Χ. Ι. Μαραγκού
.
Επηρεασμένος από τα μικρά «γουστόζικα» άρθρα που δημοσίευσε στην ιστοσελίδα μας servou.gr ο πατριώτης, Γ. Δ. Βέργος, με τίτλο «Σερβαίικα απίστευτα και όμως αληθινά», (ομολογώ πως άρεσαν πολύ και βλέπω πως έχουν μεγάλη επισκεψιμότητα), σκέφτηκα να γράψω και εγώ κάποιες ανάλογες ιστορίες, που κατά καιρούς έχω ακούσει στο χωριό.
Είναι αυτονόητο πως παρόμοιες με τις δικές μου αναμνήσεις, έχουν και πολλοί άλλοι πατριώτες, μεγαλύτερης ή και μικρότερης ηλικίας. Νομίζω πως αξίζει τον κόπο και είναι χρέος όλων μας, να γίνει μια καταγραφή, όσο γίνεται περισσότερων τέτοιων αναμνήσεων, γιατί αυτές αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της μακραίωνης ιστορίας του χωριού μας. Μιας πλούσιας και ενδιαφέρουσας ιστορίας, την οποία όλοι έχουμε χρέος να διαφυλάξουμε και να την παραδώσουμε στις επόμενες γενιές, στον αιώνα …τον άπαντα.
Θα επιμείνω πως είναι κρίμα να γνωρίζει κανείς διάφορες ιστορίες και άλλα ενδιαφέροντα του χωριού, και να μη φροντίσει να γίνει η καταγραφή τους. Το να τα πάρει μαζί του στο …μεγάλο ταξίδι, μάλλον δεν έχει νόημα…
Ας μην παραβλέψουμε πάντως και το γεγονός, πως και νεότεροι πατριώτες μπορούν να κάνουν ανάλογες καταγραφές, από διηγήσεις του παππού, της γιαγιάς, των γονιών τους και άλλων πατριωτών. Έχουν επί πλέον και το μεγάλο προσόν, τόσο της εύκολης χρήσης των υπολογιστών και του διαδικτύου, όσο και της εξοικείωσης με τη σύγχρονη τεχνολογία. Επομένως έχουν και οι νέοι μας τη δική τους ευθύνη, σε ότι αφορά στη διάσωση των ηθών, των εθίμων και γενικά της ιστορίας του τόπου καταγωγής τους.
Μιας ιστορίας των ορεσίβιων και προοδευτικών προγόνων μας, που είναι γνωστό πως πάλεψαν σκληρά τη ζωή, για αιώνες, και λίγο-πολύ όλοι βγήκαν νικητές. Και μόνο το γεγονός πως οι γιατροί που κατάγονται από το μικρό αυτό χωριό, που ποτέ δεν ξεπέρασε τους χίλιους κατοίκους, αντιστοιχούν σε τριψήφιο αριθμό, τα …λέει όλα.
Στα πικάντικα και γλυκόπικρα στιγμιότυπα που θα περιγράψω σε συνέχειες, θα χρησιμοποιήσω διάφορα φανταστικά ονόματα. Ας μην προσπαθήσει κάποιος να συσχετίσει το όνομα των άρθρων με συγκεκριμένο Σερβαίικο όνομα.
Επίσης, θα προσπαθήσω να αποτυπώσω την τοπιολαλιά, αποδίδοντας, κατά το δυνατόν, τη φρασεολογία που χρησιμοποιούσαν «οι πρωταγωνιστές» των ιστοριών που θα περιγράψω.
1. ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΟ ΄ΚΑΝΑ.
Πριν αρχίσει η μαζική μετανάστευση των πατριωτών από το χωριό για τις μεγάλες πόλεις, κυρίως μετά το 1960, όλες σχεδόν οι οικογένειες του χωριού «τρέφανε γουρούνι». Έτσι εξασφάλιζαν λίγο-πολύ το κρέας της χρονιάς, για την πολυμελή συνήθως φαμελιά, με το παστό (τσιγαρίδα) και το λίπος (λίγδα). Και να λάβει κανείς υπόψη του πως ένα χοιρινό μπορούσε να ξεπεράσει και τις εκατό οκάδες.
