Γεωργίου Δ. Βέργου.
1. Η γιαγιά και ο εγγονός.
Νεαρός από την Αθήνα, με καταγωγή και των δύο γονιών του από το χωριό μας, πήγαινε όταν μπορούσε στα μέρη μας, για να επισκεφθεί τη γιαγιά του, που την αγαπούσε ιδιαίτερα. Και εκείνη, όμως, όταν τον έβλεπε άνοιγε η καρδιά της. Συνήθως έπαιρνε μαζί του και κάποιο φίλο ή φίλη για να έχει παρέα, μιας και η απόσταση Αθήνα-Σέρβου δεν είναι και τόσο μικρή, ακόμα και με τα σημερινά δεδομένα.
Μια φορά, πήρε μια κοπελιά φίλη του, και πήγε να δει τη γιαγιά του, που έμενε μόνη στο χωριό. Φτάσανε εκεί το βραδάκι, την ώρα που σουρούπωνε, και δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει καθαρά τα πρόσωπα, ιδίως αν είναι ηλικιωμένος. Χτυπάει, λοιπόν, την πόρτα και λέει στη γιαγιά πως είναι ο εγγονός της. Ανοίγει η γιαγιά με λαχτάρα την πόρτα, αγκαλιάζει τον εγγονό της, …καλώς μου το… και τα σχετικά.
-Έλα μου, πέρασε μέσα,
λέει η γιαγιά στον εγγονό, μιας και δεν είχε δει την κοπέλα που ήταν πίσω του.
-Γιαγιά, να σου συστήσω και την Αφροδίτη (τυχαίο όνομα), λέει ο εγγονός.
-Καλώς την(ε), λέει η γιαγιά, και συνεχίζει,
-Έλα δω στο φως ρε παιδάκι, να σε ιδώ, γιατί δεν βλέπω καλά.
Πράγματι, πλησίασε η κοπέλα στο φως και η γιαγιά την κοίταζε στο πρόσωπο εξερευνητικά και για αρκετή ώρα, να βεβαιωθεί πως δεν την έχει ξάνα δει.
Όταν βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν η ίδια, με εκείνη που της είχε πάει άλλη φορά ο εγγονός, σηκώνει το κεφάλι της και του λέει.
-άλλη τούτη παιδάκι; ή μήπως …δεν βλέπω καλά;
Κόκαλο η Αφροδίτη…
2. Η φιδοφαγωμένη
Ήταν την δεκαετία του 1950, που αγροτικός γιατρός στο χωριό μας ήταν ο Καρνέζης, ένα ευγενικός και εξυπηρετικός γιατρός, που τον αγάπησαν οι πατριώτες.
Μια μέρα δάγκωσε μια κοπέλα ένα φίδι, σε ένα χωράφι έξω από το χωριό. Τρομερό γεγονός, γιατί δεν μπορούσε κανείς να γνωρίζει αν το φίδι ήταν δηλητηριώδες και επί πλέον δεν υπήρχαν τα μέσα στο χωριό, για πολλά πράγματα, ούτε δυνατότητα εύκολης μετακίνησης.
Κλαίγοντας και τρέχοντας η μάνα με την κόρη φεύγουν από το κάτω μέρος του χωριού (νοτιανατολικά), και πάνε στο αγροτικό ιατρείο, το οποίο βρισκόταν εκεί που βρίσκεται και σήμερα, δηλαδή κάτω από την πλατεία του Ναού της Κοίμησης της Θεοτόκου. Αφού εξιστόρησε η μάνα τα καθέκαστα στο γιατρό και απάντησε στις ερωτήσεις του, έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο και κακοπαθιότανε χαμιλόφωνα της (κακοπόπαθα η …μαυρούλα).
Ο γιατρός έβαλε στα γρήγορα να αποστειρώσει μια γυάλινη σύριγγα (δεν υπήρχαν τότε πλαστικές σύριγγες μιας χρήσεως) για να κάνει μια ένεση (ορό;) στη «φιδοφαγωμένη». Κάποια στιγμή, και ενώ «έβγαζε» η σύριγγα στο «κατσαρόλι», ρωτάει τη μάνα.
Πόσο χρονών είναι το κορίτσι;
Η μάνα κόμπιασε προς στιγμή, έριξε μια εξερευνητική ματιά στο γιατρό, και μετά απαντάει κάπως διστακτικά και αργά, σχεδόν συλλαβιστικά.
