Την Άνοιξη μαζί με τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης τη Λαμπρή, στο χωριό μας γιορτάζαμε και τη γιορτή του Αι Γιώργη με μικρό πανηγύρι, που τα τελευταία χρόνια τείνει να ξεχαστεί.
Γιόρταζε το εκκλησάκι στη Σφυρίδα.
Πάντοτε ο Άγιος γιορτάζεται μετά τη Λαμπρή με αναστάσιμα τροπάρια και μεγαλυνάρια, που συντείνουν στην δημιουργία ψυχικής ανάτασης, μετά την συναισθηματική φόρτιση του μεγαλοβδόμαδου.
O δρόμος για τη Σφυρίδα
Με την ανατολή του ήλιου μικροί και μεγάλοι, φορώντας τα καλά μας, (που αξίζει να σημειωθεί ότι περιμέναμε πως και πως εμείς τα τότε παιδιά να έρθει το Πάσχα για να μας αγοράσουν οι γονείς μας παπούτσια ή καμιά καινούργια ντρίλινη μπόλκα (σακάκι), από το υστέρημά τους), ξεχυνόμαστε στη δημοσιά, προς της Ζαχαρούς και παρέες-παρέες με κουβεντολόι τραβούσαμε για τη Σφυρίδα. Από τη μια μεριά και την άλλη του δρόμου είχαν ανοίξει τα πρώτα λουλούδια της άνοιξης, οι παπαρούν(τ)ες, οι μαργαρίτες και άλλα πολλά άγρια, χωρίς όνομα αλήθεια μικροσκοπικά λουλουδάκια που σε αρμονικό συνδυασμό, με τα πρώτα χελιδόνια που πετούσαν στα περιβόλια της Τρανηβρύσης, το λάλημα των σπίν(γγ)ων, και των άλλων πουλιών, θαρρείς υμνούσαν τον πλάστη και δημιουργό του Θαυμαστού κόσμου.
Μέχρι του Γιατρού τη βρύση ο δρόμος ήταν δημοσιά, και απ΄εκεί κατηφορίζαμε ακολουθώντας το μονοπάτι για τη Σφυρίδα.
Η λειτουργία και το πανηγύρι
Το εκκλησάκι ήταν φτωχό και μικρό, κτισμένο σε μια πολύ κατηφορική πλαγιά. Τη Θεία Λειτουργία την παρακολουθούσαμε εκτός ναού λόγω χώρου. Εκτός από τους ευλαβείς προσκυνητές στο πανηγύρι ερχόντουσαν και πραματευτάδες, που πουλούσαν ψιλικά όπως κουβαρίστρες, παραμάνες και καραμέλες. Εμάς τα παιδιά μας εντυπωσίαζαν οι «τύχες». Οι μικροπωλητές άπλωναν ένα λιόπανο ή κιλίμι χρωματιστό και πάνω άπλωναν τα πράγματα που θα έπαιρναν οι τυχεροί που αγόραζαν τους λαχνούς (τύχες). Τέτοια προς κλήρωση πράγματα ήσαν αν θυμάμαι καλά, τσατσάρες, μολύβια, μπισκότα, χρωματιστοί χωμάτινοι βόλοι, σφυρίχτρες, στέκες, καθρεφτάκια με δύο όψεις και ένας «φακός» που ήταν ο κράχτης για να αγοράσουμε τις τύχες. Τυχερά ήσαν τα παιδιά (αγόρια) που κέρδιζαν καθρεφτάκι ή και τσατσάρα. Όλοι οι μαθητές του Γυμνασίου στην τσέπη μας είχαμε τον καθρέφτη, την τσατσάρα για το κατσαρό μας το μαλλί που το πετυχαίναμε τρίβοντας το με την παλάμη και το λαδώναμε για να είμαστε και ωραίοι με Μπριγιόλ (διαυγές ολίγον εύοσμο λάδι γι΄ αυτή τη δουλειά).
Ερχόντουσαν και οι μπακάληδες του χωριού που έπαιζαν και το ρόλο του ταβερνιάρη. Είχαν βρασμένο κατσίκι, γιατί οι στέρφες γίδες είχαν ξεβγεί Απρίλη μήνα, και το κρασί, κόκκινο κυρίως, το έφερναν μέσα σε ασκιά. Την πραμάτεια τους την στερέωναν σε σημείο τέτοιο που να υπάρχει κάποια ανθισμένη τούφα με το πανέμορφο ροδάμι (μικρά πουρνάρια) για να μην κυλήσει κυρίως το ασκί.
Το τάμα και οι ταβερνιάρηδες
Στη διάρκεια της λειτουργίας, ευλαβείς μανάδες έζωναν την εκκλησιά, η από τάμα που είχαν κάνει ή για να έχουν την ευλογία του Αγίου για προκοπή. Το ζώσιμο γινόταν με σπάγκο ελαφρώς κερωμένο και πολλές φορές γύρω – γύρω στην εκκλησιά. Συνηθισμένη ήταν και η δημοπρασία, που γινόταν για να μαζευτούν χρήματα για την εκκλησιά. Τα αντικείμενα της δημοπρασίας ήταν τάματα, συνήθως κανένα αρνί ή κατσίκι ή και καμιά κουλούρα. Η κουλούρα ήταν ψωμί ζυμωμένο με ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι (όπως οι προσφορές) και κεντημένη με το πιρούνι, όπου κολλούσαν ζαχαρωτά (τα θυμάται αλήθεια κανένας μας τα ζαχαρωτά, μικρές στρογγυλές μπαλίτσες με σαγρέ επιφάνεια πολύχρωμα, πράσινα, κόκκινα, και με υγρό γλυκό στον πυρήνα τους ;) και κουφέτα.
