..
Γ. Δ. Βέργος
Τα παλιότερα χρόνια, κυρίως πριν το 1950, οι πατριώτες μας δεν είχαν την ευκολία και την δυνατότητα να αγοράζουν μπογιές και να βάφουν τα ρούχα τους, στα χρώματα που ήθελαν. Ο λόγος ήταν πρώτα απ΄ όλα οικονομικός, αλλά δεν εύρισκαν εύκολα στην περιοχή να αγοράσουν και τις μπογιές που ήθελαν. Αυτό τους έκανε να στραφούν στη φύση και να αναζητήσουν «φυσικές βαφές» από τα διάφορα βότανα και φυτά που υπήρχαν στο χωριό ή τα έφερναν από άλλα μέρη, κυρίως από πεδινές περιοχές. Το ίδιο συνέβαινε προφανώς και σε άλλα μέρη της χώρας.
Μπορεί εκείνες τις εποχές να υπήρχε μεγάλη φτώχεια στο χωριό, αφού προηγήθηκε μια δεκαετία με κατοχή και πολέμους, υπήρχε όμως και η αίσθηση του ταιριαστού και του ωραίου, στη μεγάλη τουλάχιστον πλειοψηφία των πατριωτών. Γι αυτό είχαν εφαρμόσει οι γυναίκες διάφορους τρόπους βαφής των ρούχων. Θα αναφέρω μερικές βαφές που έφτιαχναν στο χωριό, ακόμα και μέχρι το 1960.
Α) Βαφές σε μαύρο χρώμα.
Για να πετύχουν αυτή τη βαφή και να είναι ανεξίτηλο το χρώμα, χρησιμοποιούσαν φύλλα από τα δέντρα «μέλεγος», που αφθονούσαν στο χωριό. Όσο ποιο πολλά φύλλα έβαζαν και όσο περισσότερη ώρα τα έβραζαν, τόσο ποιο μαύρο γινόταν το χρώμα.
Στο χρώμα αυτό έβαφαν συνήθως τις μπελερίνες, (εσάρπες θα τις λέγαμε σήμερα), τα ράσα, αλλά και διάφορα άλλα ρούχα (μπαρέζια κλπ), ιδιαίτερα όταν πενθούσαν κάποιο δικό τους άνθρωπο.
Β) Βαφές σε κόκκινο χρώμα.
Την κόκκινη μπογιά την έφτιαχναν οι Σερβιώτισσες από τις ρίζες κάποιου φυτού, που το έλεγαν «ριζάρι». Δεν γνωρίζω αν το φυτό αυτό φύτρωνε στο χωριό μας ή έφερναν τις ρίζες του από κάπου αλλού, κυρίως από τις πεδινές περιοχές.
Με αυτές τις ρίζες και την κατάλληλη επεξεργασία τους, πετύχαιναν ένα ωραίο κόκκινο χρώμα (λίγο σκούρο), που έβαφαν τα ρούχα. Μάλιστα τις μαντανίες (ή μπαντανίες) τις έβαφαν για ομορφιά σε δύο χρώματα, με ρίγες κόκκινες και μαύρες, που ήταν ανεξίτηλα χρώμα, όσο κι αν πάλιωναν.
Είναι ενδιαφέρον, πως αργότερα που φέρνανε μπογιές τα μαγαζιά του χωριού, το κόκκινο το έλεγαν «ριζαρίσιο».
Γ) Βαφές σε κίτρινο χρώμα.
Την κίτρινη μπογιά την εύρισκαν στις βελανιδιές («δέντρα» τις λέγαμε στο χωριό), πάνω στις οποίες υπήρχε ένα παράσιτο φυτό, που το έλεγαν «αξιό» (ή κάπως έτσι), κάτι ανάλογο με τον κισσό. Ο «αξιός» (έκανε κάτι «μπαλάκια», στο μέγεθος μανταρινιού, που τα λέγαμε «κικίδια» και ήταν πολύ γνωστά και σε μας τα παιδιά.
Μάλιστα υπήρχε και η φράση στο χωριό «θα με βάλεις στο «κικίδι», που σήμαινε πως θα με βάλεις μέσα σε ένα πολύ μικρό «κουτάκι», θα μου περιορίσεις δηλαδή πολύ τις ελευθερίες μου και τη δυνατότητα …να εκφράζομαι. Φωτό "αξιού" δεξιά.
