Όλοι, από μικροί τότε μαθαίναμε στις πολεμικές  τις τέχνες και τα εργαλεία τους με επιδεξιότητα να χρησιμοποιούμε και τα εργαλεία αυτά ήσαν πρώτα-πρώτα τα μέλη του σώματός μας, τα χέρια και τα πόδια, το στόμα και τα δόντια.  

Από τα πόδια και τα χέρια, που πρέπει να είναι άξια, αρχίζει η πολεμική τέχνη!..

Η τέχνη των ποδιών ήταν στη κλοτσιά, που τότε όλοι κλωτσάγαμε σαν τα τσινιάρικα μουλάρια!

Από τα χέρια, ήταν το κόλπο της γροθιάς, σε ποιο σημείο του σώματος τον άλλον θα βαρέσεις, όχι να τον σκοτώσεις, αλλά πολύ για να τον πονέσεις! 

Να πέσει ξερός, ακούνητος κάτω.

Τα νύχια, που σαν γάτες μερικοί τα χρησιμοποιούσαν και κάτω κατέβαζαν τα μάγουλα του άλλου και δεν ήταν να παρουσιαστεί σε κοινωνία, σε κόσμο.

Τα δόντια, που δάγκωναν και έκοβαν το ανθρώπινο  το κρέας, σαν τα δόντια του σκύλου.

Τα δάκτυλα της παλάμης, να σφίγγουν  όταν πιάνουν!...

Όταν πιάνουν τον αντίπαλο σαν τανάλια, σαν την μέγγενη να τον κρατούν, και όχι να τον χαϊδεύουν.  

 

Όλα αυτά τα ήθελαν να είναι, καλά σκληραγωγημένα και το κορμί να είναι με σβελτάδα προικισμένο.

Το στήθος να είναι μάρμαρο με ευλύγιστη την μέση!

Όλο το σώμα λυγερό, ξύπνιος ο νους και έξυπνο, αστραφτερό το μάτι!..

Από τέτοια όλοι, όλα τα παιδιά του χωριού μας τότε διέθεταν, αλλά παραβγαλνόμαστε,  ποιος έχει μεγαλύτερη δύναμη, περισσότερα προσόντα, καλύτερα σωματικά όπλα από τους άλλους.

Όμως στο παράβγαλμα, στο ρίξιμο της πέτρας, το λιθάρι, άρχιζε σαν σε παιχνίδι και ο πετροπόλεμος που τελειωμό δεν είχε!...

 

Στις πολεμικές τις τέχνες, χρησιμοποιούσαμε και από την φύση, εργαλεία ατόφια ή με επεξεργασία.

Ατόφιο εργαλείο της περίστασης ήταν η πέτρα, που μεγάλη χρήση της κάναμε, εκτός από τον πετροπόλεμο και αλλού,  για την επιβίωση μας και για να εξασφαλίσουμε την τροφή μας.

Την πέτρα, με δύναμη πετάγαμε, στα δέντρα για να τα σημαδέψουμε, να ρίξουμε κάτω τους καρπούς τους… για να τους φάμε.

Καρύδια, αχλάδια, αγκόρτσα και άλλα.        

 

Επεξεργασμένο όπλο, χρήσιμο ήταν τότε η σφενδόνη, που και αυτή μακρυά, τις πέτρες πέταγε για να εκτελέσουν τον σκοπό τους!..

Καλό όπλο αυτό, χρήσιμο εργαλείο, για να σκοτώνουμε  με την πέτρα τα Θεοπούλια στα  κλαδιά, στα δέντρα όταν πηγαίνουν και κάθονται να ξαποστάσουν.

Πολλές φορές και όταν συνέμπαινε ο διάβολος, να σημαδεύουμε, να βαράμε  από μακριά με πέτρες, κρυφά ή φανερά τα κεφάλια  των παιδιών και  των μεγάλων ανθρώπων.

