Θ. Γ. Τρουπή (Γκράβαρη)
Φλεβάρης του 1956 στα Λαγκάδια με βαρυχειμωνιά και πολλά χιόνια. Είχε μπει το Τριώδιο με τις γουρνοσφαξιές και έπρεπε σώνει και καλά, ως μαθητές του Γυμνασίου, να πάμε την Κυριακή της Αποκριάς στο χωριό, να παραβρεθούμε στους βραδινούς χορούς της κάθε γειτονιάς και πολύ περισσότερο ν΄απονηστέψουμε.
Παρότι ο καιρός ήταν "μαύρος και άραχνος" και ψηλοχιόνιζε μαζί με αέρα, ποιος ήταν δυνατόν να μας αποτρέψει ώστε "να καθίσουμε στα αβγά μας". Βέβαια την πρωτοβουλία την είχαν τα μεγάλα παιδιά.
Εγώ ήμουν υπό την υψηλή κηδεμονία του ξαδέλφου μου του Χρήστου του Δημητρόπουλου που μέναμε στο ίδιο δωμάτιο, ο οποίος πήρε την απόφαση να πάμε στο χωριό μόλις σχόλασε το Γυμνάσιο ημέρα Σάββατο στις 12 η ώρα το μεσημέρι.
Ο Χρήστος βέβαια εκτός της νοσταλγίας για το χωριό που είχαμε όλα τα παιδιά μακριά από τα σπίτια μας, είχε και έναν πρόσθετο λόγο να πάει, γιατί είχε αγοράσει ένα ψάρι από πλανόδιο ψαρά που ερχόταν στα Λαγκάδια από τον Πύργο.
Ο Μπούφης και η Τσι(ου)κούλα
Με αυτό το κακό καιρό ξεκινήσαμε φορώντας «νταρβιτζίκα» τα άδεια σακούλια μας, εκτός του Χρήστου που είχε το ψάρι και ξεκινήσαμε για το χωριό, σημειώνοντας εδώ ότι η ωριαία ταχύτητά μας είτε επρόκειτο για ανήφορο ή κατήφορο ήταν μεγαλύτερη όταν πηγαίναμε στο χωριό από ότι ήταν όταν πηγαίναμε στα Λαγκάδια, που τα βήματά μας είχαν βαρίδια. Τα πόδια μας είχαν φτερά μέχρι του Μπούφι, που περάσαμε το μπουρισμένο ρέμα μπροστά από το νερόμυλο της «Ελένης» πάνω από τη «βέργα» (δύο κορμοί δένδρων που ήταν μια πρόχειρη γέφυρα). Όταν φθάσαμε, καμιά δεκαριά παιδιά που είμαστε μπουλούκι, στο κυρίως ρέμα του Μπούφη μετά τον Άγιο Νικόλα εφαρμόσαμε όπως πάντα την ίδια τακτική. Βάλαμε λιθάρια στα άδεια σακούλια μας για να έχουν βάρος και ένα-ένα τα πιο χειροδύναμα παιδιά τα πετούσαν στην αντίπερα όχθη προς το χωριό.
Στη συνέχεια βγάλαμε τα παπούτσια μας, τα μεγάλα παιδιά που φορούσαν μακριά παντελόνια τα σήκωσαν και κρατημένοι όλοι μαζί χέρι-χέρι, περάσαμε το ποτάμι, ποδεθήκαμε (φορέσαμε τα παπούτσια μας) και ξεκινήσαμε προς την ανηφόρα, περάσαμε το καλύβι του Παναγιώτη του Καγιούλη, και φθάσαμε στην Κάτω Τσιουκούλα.
Ο καιρός αγρίεψε, μαύρισε, άρχισε να φυσά και να ρίχνει χιόνι. Ο δρόμος άρχισε να μην διακρίνεται. Μέσα σε κείνη την αγριοθύελλα δεν το βάλαμε κάτω και μετά από σχεδόν μισή ώρα και τρία τέταρτα φθάσαμε στην απάνου Τσιουκούλα (ας θυμηθούμε όσοι πήγαμε σχολείο στα Λαγκάδια το ακόνι που σκαλίζαμε τα ονόματα μας). Ο καιρός όταν είναι χιονιάς έχει πολλές φορές και απότομες μεταβολές, έτσι και τότε όταν βγήκαμε στην κορυφή του βουνού, είχε μισοξαστερώσει και ηλιακτίδες από το Κατάκωλο κτυπούσαν το ολόλευκο χιόνι.
