Θυμάμαι, πως ήταν ημέρα του Μαγιού, ο ήλιος από τον Aρτοζήνο το βουνό δεν είχε προβάλει.
Γύρω, τριγύρω, ο ορίζοντας ροδοκοκκίνιζε, άρχιζε να χαράζει.
Από βραδύς το είχαμε αποφασίσει την αυριανή την ημέρα, που ήταν και ημέρα σχόλη, με το πατέρα μου μαζί θα πηγαίναμε στο χωράφι στον Aρτοζήνο, να ιδούμε το αραποσίτι, αν έγινε και είναι για το σκάλο.
Έβαλε στο τορβά ψωμί τυρί, ελιές, ένα κρεμμύδι για φαγητό, και ένα μπουκάλι κρασί γεμάτο.
Ρίξε μέσα και την φυλλάδα σου, μου είπε, μήπως εκεί πάνω ρίξεις καμία ματιά, σε καμιά αράδα στα γράμματα και αύριο θα φας λιγότερες, από τον δάσκαλο λουριές στα πόδια με την λούρα !...
Έτσι ήτανε το σύστημα τότε στο σχολειό, ήξερες δεν ήξερες τα γράμματα, θα έτρωγες τις ξυλιές σου, για να τα μάθεις τα γράμματα καλύτερα.
Ποτέ δεν ήταν ο δάσκαλος ευχαριστημένος, ελάχιστες φορές έλεγαν τότε, το μπράβο.
Φόρτωσε ο πατέρας στο μουλάρι, τον λιθαροκασμά, την βαριά, το φτυάρι, το λοστάρι, κρέμασε το τορβά με τα τρόφιμα και την βαρέλα για το νερό στο σαμάρι, βάλαμε μπροστά τις δύο κατσίκες και κινήσαμε μπονόρα για το χωράφι.
Στην τρανή βρύση γεμίσαμε την βαρέλα νερό, και ο πατέρας μου, με το ένα χέρι με σήκωσε και με έβαλε καβάλα στα πισοκάπουλα του μουλαριού, ήμουνα δεν θα ήμουνα τότε δέκα ή έντεκα χρονών, δεν θα πήγαινα τότε από βάρος, ούτε είκοσι οκάδες, καβάλησε και ο ίδιος στο σαμάρι, και το μουλάρι γοργά ξεκίνησε για το χωράφι.
Στο δρόμο μελωδικά ακουγόταν, ο ήχος, το κτύπημα του κουδουνιού, του χαϊμαλιού, του μουλαριού με το ένα χαρβαλάκι και από την καμπανίτσα την μικρή, που ήταν στην φλιόρα την γίδα κρεμασμένη.
Μετά από μια ώρα και βάλε, δρόμο φτάσαμε στο χωράφι, εκεί ψηλά στο Αρτοζήνο.
Ξεπεζέψαμε: Έριξε ο πατέρας στο χωράφι μια γρήγορη ματιά, φαίνεται πως ευχαριστήθηκε, έκανε το σταυρό του, ήταν το αραποσίτι καλά φυτρωμένο, θα έβγαζε καλό ψωμί!
Ξεφόρτωσε τα εργαλεία από το ζώο και το άφησε στα μελιγγάρια, λυτό για να βοσκήσει.
Κρέμασε τον τορβά με το ψωμί ψηλά στο μέλεγο φυλαγμένο για να είναι και έβαλε στο ίσκιο την βαρελίτσα με το νερό, για να έχει την δροσιά του.
Πήρε στο ώμο το κασμά, το λοστό και την βαριά και μου είπε να πάω κοντά το φτυάρι.
Έτσι και έκανα, επήγαμε δίπλα, στην μεγάλη πεζούλα, στην σπηλίτσα στο πλάι, στο λάζο, ακούμπησε κάτω τα εργαλεία και κοίταξε τον τόπο.
Ήθελε να αυγατίσει από το λόγγο, το πλάι, από μία πεζουλίτσα, το χωράφι, να βγάλει από λίγο περισσότερο το ψωμί, που τότε ήταν και αυτό λιγοστό !