Επομένως ήταν πολύ σοβαρή υπόθεση, αν το γουρούνι πάθαινε κάτι.
Ένα πρωί λοιπόν, τοιμάζει η Γιώργαινα το πλύμα του γουρουνιού (νερό με διάφορες τροφές, κυρίως αλευροειδή), και το δίνει στον άντρα της το Γιώρη να πάει να ταΐσει το ζωντανό. Υπάκουος, όπως πάντα, αυτός εκτελεί την εντολή της κυράς.
Πάει στο κατώγι και σκουντάει το γουρούνι να το ταΐσει. Όμως εκείνο ήταν ξαπλωμένο μέσα στο φουσκί, αναστηλώθηκε στα δύο μπροστινά πόδια, αλλά δεν μπορούσε να σηκωθεί, ούτε έδειξε κανένα ενδιαφέρον για το φαί.
Ταράχτηκε ο Γιώρης και φωνάζει την κυρά:
-Πού είσαι μωρ΄ γυναίκα;
-Τιέναι ρε; απλογιέται εκείνη.
-Τούτο το ζωντανό, δεν σηκώνεται, και μου φαίνεται η κοιλιά του πρησμένη. Για έλα κάτου.
-Κακοπόπαθα, η μαύρη, λέει εκείνη, και κουτρουβαλώντας πάει στο κατώγι.
-Ζιού-ζιού-ζιού, τίποτα το γουρούνι.
-Αχ! Γιώρη μου, το γουρουνάκι μας δεν είναι καλά. Η κοιλιά του είναι φουσκωμένη, δεν είναι καλό πράμα τούτο.
-Κάτσε εδώ μωρ΄ γυναίκα, φύλα το γουρούνι και εγώ θα πα να βρω το Λια, να ιδούμε τι θα κάνουμε.
Σε κάμποση ώρα, έρχεται ο Γιώρης με το Λια, λαχανιασμένοι και τι να ιδούν. Το γουρούνι ψόφιο, ανάσκελα με τα πόδια ψηλά και αίματα στην κοιλιά και η γυναίκα να κλαίει και να κακοπαθιέται, για το κακό που τους βρήκε…
-Τι έγινε μωρ΄ γυναίκα, πώς ψόφησε το ζωντανό; Τι αίματα είναι αυτά στην κοιλιά του;
-Τι να σου πω Γιώρη μου, εγώ δεν ξέρω. Είδα την κοιλιά του φουσκωμένη, και πήρα το «σουγλί» και την τρύπησα κάμποσες φορές, να ξεφουσκώσει.
-Τι έκανες μωρ΄ τρελή;
-Τι έκανα, Γιώρη μου;
-ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΟ ΄ΚΑΝΑ Η ΜΑΥΡΗ…
2. ΤΑ ΣΜΥΡΔΑΚΙΑ
Δύο «καλόπαιδα, πανωκατωμαχαλίτες», σκαρφίστηκαν μια ιστορία, για να κάνουν πλάκα σε μια θεια γειτόνισσά τους, που ήξεραν πως πίστευε σε φαντάσματα μάγια, νεράιδες και άλλα σχετικά. Για το λόγο αυτό δεν κυκλοφορούσε τη νύχτα, «μαζευότανε» νωρίς στο σπίτι και κλειδαμπαρωνότανε.
Σκέφτηκαν, λοιπόν, οι λεβέντες, να σκιάξουν τη θεια με τα «σμυριδάκια», που ήξεραν πως τα φοβόταν και συχνά έλεγε πως τα έχει δει.
Πάνε, λοιπόν, απέναντι στον Αγιοθανάση και βρίσκουν μια χελώνα. Παίρνουνε και τρία κεριά και τα κολλάνε στο καύκαλο της χελώνας, ώστε όταν τα ανάψουν και αφήσουν τη χελώνα ελεύθερη να κινείται, να φαίνεται πως περπατάνε τα σμυρδάκια. Ο ένας έμεινε εκεί να κρατάει τη χελώνα, και άλλος γύρισε στη γειτονιά μόλις βράδιασε, αφού συνεννοήθηκαν πρώτα, να έχουν ως συνθηματικό το σφύριγμα. Όταν δηλαδή θα σφύραγε αυτός από το χωριό, ο άλλος θα άναβε τα κεριά και θα άφηνε τη χελώνα ελεύθερη (υπό παρακολούθηση φυσικά μη βάλουνε και …καμιά φωτιά!).