Σαν τέλειωνε η λειτουργία άρχιζε το πανηγύρι που για μας τα παιδιά ήταν θαυμαστό και μεγάλο, άσχετα εάν υπήρχαν 2-3 έμποροι με τις τύχες μόνο, και άλλοι τόσοι ταβερνιάρηδες.
Το κρέας όποιος είχε τη δυνατότητα να το γευθεί σερβιριζόταν στη λαδόκολλα, και το κρασί σερβιριζόταν σε 2-3 ποτήρια που έπιναν όλοι μαζί από το ίδιο ποτήρι χωρίς να τους κολλάει τίποτα. Αλήθεια τι νοστιμιά είχε εκείνο το κρέας στην εξοχή!
Ο γυρισμός
Στον γυρισμό η κάθε ομάδα φίλων παιδιών, στο δρόμο για το χωριό μετρούσαμε τους Γιώργηδες του χωριού γιατί έπρεπε να τους χαιρετίσουμε (Για τον κουραμπιέ, ή τις κοκκόσιες ο λόγος) και παίρναμε μπάλα το χωριό από του μακαρίτη του Γιώργη του Σουλελέ στο κάτω χωριό μέχρι του Γιωκοντάρα και του Γιώργη του Ζευτιλή στο πάνω χωριό. Οι οικογένειες ήταν φτωχές, που να ευχαριστήσουν τα 180 παιδιά που είμαστε στο Δημοτικό και όλα βγαίναμε στη «χαιρετούρα»; Τις ευχές πάντως τις λέγαμε άσχετα εάν παίρναμε κουραμπιέ, ένα καρύδι ή τις απαντήσεις «γέρασε ο μπάρμπα Γιώργης, δεν χαιρετάμε», ή «του χρόνου νάρθετε που θ’αρθεί η νύφη».
Στην χαιρετούρα συναντιόμαστε και με τον Παπά. Κάθε Γιώργαινα ζύμωνε τρείς προσφορές για τη γιορτή, την μια την πήγαινε αποβραδίς στο σπίτι του Παπά, και την άλλη το πρωί στην εκκλησία. Στην εκκλησία στο τέλος της λειτουργίας ο Παπάς στους εορτάζοντες έδινε το «ύψωμο», ειδικό αντίδωρο τυλιγμένο σε λευκό χαρτί, και το απόγευμα επισκεπτόταν το σπίτι του Γιώργη που γιόρταζε (και εφόσον του είχε πάει προσφορά), για να «σηκώσει και δεύτερο ύψωμο». Πάνω στο τραπέζι έβαζε η Γιώργαινα ή η μάνα του Γιώργη μια προσφορά, ένα μπουκάλι κρασί, λάδι και σ΄ένα πιάτο σιτάρι και κεριά. Ο Παπάς έβαζε το πετραχήλι άναβε τα κεριά, στο κεραμίδι με τη φωτιά (δεν είχαμε λιβανιστήρια τότε) έριχνε λιβάνι και άρχιζε την ανάγνωση των ευχών για την υγειά του εορταζόμενου και της οικογένειάς του. Με τον σουγιά του δε, έκοβε τριγωνικά ένα κομμάτι από το κέντρο της προσφοράς που το κοίλωμα που δημιουργούνταν το γέμιζε με το σιτάρι.
Ο χορός στη Ράχη
Εάν ο καιρός ήταν καλός και η γιορτή γινόταν την Δευτέρα του Πάσχα, το απόγευμα γινόταν χορός στη Ράχη, όπως και την Λαμπρή μετά την απογευματινή γιορτή της Αγάπης. Το κέφι ήταν μεγαλύτερο εάν είχαν έρθει και κλαριντζήδες από τα Σαρλέικα. Αυτό το χορό τον περίμενα πως και πως τα ανύπαντρα αγόρια και κορίτσια, γιατί δινόταν η ευκαιρία να ανταλλάξουν καμιά κρυφή ματιά μεταξύ τους και να αυξηθούν οι παλμοί της καρδιάς. (Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη ροβολάει….. έλεγε το δημοτικό μας τραγούδι).
Βέβαια σήμερα άλλαξαν τα πράγματα και φθάσαμε σε άλλη υπερβολή, πρέπει όμως τα παιδιά μας να ακολουθούν το κοπάδι, και εμείς οι μεγάλοι να μην ξεχνάμε να τα συμβουλεύουμε για τους κινδύνους που υπάρχουν, να κουβεντιάζουμε μαζί τους και να μας νιώθουν σαν τους καλύτερους φίλους τους που διαθέτουμε την πείρα και στοργή.
Γράφω αυτά τα λίγα, γιατί σε λίγα χρόνια δεν θα θυμόμαστε ότι κάποτε γινόταν πανηγύρι στη Σφυρίδα προς τιμή του Καβαλάρη Αι Γιώργη.
Θοδωρής Τρουπής (Γκράβαρης)