Σημάδεψε στο τόπο, που έπρεπε να φτιάξει τη μάντρα, να συγκρατήσει το χώμα και άρχισε να σκάβει, πότε με τον κασμά, πότε με την βαριά και πότε με το λοστάρι, να βγάζει τις πέτρες μικρές και μεγάλες.
Εμένα με ορμήνεψε πως θα πιάνω τις πέτρες, να μη μου πλακώσουν και μου σπάσουν κανένα δάχτυλο, μου έδειξε το πως θα τις σηκώνω.
Μου είπε: Πως για να σηκώσω πέτρα μεγάλη, καλά να υπολογίσω, αν το μπορώ.
Και μετά να πάρω με θέληση, την απόφαση, με πείσμα μεγάλο να την πιάσω και αφού πρώτα, πρώτα, πάρω όπως μου είπε, μεγάλη ανάσα, μέσα στα πνευμόνια μου, στο στήθος μου, να την κρατήσω, να σφιχτώ και με δύναμη να την σηκώσω και να την μεταφέρω με προσοχή.
Και όταν την ρίξω κάτω, να προσέξω που θα πέσει, να μη γυρίσει ή κυλίσει και μου σπάσει το πόδι.
Η δουλειά να σε σκιάζεται, να μη την σκιάζεσαι, μου είπε:
Γιατί άμα την σκιάζεσαι την δουλειά, αυτή, πάντα θα σε νικάει!..
Και πάντα κουρασμένος θα είσαι και όποια δουλειά και να κάνεις !
Αυτό θα κάνεις !...
Στην δουλειά να μερακλώνεσαι για να περνάει καλά η ημέρα!...
Αν προσπαθήσεις να μη δουλεύεις, να κρυφτής, μία, δύο φορές, θα το κάνεις !
Δύο, τρείς φορές, θα πάς για κατούρημα !
Την άλλη ημέρα, τι θα κάνεις ;
Αν δεν έχεις απόδοση, το βράδυ το αφεντικό θα σε διώξει !
Και αύριο που θα βρεις το μεροκάματο, το ψωμί, που θα μαθευτεί στην πιάτσα, πως είσαι ο τεμπέλης ;
Ποιός παίρνει τεμπέλη στην δουλειά, τσάμπα να τον πληρώνει ;
Δούλεψε σκληρά, σταγόνα, σταγόνα βρυσούλα μικρή, έτρεχε από το μέτωπό του, ο ιδρώτας και πότιζε την μάνα γη του, και αυτή με φιλότιμο άνοιγε τα σωθικά της και νέο χώμα ωφέλιμο καρπερό να του δώσει.
Τις πέτρες μάζευα εγώ μικρές, μεγάλες όσες μπόραγα να σηκώσω, να τις μεριάσω στην κάτω μεριά να τις πάω, να τις βάλω στην σειρά να φτιάξουμε την μάντρα, για να κωλώσει το χώμα, να μη κυλίσει.
Στην κάτω μεριά του χωραφιού, άνοιξε σκάβοντας μικρό χαντάκι, θεμέλιο της μάντρας και άρχισε να την κτίζει, εκεί εμένα μου έδειξε, πως χτίζεται η πέτρα, πώς διαλέγεται η καλή, η πέτρα να την βάλουμε στη φάτσα και πως σταυρώνουμε τις πέτρες στο χτίσιμο για να είναι στέρεος, ο τείχος να μη πέφτει.
Ο ήλιος ανέβηκε ψηλά κόντευε να μεσημεριάσει, καθίσαμε στην άκρη, στο ίσκιο, στο μέλεγο, λίγο να ξαποστάσουμε να πιούμε μία στάλα από νερό να δροσιστεί ο λάρυγγας μας, και εκεί που καθόμασταν, είδε μια πέτρα, φαινόταν όχι πολύ μεγάλη, στην μέση εκεί που θα ένωνε, η μία πεζούλα με την άλλη, η παλιά με αυτήν που τώρα φτιάχναμε.
Και μου είπε:
Αυτή, η πέτρα πρέπει να βγει, γιατί μπορεί να σπάσει το αλέτρι, μεθαύριο που θα οργώνουμε και θα γίνει ζημιά μεγάλη, μπορείς για να πας και να την βγάλεις ;
Αμέσως πετάχτηκα από χάμου, επάνω και παίρνω με δύναμη το κασμά στα χέρια.