Όταν βράδιασε λοιπόν για καλά και η θεια κλειδαμπαρώθηκε στο σπίτι της, πάει ο λεβέντης κοντά στο παράθυρο και φωνάζει δυνατά δυο-τρεις φορές:
-Πού είσαι θεια; Πού είσαι θεια;
Καμία ανταπόκριση. Τότε παίρνει ένα παλιόξυλο από το διπλανό φράχτι, και χτυπάει ξανά στο παράθυρο και ξαναφωνάζει.
-Δεν ακούς ρε θεια, εγώ είμαι.
-Τι έναι, ρε ανεχρόνιαγο, τέτοια ώρα νοιχτιάτικα;
Ακούγεται από μέσα μια φωνή.
-Έβγα στο παράθυρο θεια, να ιδείς κάτι γίνεται απέναντι στον Αγιοθανάση.
Μισοανοίγει αυτή σιγά-σιγά το παράθυρο, μπουμπουλωμένη με το μαντήλι στο κεφάλι, ενώ ακούγεται το συνθηματικό σφύριγμα ( για να ενεργήσει ο συνεργάτης κατά τα συμφωνηθέντα).
-Τι έναι ρε στον Αγιοθανάση; Μεγάλη η χάρη του, Παναγία μου.
-Δε βλέπεις, ρε, θεια τα σμυριδάκια απέναντι στην πλαγιά; Δε βλέπεις που περπατάνε και κατηφορίζουν με φωτιές στα μάτια και έρχονται προς το ρέμα του «Μπαμπιώτη»;. Έτσι και κωλύσουν τη δώθε μεριά, τη βάψαμε θεια. Θα χαθεί το χωριό…
-Λαχτάρα μου, της μαύρης, λέει εκείνη και κλείνει απότομα το παράθυρο και κλειδαμπαρώνεται στο σπίτι της.
Τρεις ημέρες έκανε να βγει έξω!!
Όσο για τους λεβέντες, είχανε να το λένε…
3. ΤΟ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ.
Ο γιατρός Στάθης Δάρας, από τους μακροβιότερους και πλέον δραστήριους προέδρους του Συνδέσμου μας, είχε ένα εξαιρετικό χιούμορ (νταραίκο ή μη) και μια φωνή με ξεχωριστό ηχόχρωμα, που χαιρόταν κανείς να τον ακούει να διηγείται, ιδιαίτερα όταν αφηγείτο μια ιστορία ή έλεγε ένα ανέκδοτο. Εκτός των άλλων ήταν και καλός στο χορό, όπως φαίνεται στη φωτογραφία, που χορεύει στη "Ράχη" το καλοκαίρι του 2010.
Στις παρέες που κάναμε στο χωριό και σε διάφορες συλλογικές εκδηλώσεις, μαζί με τα σοβαρά, συλλογικά και άλλα θέματα (συνήθως με συνοδεία «οίνου και μεζεδακίου»), συχνά μας έλεγε πικάντικες ιστορίες και ανέκδοτα, που γελάγαμε …με την καρδιά μας.
Μία από αυτές θα σας διηγηθώ και ζητώ συγνώμη αν κάποιος (α) ενοχληθεί, επειδή είναι λιγάκι σόκιν.
Ένα πρωινό, λοιπόν, διηγείται ο Στάθης, η Μαριωρή πήγαινε πρωί-πρωί στο «λεύκο», να γεμίσει το βαρέλι νερό. Ήταν η εποχή που δεν υπήρχαν βρύσες στο χωριό και η βρύση του λεύκου ήταν δυτικά στην άκρη του χωριού, στη διασταύρωση του δρόμου, που πάει προς Αράπηδες και προς το κάτω χωριό.
Λίγο πριν φτάσει στη βρύση, κάτι παράξενο παίρνει το μάτι της στο δρόμο , ανάμεσα στις πέτρες και στα χώματα. Πλησιάζει κοντά για να δει καλά (δεν είχε ξημερώσει ακόμη), και διαπιστώνει πως αυτό το κάτι, μοιάζει με ανδρικό μόριο, με τα «όλα του», κομμένο …σύριζα.