Να σπάμε από μακριά χωρίς να μας παίρνουνε χαμπάρι, σε αυτούς, που μας μαλώνανε και τους είχαμε άχτι, των σπιτιών τους, τα τζάμια και τα κεραμίδια και άκρη να μη βρίσκουν…

Αυτοί, να τα επιδιορθώνουν και αμέσως σπασμένα να είναι!..            

   

Τα παιδιά τότε, αμέσως παίρνανε εκδίκηση… και το δίκιο ή το άδικο για δίκιο δικό τους το έλεγαν και ερχότανε κατά την λογική τους, αυτό στην θέση του..κατά τα θέλω τα δικά τους!...Μα για τα έργα μας  αυτά ξέραμε να κρυβόμαστε.

Παντού άκουγες να λένε  οι μεγαλύτεροι, πως είμαστε και τα καλύτερα παιδιά!...

Όρκο βαρύ τότε παίρνανε πως τα παιδιά, τέτοιες ζημιές, δεν κάνουν!...

Καμιά ντομάτα, κανένα αγγούρι, κανένα  σύκο, κανένα καρύδι, κάπου-κάπου, όταν  τα κόβει η πείνα και πεινάνε, μπορεί να αρπάξουν... τέτοιες όμως ζημιές, βάζω το χέρι μου στην φωτιά, έτσι λέγανε, με όρκο, σας λέω, τα παιδιά αυτά, τέτοια, δεν κάνουν.

Αλλά για παιδί, ποτέ όρκο μη παίρνεις!...

Από εκεί που δεν το περιμένεις!...

Αλλά ο διάβολος, τα παιδιά και η σφεντόνα τους, κρυφά το σούρουπο και από μακριά κάνανε τότε την συμφορά τους!..    

  

Ο καλύτερος στην σφεντόνα, στο σημάδι στα Θεοπούλια, ήταν  ο Λιάς  του  Ντόρου.

Δεν πρόφταινε να καθίσει  τσιροπούλι στο μέλεγο, στον κισσό της γριάς Στρικογιαννούς και πάρε το κάτω!...

Μου φαίνεται πως θα ήτανε και ο πρώτος, στο σπάσιμο στα τζάμια…

Τρεις, τέσσερες, καλές σφεντόνες είχε!...

Και όταν δεν έβρισκε στον κισσό πουλιά, σημάδευε και στράβωνε με την σφεντόνα του όλες τις γάτες!...

Δεν του λάθευε καμία!...   

  

Για αυτή την ατόφια  την πέτρα,  την πέτρα το εργαλείο, την πέτρα την χρήσιμη,  την πέτρα το όπλο, την πέτρα του διαβόλου, που τότε κάναμε τον πετροπόλεμο, και πώς αυτό το παιχνίδι τον πετροπόλεμο  τον κάναμε;…

Για αυτή την πέτρα την σκληρή και για αυτόν τον πόλεμο τον ανελέητο θα μιλήσουμε, θα ει πούμε και με  αυτόν τον πετροπόλεμο  εδώ θα ασχοληθούμε.

  

Τότε, σε αυτό το χωριό, σε αυτόν τον τόπο, εκτός από την καλοσύνη, ήσανται μερικές φορές παρόντα τα άγρια τα αισθήματα και η σκληρή η συμπεριφορά των παιδιών και των μεγάλων ανθρώπων…  

Δεν το είχαμε σε τίποτα, εκεί που ήσαν όλα καλά, ειρηνικά, γαλήνια και ωραία, συνέμπαινε και ο διάβολος και έβαζε την ουρά του και άρχιζε ο καυγάς, ο πόλεμος και γινότανε μεγάλη  μάχη, με πέτρες, λιθάρια και με παλούκια…

Σωστός πόλεμος και στα χέρια, μεγάλη μάχη, ακόμα!…

Μάχη κανονική, με τους κανονισμούς της τεχνικής, την τακτική του  ταχτικού και άτακτου πολέμου, που τα είχε όλα... Την σχεδίαση, την στρατηγική, τον ανεφοδιασμό,  την εκτέλεση της μάχης,  τα θύματα, την ανακωχή το μέτρημα των θυμάτων!… 

Την συνθηκολόγηση, την ειρήνη!..