Μού φαινόταν, όπως τον έβλεπα, τον πατέρα μου που έβγαζε τις πέτρες, λες και ήσαν οι πατάτες, έτσι και εγώ, με την μία, το πολύ δύο, τις κασμαδιές, η πέτρα θα με υπάκουγε και θα σηκωνόταν επάνω, με φόβο να φύγει από την θέση της...
Την πλησίασα απειλητικά και με ορμή σήκωσα τον κασμά μου, με δύναμη το κατεβάζω και το κτυπά δίπλα στην γη, στην ρίζα της πέτρας, νομίζοντας πως αυτή, θα με φοβηθεί και από τον φόβο της, σε μένα θα υπακούσει !
Ούτε που κουνήθηκε !... Μόνο ένα ντζίν ννν..., ακούστηκε στον αέρα και ο κασμάς αναπήδησε δύο, τρείς, φορές ψηλά, στον αέρα και αμέσως, έφυγε από του αντζαμή και του αρχάριου, τα χέρια !...
Χάμου στην γη δίπλα εξάπλωσε και άρχισε να γελάει !
Με την αφέλεια του παιδιού, που ήθελε και πίστεψε, πως την πέτρα του βουνού, με ευκολία θα βγάλει από την θέση της, πιο εκεί σαν άχρηστη να την πετάξει !
Αυτή, αυτό το κατάλαβε έκανε την αντίστασή της, στην υπεροψία του μικρού, μάθημα υπερήφανο ήθελε να του δώσει !
Να τον μάθει να μη υποτιμά την δύναμη κανενός, όσο μικρός, αδύναμος και να φαίνεται με το μάτι.
Αμέσως πήρα το μάθημά μου, με μια καρούλα, φουσκάλα από το στειλιάρι, του κασμά στην χούφτα, του χεριού μου !..
Επόνεσα, με έτσουζε η χούφτα μου, μου ερχότανε να κλάψω !
Αλλά ποιος είναι αυτός που μου έφταιγε για το πάθημά μου ; Κανένας !
Αμέσως σκέφτηκα και αν κλάψω; Τί θα γίνει;
Θα λέει ο πατέρας μου πως ακόμα δεν είμαι δυνατός, δεν είμαι άντρας και τούτο καθόλου δεν το ήθελα !
Επήρα με σεβασμό πάλι το κασμά, έσφιξα τα δόντια στο στόμα μου, να μη κλάψω και με το μαλακό και από μακρύτερα το χώμα, της πέτρας άρχισα να σγαρλίζω, την πέτρα να ξεχώνω.
Ο πατέρας μου, από τον ίσκιο με ένα κρυφό μειδίαμα για το πάθημά μου και για το πείσμα μου, χωρίς αχνιά να βγάλει, από μακριά, κοντά με παρακολουθούσε και από μέσα του θα έλεγε, αφού έπιασε το μπουκάλι το κρασί και έπινε από λίγο, λίγο .
<< Ας τον, να παιδεύεται να ιδώ, τι θα κάνει, ας πονάει και λιγάκι όλοι, πονέσαμε και πονάμε στην ζωή ! >>
Μετά από αρκετή ώρα, που την ξέχωσα την πέτρα, από γύρω, τριγύρω, άρχισε να κουνιέται και ενώ φαινότανε μικρή στην πραγματικότητα ήταν μεγάλη !
Κούνα από εδώ, κούνημα από εκεί, δεν μπορούσα για να την βγάλω.
Τότε ήρθε ο πατέρας μου με το λοστό και με μια πέτρα, μικρότερη - την φωτιά, όπως την λένε - που την έβαλε κοντά στην πέτρα, κάτω από το λοστό και άρχισε να τον πιέζει.
Η πέτρα, αμέσως, επάνω σηκώθηκε και φάνηκε πόσο μεγάλη ήταν, με ευκολία την έπιασε, την έβαλε στην άκρη.
Επήρα πάλι στα χέρια μου το κασμά με δύναμη, το σήκωσα ψηλά και κτύπησα με σεβασμό και ευλάβεια τη γη, νομίζοντας, πως θα ανοίξει τα σωθικά της, να βγάλω από μέσα της, την ευτυχία της ζωής, το ψωμί!...
