασα!... Πέστε μου εσείς τώρα!... Τι άλλο, θέλει τώρα από εμένα ο εμποράκος;...
Μήπως, μήπως θέλει και κάτι άλλο που δεν το πήρα χαμπάρι;...
Αλλά ακόμα παιδί είναι... και εγώ, τώρα πια, γέρος και δεν πρέπει να κάνω το λάθος!...
Όλοι του είπαν με γεια του και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους, και στον μικρό τον εμποράκο είπαν να καθίσει φρόνιμα!...και να τιμά τον λόγο του!...
Ο μπάρμπα Νύσιος που ποτέ δεν έπαιρνε βλαστημημένο πράγμα, μετά από λίγο σηκώθηκε επάνω έβγαλε από το τσεπάκι του ένα τάλιρο και το έδωσε στον εμποράκο και του ευχήθηκε καλή υγεία και καλές δουλειές.
Ο εμποράκος φίλησε το χέρι του γέροντα και του ζήτησε να τον συγχωρέσει γιατί παραφέρθηκε!...
Ο Γερονύσιος με τον τρόπο του ύστερα του κάλυψε την ζημιά.
Δεν ήθελε την αδικία κανενός, αλλά δεν ήθελε και τα κουτά πειράγματα!
Τη χλαίνη τη φόραγε μέχρι τέλος.
Και το μολόγαγε, το πώς την αγόρασε και ο εμποράκος και όλοι έμαθαν, πως πρέπει να τηρούν το λόγο τους, είτε χάνουν, είτε κερδίζουν!
Ο λόγος είναι, λόγος!
Και ο άντρας, πρέπει να έχει μπέσα!
Γιάννης Στ Βέργος [Γορτύνιος]
26.03.2010