-Δεν θυμάμαι καλά γιατρέ. Καν είκοσι δύο, καν είκοσι τρία.
Ο γιατρός παραξενεύτηκε με την απάντηση, γιατί το κορίτσι δεν φαινόταν και τόσο μικρό. Το πιασε όμως το …υπονοούμενο
-Για θυμήσου καλά, της λέει, γιατί πρέπει να ξέρω, πόσο φάρμακο να ρίξω στην ένεση, μην της κάνουμε κακό.
Η μάνα «συνειδητοποίησε» την κατάσταση, πετιέται επάνω και λέει δυνατά.
-Τριάντα δυο, γιατρέ μου, τριάντα δύο, τώρα το θυμήθηκα…
Ο γιατρός δεν απάντησε και συνέχισε να φτιάχνει την ένεση.
Βλέποντας η μάνα πως δεν απάντησε ο γιατρός, τον πλησιάζει και του φωνάζει ξανά.
-Τριάντα δύο είπα γιατρέ, το άκουσες;
-Ναι, απάντησε ο γιατρός, με νόημα… αλλά γιατί φωνάζεις;
-Νάξερες, γιατρέ μου, πως τόχω εγώ αυτό το κορίτσι…
(…Είπαμε να κρύβουμε κανα χρόνο, όχι όμως και μια δεκαετία και μάλιστα στο γιατρό! ).
3. Οι «πλάκες»
Ήταν τη δεκαετία του 1950, που πολλοί πατριώτες εργάζονταν στην Τρίπολη και έρχονταν συχνά στο χωριό το βράδυ με το λεωφορείο και έφευγαν την άλλη μέρα το πρωί.
Ένα βράδυ, λοιπόν, ήρθαν στο μαγαζί του πατέρα μου στο χωριό (Μήτσιου-Βέργου) δύο νεαροί πατριώτες, που είχαν έρθει το απόγευμα από την Τρίπολη, για κάποια δουλειά, και θα έφευγαν την επομένη. Κάτσανε σε ένα τραπεζάκι που είχε ο πατέρας μου εκεί προς το παράθυρο, και παράγγειλαν ένα μισόκιλο κρασί. Εγώ καθόμουνα από τη μέσα μεριά του πάγκου και παρακολουθούσα, ενώ εξυπηρετούσα και κανά πελάτη.
Κάποια στιγμή έρχεται μια γερόντισσα να αγοράσει κάτι. Δούλευε κι αυτής ο γιος στην Τρίπολη και ήταν φίλος με τα παιδιά. Αφού καλησπέρισε η γιαγιά, απευθύνεται στον έναν από τους δύο και τον ρωτάει:
-Ρε Λιάκο (τυχαίο όνομα), εσύ δεν δούλευες στην Τρίπολη, πότε ήρθες;
-Ναι ρε θειά δούλευα και αύριο θα φύγω πάλι, είχα μια δουλειά και ήρθα.
-Δεν μου λες ρε παιδάκι, είδες το Μήτρο μου (τυχαίο όνομα), είναι καλά;
-Τον είδα ρε θειά, μια χαρά είναι, και μάλιστα χτες το βράδυ, τρώγαμε παρέα στην ταβέρνα και σπάγαμε πλάκες (ο Μήτρος ήταν και λίγο αγαθός).
Μετά από λίγο, και αφού η γιαγιά σκέφτηκε κάμποσο, ρωτάει:
-Γιατί ρε παιδάκι τις σπάγατε εκείνες τις έρημες τις πλάκες, ήταν ακριβές;
(Η γιαγιά ήξερε τις πλάκες που είχαμε στ΄αλώνια)
-Όχι ρε θειά, φτηνές ήταν… μη φοβάσαι… δεν τις πλήρωσε ο Μήτρος, εμείς τις πληρώσαμε.
-Καλά ρε παιδάκι… είπα κι εγώ μη χαλάει τα λεφτά το παιδί… εδώ δεν έχουμε να φάμε…
-Μην φοβάσαι θειά, ο Μήτρος είναι μια χαρά και δουλεύει… και δεν χαλάει τα λεφτά, τα μαζεύει…
-Καλά ρε παιδάκι… να είσαι καλά, να του πείτε χαιρετίσματα και να προσέχει… και τα χέρια του σφιχτά. Καλή νύχτα και καλό ταξίδι.
-Καληνύχτα θειά...
(ΧΙΜ)