Έσκαψα το χώμα που ήταν τριγύρω, γύρω, ο κασμάς δεν υπάκουε, κορόιδευε με μένα και όλο γύριζε στα δίπλα !
Αγάπαγε και αυτός την ξάπλα !... Και με πολύ κόπο έσκαψα, αυτό τον λίγο τόπο.
Μπράβο Γιάννη ! μου είπε ο πατέρας μου.
Τώρα που το φτιάξαμε και όταν το σπείρουμε και βοηθήσει και ο καιρός να γίνει, θα το θερίσουμε και θα βγάλουμε μία χούφτα, δύο, το πολύ σιτάρι !
Και πάλι καλό θα είναι και αυτό στην ανάγκη !
Είδες και κατάλαβες σήμερα, το πόσο κόπο κάναμε !..
Τα χέρια μου είχαν κοκκινίσει και τα δύο, μέσα στις χούφτες και το δεξί άρχισε να με τσούζει πολύ, καντήλες φουσκάλες είχαν σηκωθεί , τα μάτια μου βουρκώνανε και από πείσμα δεν έβαλα τα κλάματα, να ραγιστούν οι πέτρες.
Στον λάρυγγα, κόμπος με έπιασε και ανεβοκατέβαινε ρυθμικά επάνω κάτω.
Γιάννη, παιδί μου: Εάν σε τσούζουνε τα χέρια σου, που δεν νομίζω, ότι καντηλιάσανε και φουσκαλιάσανε και σε τσούζουν, πήγαινε εκεί πίσω από την τούφα, στο μέλεγο, κατούρα τα και με το κάτουρο πλύνε τα και θα περάσουν !
Διέκρινα, τότε, ένα μικρό χαμόγελο στο πρόσωπό του, σαν ευχαρίστηση, μετά από πολλά τα χρόνια κατάλαβα το γιατί.
Νόμισα τότε, ότι θα το καταλάβαινε ότι, τα χέρια μου είχαν καντηλιάσει και ήθελε να τα ιδεί και να μού ειπεί το κάτσε.
Αλλά αυτό που περίμενα, να ακούσω, δεν το άκουσα !
Άκουσα όμως το άλλο !
Τώρα πρέπει να το ξεχαλικίσουμε, τις πέτρες στην άκρη όλες να βγάλουμε να φτιάξουμε την μάντρα.
Και να ιδούμε, θα μας μείνει καιρός, να κάτσουμε να φάμε;
Εγώ έσφιγγα τα δόντια μου να μη δείξω ότι πονάω και για να μου φύγει, ο πόνος.
Ο πόνος συνεχιζότανε και εγώ συνέχισα να ξεχαλικίζω το χωράφι.
Μετά από λίγο, σιγά, σιγά και στα κρυφά πήγα πίσω από την τούφα στο μέλεγο και έπλυνα τα χέρια μου, με το κάτουρο!...
Ο πόνος, ιδέα μου ήταν, υποχώρησε λίγο !
Δεν ξέρω το γιατί και πως και μέχρι τώρα δεν το σκέφτηκα να ερωτήσω κανέναν ειδικό, να μάθω αυτό, εάν είναι λογικό, σε ποία επιστημονική την βάση ;
Η ώρα πέρναγε, ο ήλιος σηκώθηκε ψηλά, άρχισα να πεινάω, ίδρωνα ξε ίδρωνα, αλλά για ψωμί τίποτα δεν έλεγα, σκεφτόμουνα, πως θα το πιάσω, με τα κατουρημένα τα χέρια ;
Να τα πλύνω με το νερό, που ήταν στην ξύλινη την βαρέλα;
Πήγα, την ζύγωσα, την βαρέλα, με αυτή την σκέψη, την σήκωσα να πιώ νερό και είδα και κατάλαβα πως είναι κάτω από την μέση !
Αν το χύσω το νερό για τα χέρια μου, τι θα πιούμε μέχρι το βράδυ;
Θα κορακιάζαμε από την δίψα !