Το μέτρημα  των θυμάτων [και η νίκη και ο νικητής] γινότανε έτσι, με τα παράσημα!...

Τις πόσες τρύπες είχαμε, από τις πέτρες στο κεφάλι μας!..

Με τα πόσα παιδιά πηγαίνανε  από την κάθε παράταξη, {πάνω μαχαλάς- κάτω μαχαλάς} στην γιάτρισσα, την γιαγιά Αριστήραινα την Βέργαινα, για να  μας καυτηριάσει τις πληγές, τα τραύματα  μας, να τα γιατρέψει, με καυτό λάδι και ξύδι για να μην επιμολυνθούν.  

  

Η γιαγιά αυτή, όλο και μας συμβούλευε και μας έλεγε πέτρες να μη πετάμε, από τις πολλές τις τρύπες στα κεφάλια μας, μας έλεγε πως της τελειώσαμε το λάδι και το ξύδι.

Τώρα, σταματάτε πια, σώνει!... σώνει!... 

Για άλλη φορά, λάδι δεν έχω, μου έκιωσε, μου έχει μείνει λίγο ξύδι...  

Το θέλω για καμία φακή, και τις τριφτιάδες...

Μη το ξοδεύω όλο, στο τζάμπα, στο χαράμι!...   

   

Ναι,  γιαγιά της λέγαμε και αμέσως μετά, μία από τα ίδια…Ο πετροπόλεμος ήταν διαχρονικός.

Την ώρα όμως της ανάγκης μας, δεν μας μάλωνε, το λάδι και το ξύδι, δεν το λυπόταν και στις πληγές μας, στα κεφάλια μας, καυτό λάδι και ξύδι άπλερο το έβαζε!...

Όλους μας, στο τσάμπα μας γιατρεύει!...

Θεός συγχώρεσε την ψυχούλα της…  

Τότε με τα πρακτικά αυτά γιατροσόφια, δεν υπήρξε ατύχημα από μόλυνση κανένα!.. 

   

Την αναγνώριση του νικητή, την συνθηκολόγηση και την υπογραφή της ειρήνης, από τους αρχηγούς κάθε μαχαλά γινότανε. Δίνανε τα χέρια και λέγανε, την λέξη, Ειρήνη, μπέσα!...

Για να διαρκέσει η ειρήνη, όσο ο διάβολος κοιμότανε ή ήταν ξερός από το μεθύσι!...

Μέχρι που να μπει ο διάβολος στην μέση και κάτσει πάλι σταυροπόδι και σηκωθεί να δώσει, τρανή κλωτσιά, στην ειρήνη και πάλι  ο πετροπόλεμος, η μάχη να αρχίσει, να ανάψει…

Ο νικητής ήτανε αυτός που έκανε περισσότερες τρύπες στα κεφάλια των άλλων!...

Αυτός ήταν ο άξιος και από τον φόβο τους, όλοι τον σεβότανε, τον εκτιμούσαν, τον τρέμανε,  και οι άλλοι δεν έπαιρναν μέρος στην μάχη σαν μάθαιναν πως και αυτός θα συμμετέχει.  

   

Τις περισσότερες φορές, ο πετροπόλεμος άρχιζε από το παιχνίδι και έπαιρνε σοβαρή συνέχεια.

Για παιχνίδι εμείς τα παιδιά μαζευόμαστε σε κάθε μαχαλά, ανάλογα πέντε, έξη. 

Μάζευε ο καθένας τους, τα πολεμοφόδια του, τις κατάλληλες τις πέτρες και παραβγαλνόμαστε στο πέταγμα τις πέτρας.