Ψάχνοντας για το λαγό
Στο χωράφι του γέρο Μουργάκου είδαμε αχνάρια από ένα λαγό επάνω στο χιόνι με κατεύθυνση προς την Καιρόρεση. Ο Χρήστος, αγαπούσε τις περιπέτειες γιατί ήταν επηρεασμένος από το περιοδικό «Ο Μικρός Ήρωας» που διάβαζε ανελλιπώς (μόνο σε μένα και στον Νταρόγιαννη δάνειζε τα περιοδικά να τα διαβάζουμε) και του μπήκε η ιδέα «Αφού έχουμε το ψάρι γιατί να μην φάμε και λαγό μιας και μας έπεσε στο δρόμο;». Την έριξε στην παρέα, αλλά μόνο εγώ συμφώνησα μαζί του. Έτσι βρήκαμε δυο ξύλα και ξεκινήσαμε ακολουθώντας τα ίχνη του λαγού, αλλά για να μην έχουμε και το βάρος του σακουλιού με το ψάρι το χώσαμε μέσα στο χιόνι, ώστε να το πάρουμε στον γυρισμό. Για δύο ώρες παρότι άρχισε ξανά να χιονίζει περπατούσαμε στο βουνό μέχρι ότου ο λαγός έπεσε σε βράχια προς τις Ρίζες-Κουκουλίστρα, οπότε απογοητευμένοι πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Φθάσαμε στο μέρος που είχαμε κρύψει το ψάρι, και είδαμε και πάθαμε να το βρούμε γιατί είχε σκεπαστεί η περιοχή από το χιόνι που έπεφτε.
Ο χορός και το ...φάντασμα
Με κατακόκκινα αυτιά και μύτες και με την απογοήτευση ότι δεν πιάσαμε τον λαγό, φθάσαμε στο χωριό όταν άρχισε να σουρουπώνει, χωρίς να πάθουμε κανένα κακό γιατί «φυλάει ο Θεός», όπως συνηθίζουν να λένε οι μανάδες μας. Το βράδυ πήραμε μπάλα τα σπίτια που χορεύανε (Τραγουδούσαν άνδρες και γυναίκες «ακαπέλα» όπως λένε στη μουσική διάλεκτο, χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων) και καταλήξαμε στο σπίτι του Πάνου Δήμου. Ο χορός θύμιζε λίγο Διονυσιακή γιορτή, στο πάτωμα που χόρευαν είχαν πέσει δύο μεγάλα κομμάτια τσιγαρίδας και οι χορευταράδες υπό την επήρεια του "κοκκινελιού" τα πατούσαν-γλιστρούσαν και είχαν φθάσει σε κατάσταση «έκστασης».
Σε κάποια στιγμή το σκηνικό άλλαξε όταν ένας καλοκάγαθος ανθρωπάκος από το Λυκούρεση, -Γιάννη θυμάμαι τον λέγανε-, ήρθε τρομοκρατημένος φωνάζοντας «Φάντασμα, Φάντασμα στην Αγία Παρασκευή». Ο καημένος έφυγε από του Λυκούρεση και ερχόταν στο χωριό τραγουδώντας για το χορό. Η βραδιά είχε φεγγάρι, και μέσα στην Αγία Παρασκευή κάποιοι κυνηγοί φύλαγαν μήπως περάσει καμιά αλεπού να τη σκοτώσουν, είχαν δε και ένα μαγκάλι με αναμμένη φωτιά για να μην κρυώνουν. Μόλις ο Γιάννης πέρασε την εκκλησία προς το χωριό-πάντα τραγουδώντας-, άνοιξαν το παράθυρο της εκκλησίας και του πέταξαν το μαγκάλι με τα αναμμένα κάρβουνα και ο κακομοίρης φοβήθηκε τόσο ώστε τρέχοντας μόνο τη μιλιά του δεν έχασε που λέμε...