Την άφησα την σκέπασα με χορτάρια την βαρελίτσα για δροσιά και το μυαλό μου σκέφτηκε και είπε:
Νεράκι άφθονο του Θεού πόσο καλό και χρήσιμο είσαι εδώ στο βουνό που είσαι λειψό και πόση αξία έχεις στην δίψα την μεγάλη...
Σε λίγο ο πατέρας μου, μου είπε:
Έλα τώρα να ξαποστάσουμε, είναι ντάλα μεσημέρι, να βάλουμε και μια μπουκιά ψωμί στο στόμα μας, να πιάσουμε και την γίδα να την αρμέξουμε, να τρίψουμε στο γάλα το ψωμί, να μαλακώσει να το φάμε.
Με την σκέψη, το πώς θα πιάσω το ψωμί με τα κατουρημένα χέρια μου και να το κόψω να το φάω και για να μη φανώ ότι, είμαι δειλός, ακολούθησα τον πατέρα μου, ψέλνοντας, από μέσα μου, από τρείς φορές το <<Πάτερ ημών>>, τρείς φορές << στο όνομα της Αγίας Τριάδος>> και από τρείς φορές το << Ιησούς Χριστός νικά και όλα τα κακά σκορπά.>>
Κάνοντας το σταυρό μου, και σταυρώνοντας, σαν τον παππά τον τρανό, το ένα χέρι με το άλλο, για να σκορπίσει και να φύγει κάθε κακό. Μετά με θάρρος έπιασα το κομμάτι το ψωμί, το τυρί , τις δύο τρείς ελιές και το έφαγα !...
Πιο νόστιμο και πιο καλό και με μεγαλύτερη όρεξη φαγητό και μέχρι σήμερα, που σχεδόν έχω γεράσει, δεν θυμάμαι να έχω δοκιμάσει !..
Ευλογημένο να είναι το ψωμί που θρέφει τον άνθρωπο και το νερό που τον ξεδιψά, ανακουφίζει τον ανθρώπινο τον πόνο, ξεπλένει τον τίμιο ιδρώτα του, από το πρόσωπό του....
Κάνε Θεέ μου αυτά τα δύο τουλάχιστον να μη λείψουν, ποτέ από τα πλάσματά σου !...
Μόλις μετά ξε φάγαμε, δίπλα μου είχα το κασμά, μου τον ζήτησε, ο πατέρας μου.
Τον πήρε, στα όρθια το κράτησε με το ένα του το χέρι, με το στειλιάρι προς τα επάνω, με το άλλο χέρι βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό, το μελανί μολύβι-κοντύλι, εκείνο που είχε στην μαστοριά, τις πέτρες να σημαδεύει και με τα εργαλεία του, να τις πελεκάει, να φτιάχνει τα αγκωνάρια, που κτίζανε, τα σπίτια, τα καμπαναριά, τις εκκλησιές, και τα καμπυλωτά, τρανά, γεφύρια.
Άκουσε, Γιάννη μου είπε: Και δώσε προσοχή μεγάλη σε αυτά που τώρα θα σου ειπώ !
Και μου έδειξε, το ένα χέρι που κράταγε το κασμά και το άλλο χέρι που κράταγε το μολύβι-κοντύλι !
Βλέπεις τον κασμά !.. Βλέπεις και το κοντύλι !
Για κοίτα, ποιό είναι το αλαφρύτερο ;
Αυτά τα δύο, το ψωμί, το βγάζουν !...
Καλά και τιμημένα είναι και τα δύο, ανάλογα με το πώς θα τα χρησιμοποιήσεις...
Εσύ, από τώρα διάλεξε, με τι νομίζεις πως θα είναι το καλύτερο, το πιο εύκολο, το πιο ξεκούραστο, να βγάλεις τίμια, το ψωμί σου !
Σκέφτηκα και διάλεξα αφού πρώτα, δοκίμασα και τα δύο...
Όμως, για τα καλά δοκίμασα και τον κασμά !...
Μετά, ακόμα και το πηλοφόρι !...
Και αποφάσισα: Τίμια να βγάλω το λίγο, το όσο ψωμί μου χρειάζεται, με το κοντύλι!...
Τιμημένα είναι και τα δύο... και ο κασμάς και το κοντύλι !
Γιάννης Στ Βέργος [ Γορτύνιος ]
09.03.2010