Ποιανού, η πέτρα θα πάει πιο μακριά, ποιανού θα πάει πιο ψηλά, για να είναι ο άξιος, ο νικητής, που θα τον παραδέχονται, θα τον αναγνωρίζουν όλοι οι άλλοι.

Για το ύψος, ποιανού η πέτρα πήγαινε πιο ψηλά, ήταν λίγο πιο εύκολο να υπολογίσουμε, γιατί η πέτρα έπεφτε κοντά και την βλέπαμε και καταλαβαίναμε πότε έπεφτε και με το μέτρημα, το ένα, δύο, τρία κλπ. Μετράγαμε από την στιγμή που το  παιδί την πέτρα πέταξε μέχρι να πέσει κάτω

και όποιου παιδιού η πέτρα αργούσε να πέσει και φτάναμε στο μέτρημα πάρα πάνω από τους άλλους, αυτός ήτανε και ο νικητής.

Χρονόμετρα τότε δεν υπήρχαν και αν υπήρχαν, εμείς, δεν τα είχαμε… 

Μας λείπανε τα άλλα!…  

Το ψωμί!... Αυτά θέλαμε;...  

   

Αναμφισβήτητος νικητής την εποχή την δική μου, από όλα τα παιδιά στο μάκρος και στο ύψος στο πέταγμα της πέτρας από ότι θυμάμαι και τον θαύμαζα, ήτανε ο Μήτσος ο Κουτσανδρέας, ο Ντούρος.

Σίγουρα από τον πέρα-δώθε και από τον απάνω- κάτω μαχαλά ήσαν και άλλοι…

Για να αναδειχτεί και  να επικρατήσει ο νικητής στο κάθε  μαχαλά, γινότανε ο πετροπόλεμος ο μεγάλος!...

Στο ύψος όταν την πέταγε  ο Μήτσος την πέτρα, δεν την βλέπαμε.

Ξέχναγε η πέτρα να γυρίσει!...

Εμείς μετράγαμε- μετράγαμε... κάποτε, ακούγαμε κοντά μας το γκούπ και η πέτρα να έχει πέσει!..

Για το μάκρος, δεν την βλέπαμε καθόλου πού πήγαινε…   

   

Πολλές φορές για να βεβαιωθούμε, που έφτασε η πέτρα, συμφωνούσαμε πως δεν θα το μαρτυράγαμε, να τις πετάει ο Μήτσος και τις περισσότερες φορές  όλοι μας να τις πετάμε τις πέτρες επάνω στα κεραμίδια των σπιτιών, για να ακούγονται.

Ο Μήτσος την πέτρα την έφτανε, από το ακόνι στου Αγγελάκου του Βέργου και στου Αντρέα  του Κουτσανδρέα το σπίτι πάνω στα κεραμίδια. Από κοντά ερχότανε, ο Φώτης του Αγγελάκου. 

 Εκεί στα κεραμίδια των σπιτιών που πέταγε ο Μήτσος τις πέτρες του, του το λέγανε τα παιδιά που ήτανε το σπίτι τους, στο δικό τους σπίτι να τις πετάει.

Στο σπίτι αυτό την πέτρα σου, του λέγαμε του Μήτσου, δεν μπορείς να την φτάσεις. Αυτός με δύναμη την πέτρα του πέταγε και μετά πηγαίναμε από πάνω στο σπίτι και μετράγαμε τα σπασμένα κεραμίδια!...

Το έπαθλο του νικητή!…

Κανένας όμως τότε δεν μαρτυρούσε, ποιός έσπασε τα κεραμίδια!...

Εχεμύθεια!..

Μπέσα και εμπιστοσύνη!...  

    

Ο Φώτης, για τα δικά του κεραμίδια, την πέτρα πέταγε και προσπαθούσε να  την φτάσει,  μα οι περισσότερες πηγαίνανε συστημένες στου μπάρμπα του, του Μαρίνη {του Μαρινάκου} τα κεραμίδια,  όμως δεν τον ένοιαζε καθόλου, αρκεί, να του ειπούνε, πως είναι ο νικητής!...

