-Τα πόσα κλείνουμε, ζωή να’χουμε;
-Ογδόντα παρακαλώ, και από μεθαύριο που μπαίνει το 2019, ογδοήκοντα ένα.
-Δεν σου φαίνεται καθόλου (…τάχα εγώ), να τα κατοστήσεις.
-Πειράζει να πάω και κάνα χρόνο παραπάνω, πως πήγε ο πατέρας σου!
-Μακάρι, του απαντάω, αρκεί να’χουμε καλά γεράματα. Έτσι δε λέγαμε στο χωριό;
-Βέβαια, βέβαια.
-Δε μου λες, τον ρωτάω, τα είπες φέτος τα κάλαντα;
-Αν τα είπα, λέει. Κάθε χρόνο …ξυπνάω νυχτούλια και τα λέω.
………………………………………………………………….
Ήμουνα 5-6 χρονών στο χωριό, την περίοδο της κατοχής (λέει ο 80άρης).
Παραμονή Χριστουγέννων με κρύο και παγωνιά, με ξυπνάει η μακαρίτισσα η μάνα μου, να πάω με τον ξάδερφό μου να πούμε τα κάλαντα, όπως είχαμε συνεννοηθεί από την προηγούμενη.
Μου έδωσε ένα καλαθάκι και μου άναψε και ένα κεράκι, μη κουτρουβαλιαστούμε στο δρόμο, γιατί ήταν ακόμα νύχτα.
Πήρα, που λες, τον ξάδερφο (ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος) και κινήσαμε τρέχοντας να προλάβουμε να τα πούμε, μη μας διώξει καμιά θεια, με τη δικαιολογία πως
…τα’παν άλλοι.
Μετά από καμιά εκατοστή μέτρα συναντάμε το μακαρίτη το _ _ _ , με το κερί του και αυτός και το καλαθάκι του, που ερχόταν στη δική μας γειτονιά να τα πει. Συνεννοηθήκαμε, επί τόπου, να πάμε παρέα και οι τρεις να τα πούμε. Γυρίζουμε, λοιπόν, πίσω και πάμε στη μάνα του ξαδέρφου μου, που ήταν και πρώτη θεια του _ _ _
-Να τα ειπούμε, θεια;
-Να τα ειπείτε, παιδάκι.
Αρχίσαμε εμείς το «αρχιμηνιά κι αρχή χρονιά…», χωρίς βέβαια τα τριγωνάκια, που έχουν σήμερα τα παιδιά. Όταν τελειώσαμε και μας ευχήθηκε η θεια «και του χρόνου», δίνει στον ανιψιό της δύο αυγά και σε εμάς δύο καρύδια. Η στενοχώρια μου δεν περιγράφεται, που εμείς πήραμε δύο καρύδια και ο άλλος δύο αυγά. Το αισθάνθηκα ως μεγάλη αδικία. Το θυμάμαι σαν να'ναι τώρα.
Γυρνάω και ρωτάω τη θεια με παράπονο και μισοκλαμένος.
-Γιατί, ρε θεια, σε εμάς έδωσες δυο καρύδια και στο _ _ _ δυο αυγά;
-Γιατί, παιδάκι, τούτο είναι ορφανό, ενώ εσείς έχετε τον πατεράκο σας.
……………………………………………………………
Όλο το βράδυ …δεν κοιμήθηκα. Σκεφτόμουνα, γιατί και εγώ να μην είμαι …ορφανό να πάρω 2 αυγά και όχι 2 καρύδια!
………………………………………………………………….
Άβυσσος, λένε, η ψυχή του ανθρώπου. Μα πιο πολύ άβυσσος, η ψυχή του παιδιού…
ΧΙΜ