Όταν ωρίμαζαν αυτά τα «κικίδια» και ξεραίνονταν, στο εσωτερικό τους υπήρχε μια κίτρινη σκόνη. Αυτή τη σκόνη έπαιρναν οι γυναίκες και αφού την έβραζαν έφτιαχναν ένα κίτρινο υγρό και έβαφαν τα ρούχα τους.
Εμείς τα παιδιά, όταν βρίσκαμε αυτά τα «κικίδια» παίζαμε, τα κλωτσούσαμε, τα σπάγαμε και γινόμαστε «κίτρινοι».
Δ) Βαφές σε χρώμα μπέζ ή καφέ
Γι αυτή τη χρωματική απόχρωση χρησιμοποιούσαν στο χωριό την καπ(ι)νιά, που έπιανε το τζάκι, από την καύση των ξύλων. Όσο περισσότερη καπνιά έβαζαν στο νερό και το έβραζαν, τόσο πιο σκούρο γινόταν το ρούχο.
Ε) Βαφές σε λαδοπράσινο χρώμα.
Αυτό το χρώμα είχε ως βάση το πράσινο εξωτερικό περίβλημα του καρυδιού, τη φλούδα που λέγαμε στο χωριό, πριν το καρύδι ωριμάσει και πέσει μόνη της. Ανάλογα με το πόσες φλούδες χρησιμοποιούσαν στην όλη διαδικασία, καθόριζαν και τον τόνο του χρώματος.
Για πράσινο ζωηρό και μπλε χρώμα, δεν θυμάμαι να υπήρχε τρόπος βαφής.
Βέβαια, με τον συνδυασμό που έκαναν οι γυναίκες στις διάφορες μπογιές, πετύχαιναν ποικίλες αποχρώσεις.
Ε) Βαφές με «πρινοκόκι».
Μετά από συζήτηση που είχα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου μας κ. Γιάννη Μπόρα, μου είπε πως ο παππούς του, που είχε πολλά πρόβατα, έβαφε τα νήματα σε μπεζ χρώμα από τη φλοίδα της βελανιδιάς, και σε κόκκινο χρώμα από κάτι κόκκους που τους λέγανε «πρινοκόκκι». Αυτό τους κόκκους, σε μέγεθος μικρού φασολιού, τους έβγαζαν τα πουρνάρια την περίοδο της άνοιξης.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, που είχε λήξει πλέον και ο εμφύλιος, άνοιξαν κάπως οι δουλειές και υπήρχε σημαντική οικονομική βελτίωση και σταθερότητα, ακόμη και στα χωριά μας. Αυτό είχε αντανάκλαση ακόμα και στις μπογιές για τα ρούχα, που τα μαγαζιά του χωριού άρχισαν να προμηθεύονται. (Αν θυμάμαι καλά, ονομάζονταν χρώματα ανιλίνης. Άλλη ήταν η μπογιά για τα μάλλινα και άλλη για τα βαμβακερά).
Τα χρώματα που είχαν πολύ κίνηση στο χωριό ήταν το μαύρο και το κόκκινο, που ήταν σε δυο-τρεις αποχρώσεις. Λιγότερη κίνηση είχαν το βυσσινί (γκρενά), το μπλε (από θαλασσί ως σκούρο), το πράσινο (σε αρκετές πάλι αποχρώσεις), το κίτρινο (καναρινί, έως σκούρο), το μωβ (λιλά το έλεγαν), το καφέ (από ανοιχτό μπεζ ως σκούρο) και διάφορες άλλες αποχρώσεις με ακόμα λιγότερη κίνηση.
Θυμάμαι πως πολλές φορές ερχόσαντε παιδιά στο μαγαζί του πατέρα μου και λέγανε: "Μου είπε η μάνα μου να μου δόκεις μπογιά να βάψει το μπαρέζι της...". Προφανώς δεν ξέρανε οι μανάδες πως να ζητήσουνε τη μπογιά και σε τι ποσότητα. Ο έμπορας όμως ...ήξερε και έδινε την κατάλληλη, λαμβάνοντας υπόψη του και ποια ήταν η μάνα του παιδιού!
Πάντως, με τις πάμπολλες προσμίξεις που έκαναν οι πατριώτισσες σε διάφορες μπογιές, πετύχαιναν πάρα πολλές αποχρώσεις, που ικανοποιούσαν όλα τα γούστα, ακόμα και εκείνη τη δύσκολη εποχή, με τη μεγάλη φτώχεια και τον σκληρό αγώνα επιβίωσης.
Πενία τέχνας κατεργάζεται…
(χιμ)