Ο Φώτης όταν μάλωνε στον πετροπόλεμο και πιανόταν για πάλεμα στα χέρια με τα άλλα παιδιά, όποιον έπιανε στα χέρια του, το χέρι του ήταν, σαν να τον έπιανε  τανάλια - μέγγενη και  για του το ανοίξουμε, παλεύαμε δύο, τρία παιδιά και με το ζόρι το χέρι του άνοιγε!..

Κάθε γειτονιά, κάθε μαχαλάς, έβγαζε και αναδείκνυε τον άξιο, τον πιο καλό στο πέταγμα της πέτρας και τον είχε ο μαχαλάς καμάρι.  

    

Μετά σμίγανε οι μαχαλάδες, καθένας με τον αρχηγό του στην Ράχη και χωρίζονταν οι μαχαλάδες του πάνω χωριού, με τους κάτω, σε δύο στρατόπεδα, πάνω μαχαλίτες, κάτω μαχαλίτες.

Από την πλατεία του χωριού, την Ράχη, γινόταν η μεγάλη επίδειξη  του κάθε μαχαλά, στο πέταγμα της πέτρας από όλους τους καλύτερους..

Τα παιδιά  την πέταγαν την πέτρα προς τα κάτω στην Πούλο…Και έφταναν οι πέτρες στου Σκορδή το σπίτι, στα κεραμίδια. 

   

Τις περισσότερες φορές τα αποτελέσματα του αγωνίσματος του πετάγματος της πέτρας, τα αμφισβητούσαν, δεν τα αναγνώριζε ο μαχαλάς που ήταν νικημένος και την νίκη ήθελε με το ζόρι  δική του να την πάρει!.. 

Τότε άρχιζε ο πόλεμος, στο πέταγμα της πέτρας, ο πετροπόλεμος, ο σκληρός, ο ανελέητος, ο ένας στου άλλου το κεφάλι.

Όλα τα παιδιά τότε του χωριού είχαμε τα παράσημα του πετροπόλεμου, τα σημάδια του, από την πέτρα στο κεφάλι μας.  

   

 Μεγάλο παράξενο, κατόρθωμα είναι, με τέτοια ανεξίτηλα παράσημα  στην κεφαλή μας, πως γίναμε  μετά, φίλοι!... ΄

Μήπως όλοι μας είμαστε από πέτρα βαρεμένοι;

Ή είμαστε…

Τι είμαστε;…

Τι;… 

Είμαστε παιδιά!..

Είχαμε και τώρα ακόμη έχουμε ψυχή μικρού παιδιού!…    

Ήμασταν τότε… της Γης και του χωριού οι Αγγέλοι!..


Γιάννης Στ Βέργος{Γορτύνιος}


Εικόνες από το χωριό

 

Newsflash - Ξέρετε ότι...

Τον Φεβρουάριο 1956 έριξε τόσο χιόνι που έκλεισε ο δρόμος και το χωριό αποκλείσθηκε από το υπόλοιπο κόσμο για εβδομάδες. Οι «σάκκινες» με το αλεύρι στα μαγαζιά τελείωσαν και ο κόσμος άρχισε να μην έχει ψωμί. Ο τότε πρόεδρος της Κοινότητας Γιώργης Δάρας (Γιώκο-Ντάρας) τηλεφώνησε στο Νομάρχη και του είπε «πεθαίνουμε απαξάπαντες. Ανάγκη να μας στείλετε κατεπειγόντως άλευρα. Μη βραδύνετε». Η νομαρχία ανταποκρίθηκε και την άλλη ημέρα ήρθε ένα ντακότα και έριξε αλεύρι και σιτάρι στα χωράφια, στην απάνω μεριά του χωριού, από τη Ζευγολατίτσα μέχρι το σπίτι του Γιωργιού.