Τι να κάνει τώρα; Δεν της πήγαινε να σηκωθεί να φύγει, και να μην ξέρει τι έχει συμβεί. Ακουμπάει με το βαρέλι στη μάντρα, δήθεν να ξεκουραστεί, ώστε να περάσει και κάποια άλλη γυναίκα, να μοιραστεί …το πρόβλημα.
Σε λίγο νάσου κατηφορίζει και η Θανάσαινα, ζαλωμένη το βαρέλι.
-Καλημέρα, μωρή. Λέει στη Μαριωρή. Κουράστηκες και ακούμπησες να ξαποστάσεις;
Η άλλη είτε που άκουσε τι της είπε. Γυρίζει το κεφάλι απότομα προς το μέρος της και της λέει:
-Για τήρα δω. Τιέναι τούτο ΄δω το πράμα; και της δείχνει με το δάχτυλο το σπάνιο εύρημα, που ήταν κατά (γ)ης.
-Ρε, λαχτάρα μου της μαύρης. Που βρέθηκε τούτο το πράμα εδώ; Για κάτσε να το ειδώ από κοντά. Πω! πω! παιδιά. Ο θεός να φυλάει. Λες να είναι από ΄δω, ντόπιο;
-Δεν ξέρω, δεν το νομίζω, …μωρή, αδερφή. Γίνονται στο χωριό μας τέτοια πράγματα;
Σε λίγο νάσου και άλλη βιαστική για νερό.
-Τι λέτε μωρ΄ γυναίκες, στη μέση του δρόμου, πρωί-πρωί; δεν έχετε δουλειές εσείς;
-Άσε τις δουλειές, εσύ προκομμένη, και πές μας τίνος είναι αυτό το πράμα.
-Ποιο πράμα;
-Ετούτο ΄δω, δεν το βλέπεις;
-Παναγία μου! σώσε. Πού βρέθηκε αυτό εδώ; Εγώ φεύγω, δεν θέλω να το βλέπω. Κοντοστάθηκε, όμως, και ρωτάει., δήθεν αδιάφορα.
Λέτε να είναι ντόπιο, ή να είναι ξενοχωρίτικο; Για φωνάχτε την παπαδιά. Αυτή μπορεί να ξέρει κάτι…
Αφήνει το βαρέλι κάτω, η Μαριωρή, και τροχάδην στην παπαδιά.
Σε λίγο, ξαναφαίνει η παπαδιά φουριόζα, κουνώντας τα χέρια, με τη Μαριωρή να ακολουθεί, και φτάνει στο επίμαχο σημείο. Στο μεταξύ είχαν μαζευτεί και άλλες γυναίκες και τα «ψου-ψου-ψου» δίνανε και παίρνανε. Και τίνος να ΄ναι αυτό, και τι δουλειά έχει εδώ, και ποια καπελιάνα το ΄κανε και δεν λυπήθηκε τον άλοτρο, και άλλα παρόμοια.
-Για μεριάτε, για μεριάτε, λέει η παπαδιά, και σκύβει να επεξεργαστεί το «εύρημα».
Το μελέτησε με προσοχή, σκέφτηκε για λίγο, σήκωσε ψηλά τα μάτια στον ουρανό και αφού είπε ένα «θέμου, σχώραμε», …αποφάνθηκε.
-Δεν είναι από το δικό μας χωριό αυτό… είναι από το ...άλλο χωριό.
Το αρπάζει και το πετάει, σιαπέρα στα βάτα.
-Μπρος, τώρα η καθεμιά στη φτώχεια της και τσιμουδιά…
.
Στη φωτογραφία (είναι από βιβλίο του λογοτέχνη Θ. Κ. Τρουπή) φαίνεται πώς ήταν παλιά η διπλή βρύση στο "Λεύκο".
Κάντε κλικ --ΕΔΩ-- για να διαβάσετε σχετικά. Στην πάνω αριστερή γωνία της φωτογραφίας φαίνεται η μάντρα που συνεχιζόταν μέχρι την κάτω βρύση.